Τελικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναδεικνύεται σε συνδιαμορφωτή της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης στη μετά Brexit εποχή. Η απόφασή του που είδε χθες το φως της δημοσιότητας πάνω σε προδικαστικά ερωτήματα του ανώτατου σλοβενικού δικαστηρίου για την υπόθεση διάσωσης πέντε σλοβενικών τραπεζών το 2013 προχωρά σε μια εξαιρετικά διασταλτική ερμηνεία των νομοθετικών κειμένων που θεωρήθηκαν θεμέλια της τραπεζικής ένωσης στην Ευρωζώνη.
Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, μάλλον κλονίζει παρά θωρακίζει τα θεμέλια αυτά, και ιδιαίτερα την Οδηγία 2014/59 για τους νέους κανόνες εξυγίανσης των τραπεζών και τη συναφή Τραπεζική Ανακοίνωση της Κομισιόν βάσει της οποίας για να εγκρίνει η Ε.Ε. την κρατική διάσωση μιας τράπεζας πρέπει να έχει προηγηθεί ανακεφαλαιοποίηση με ίδια μέσα, και με καταμερισμό επιβαρύνσεων σε μετόχους, ομολογιούχους και ενδεχομένως και μεγάλους καταθέτες.
Είναι η τρίτη φορά το τελευταίο διάστημα που το Ευρωδικαστήριο παρεμβαίνει ουσιαστικά με πολιτικούς όρους στην επίλυση μιας διαφοράς με ευρύτερη σημασία. Λίγο πριν το βρετανικό δημοψήφισμα είχε απορρίψει προσφυγή της Κομισιόν εναντίον αποφάσεων της βρετανικής κυβέρνησης που παραβίαζαν ευθέως την ελευθερία κυκλοφορίας εργαζομένων, πριμοδοτώντας έμμεσα την αντιμεταναστευτική ρητορική. Λίγο νωρίτερα είχε δικαιώσει την ΑΓΕΤ- Lafarge για τις ομαδικές απολύσεις και το λουκέτο στον Βόλο, χαρακτηρίζοντας ασύμβατη με το ευρωπαϊκό δίκαιο και την ελευθερία εγκατάστασης των επιχειρήσεων την έγκριση των απολύσεων από κρατική αρχή. Διόλου τυχαία, πίσω και από τις τρεις αποφάσεις βρίσκεται ο ίδιος γενικός εισαγγελέας -ένας εκ των 11 του ευρωδικαστηρίου, ο Σουηδός Nils Wahl.
Η απόφαση του ευρωδικαστηρίου για τις κρατικές διασώσεις τραπεζών είναι αρκετά πιο πολύπλοκη από τις προηγούμενες. Σε αδρές γραμμές λέει τα εξής δυο πράγματα:
- Η Τραπεζική Ανακοίνωση της Κομισιόν για το bail in, δηλαδή τη συμμετοχή μετόχων, ομολογιούχων -και σε ακραία ανάγκη και μεγάλων καταθετών- στη διάσωση μιας τράπεζας είναι μεν νόμιμη και συμβατή με τις Συνθήκες της Ε.Ε., αλλά δεν είναι δεσμευτική για τα κράτη μέλη. Ή, όπως αναφέρει η απόφαση του ΔΕΕ, «δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτοτελείς υποχρεώσεις σε βάρος των κρατών μελών».
- Η εξουσία της Κομισιόν να ελέγχει την τήρηση των κανόνων τραπεζικής διάσωσης περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της κρατικής ενίσχυσης που θα αποφασίσει να της δώσει ένα κράτος μέλος, είτε εφαρμόζει bail in είτε όχι. Πρακτικά, το ευρωδικαστήριο «κουρεύει» τις αρμοδιότητες της Κομισιόν μόνο στο πεδίο του ανταγωνισμού και της μη παραβίασής του. Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι η αρμοδιότητα της Κομισιόν ελέγχου δεν υπερβαίνει την εξουσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δηλαδή των κρατών μελών, να νομιμοποιήσουν τελικά μια κρατική διάσωση λόγω «ιδιαίτερων συνθηκών», ακόμη κι αν έχουν παραβιαστεί οι νέοι κανόνες.
Ιταλικές τράπεζες και στο βάθος… Deutsche Bank
Το προφανές άμεσο πολιτικό ενδιαφέρον της απόφασης αυτής είναι ότι ενισχύει την επιχειρηματολογία της ιταλικής κυβέρνησης υπέρ του σχεδίου της για κρατικές ενισχύσεις περίπου 40 δισ. στις ιταλικές τράπεζες, χωρίς εφαρμογή της Οδηγίας για το bail in.
Ωστόσο, η ιταλική κυβέρνηση δεν είναι η μόνη που θα ενοχλείτο από μια «εισβολή» της Κομισιόν στα άδυτα των τραπεζών της. Η γερμανική κυβέρνηση, που έχει χίλιους δυο λόγους να ανησυχεί για την τύχη της στοχοποιημένης από το ΔΝΤ και τις αγορές Deutsche Bank, αν και είναι η ίδια που επέβαλε τους κανόνες του bail in στις τραπεζικές διασώσεις, εν ονόματι της δίκαιης κατανομής του «ηθικού κινδύνου», είναι η τελευταία που θα ανεχόταν την επιτήρηση των εκτεθειμένων σε τρισεκατομμύρια επισφαλών προϊόντων τραπεζών της, ιδιαίτερα των περιφερειακών, από την Κομισιόν, την ΕΚΤ και τον νέο οργανισμό εποπτείας των τραπεζών, τον SSM. Και για τους ίδιους τυχοδιωκτικούς λόγους αρνείται σθεναρά την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου εγγύησης καταθέσεων.
Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να υποθέσει κανείς ότι η συγκεκριμένη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που «κουρεύει» αισθητά και την Κομισιόν και την τραπεζική ένωση, απηχεί και αντηχεί τα γερμανικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα για τον βηματισμό ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα στη μετά Brexit εποχή.
Αυτά τα ενδιαφέροντα και συμφέροντα, άλλωστε, δεν περιορίζονται στους κανόνες για το τραπεζικό σύστημα. Μετά το Brexit, ενώ στην πλευρά της Κομισιόν, της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων χωρών αναπτύσσεται μια φεντεραλιστική βιασύνη και η πεποίθηση ότι η απάντηση στην κρίση είναι «περισσότερη Ευρώπη», η γερμανική ηγεσία υιοθετεί πιο προσγειωμένα «οράματα» για μια λειτουργική, διακυβερνητική, χαλαρή Ε.Ε. και Ευρωζώνη, στην οποία η κυριαρχία της είναι αδιαμφισβήτητη, όπως συμβαίνει σταθερά την τελευταία δεκαετία.
Γλαφυρότατος και ακριβολόγος ο Βόλφγκαγκ Σόιμπλε, συμπύκνωσε το γερμανικό δόγμα σε ελάχιστες λέξεις: «Τώρα δεν είναι ώρα για οράματα. Εάν η Κομισιόν δεν εργαστεί μαζί μας, εμείς οι ίδιοι πρέπει να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας». Το «εμείς» εννοεί φυσικά τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Επομένως, για τη γερμανική ελίτ οτιδήποτε κονταίνει την Κομισιόν, το Ευρωκοινοβούλιο, την ΕΚΤ και άλλα θεσμικά όργανα από σημαντικές εξουσίες, είναι καλοδεχούμενο. Κι αυτό ισχύει και για την τελευταία απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.