Με την εγκύκλιο, την οποία υπογράφει ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων, Γ. Πιτσιλής, κοινοποιούνται οι διατάξεις της υποπαραγράφου Δ1 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, που είχαν ψηφιστεί τον Αύγουστο του 2015 και με τις οποίες προβλέπονται αλλαγές στη διαδικασία χαρακτηρισμού οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης, ώστε η διαδικασία αυτή να επιταχυνθεί. Σημαντική αλλαγή που επέρχεται είναι ότι παύει να θεωρείται ως προϋπόθεση για να διεκπεραιωθεί η διαδικασία χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτων είσπραξης η ολοκλήρωση της εκκαθάρισης μιας επιχείρησης.
Πάντως, για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτων είσπραξης πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες των φορολογικών αρχών για τον εντοπισμό των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης. Ειδικότερα, οι αρμόδιες υπηρεσίες θα πρέπει να ερευνούν εάν υφίστανται στο όνομα του οφειλέτη ή των συνυπόχρεων προσώπων άλλες συμμετοχές σε επιχειρήσεις, ακίνητη περιουσία, κινητά περιουσιακά στοιχεία (ΙΧ αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, φορτηγά, λεωφορεία, σκάφη κ.λπ.), μετοχές, ομόλογα, άλλα επενδυτικά προϊόντα, καταθέσεις σε τράπεζες, καθώς και απαιτήσεις προς είσπραξη (ενοίκια, επιδοτήσεις κ.λπ.).
Επιπλέον, εφόσον οι οφειλές ενός φορολογούμενου χαρακτηριστούν ανεπίδεκτες θα δεσμεύονται όλοι οι τραπεζικοί του λογαριασμοί και τα περιεχόμενα των θυρίδων του σε τράπεζες, ενώ δεν θα έχει το δικαίωμα να λάβει αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για να διεκπεραιώσει διάφορες συναλλαγές του, δηλαδή μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων ή είσπραξη χρηματικών ποσών από το Δημόσιο (επιστροφών φόρου, εφάπαξ ασφαλιστικών παροχών κ.λπ.).
Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δέσμευση του συνόλου (του 100%) των καταθέσεων, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών, μέχρι του ύψους των οφειλών προς το Δημόσιο και των συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους, καθώς και του περιεχομένου των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να αποτραπεί η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και να επιβληθούν τα προβλεπόμενα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης.
Αναλυτικά, με τις νέες διατάξεις, που κοινοποιεί η εγκύκλιος της Γ.Γ.Δ.Ε. προβλέπονται τα εξής:
1. Για τον χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτων είσπραξης πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες των φορολογικών αρχών για τον εντοπισμό των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης. Στην περίπτωση αυτή ένα ηλεκτρονικό μέσο για να είναι πρόσφορο αρκεί να συνεισφέρει, κατά την κοινή πείρα και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ικανώς στον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων. Τα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα, στα οποία απαιτείται να γίνεται έλεγχος είναι:
Α. Σε πληροφοριακά συστήματα του Υπ. Οικονομικών:
* Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα (Ο.Π.Σ.) ΤAXIS στα υποσυστήματα: μητρώου, εσόδων, δικαστικού, ΚΦΑΣ, ΦΠΑ, εισοδήματος νομικών προσώπων, πρωτοκόλλου, άλλων φόρων,
* Πληροφοριακό σύστημα εισοδήματος φυσικών προσώπων,
* Περαίωση φυσικών προσώπων,
* Πληροφοριακό σύστημα οχημάτων,
* Πληροφοριακό σύστημα περιουσιολογίου (δηλώσεις Ε9 και εκκαθαρίσεις φόρου ακίνητης περιουσίας -ενιαίου τέλους ακινήτων για φυσικά πρόσωπα και ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας φυσικών και νομικών προσώπων),
* Ο.Π.Σ. Εlenxis, στα υποσυστήματα: προφίλ φορολογούμενου και discoverer - αναφορές,
* Ηλεκτρονική υπηρεσία προβολής δηλώσεων πληροφοριακών στοιρείων μισθώσεων ακίνητης περιουσίας
* στα στοιχεία συγκεντρωτικών καταστάσεων Πελατών / Προμηθευτών.
Β. Σε πληροφοριακά συστήματα εκτός Υπ. Οικονομικών:
* Μητρώο τραπεζικών λογαριασμών και λογαριασμών πληρωμών,
* Επιβεβαίωση στοιχείων ταυτότητας από την Ελληνική Αστυνομία,
* Επιβεβαίωση στοιχείων μεταναστών από το Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης.
Επίσης, σε στοιχεία που τηρούνται ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και τα οποία συλλέγονται από άλλους φορείς στα πλαίσια υποχρέωσης παροχής τους, δηλαδή σε στοιχεία για επενδύσεις του οφειλέτη σε διάφορα χρηματοοικονομικά προϊόντα.
2. Η ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης παύει εφεξής να αποτελεί προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης. Επομένως, δεν υφίσταται πλέον κώλυμα για την πρόοδο της διαδικασίας διάκρισης οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης και δεν έχει ολοκληρωθεί τυπικά η διαδικασία εκκαθάρισης λόγω π.χ. μη διορισμού εκκαθαριστή ή μη αντικατάστασης παραιτηθέντος εκκαθαριστή, εφόσον βέβαια συντρέχουν σε κάθε περίπτωση όλες οι λοιπές γενικής ισχύος προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μιας ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης (διαπίστωση μη ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων ή εκποίησης αυτών πριν από ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης κ.λπ.). Η κατάργηση της πρόσθετης προϋπόθεσης για ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης αφορά τόσο τις περιπτώσεις εκκαθάρισης νομικού προσώπου (δηλαδή εκκαθάρισης μετά τη λύση του νομικού προσώπου) όσο και τις περιπτώσεις εκκαθάρισης επιχείρησης (όπως της ειδικής εκκαθάρισης επιχειρήσεων κατά τα άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990) ή περιουσίας (όπως της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας).
Για το λόγο αυτό δεν απαιτείται πλέον η αναζήτηση και λήψη από τον εκκαθαριστή (του νομικού προσώπου ή τον ειδικό εκκαθαριστή) βεβαίωσης ότι έχουν περατωθεί οι ενέργειες της εκκαθάρισης ή έκθεσης λογοδοσίας αυτού ούτε από το αρμόδιο δικαστήριο πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται η παύση της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας.
3. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει, για το χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης, να έχει κηρυχθεί (με σχετική απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου) η παύση των εργασιών της πτώχευσης, ώστε, πριν από την έναρξη της διαδικασίας του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε., να έχει ολοκληρωθεί, πέραν της έρευνας από την αρμόδια υπηρεσία (Δ.Ο.Υ., Ελεγκτικό Κέντρο, Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης, Τελωνείο) για τη διαπίστωση μη ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων ή εκποίησης αυτών κ.λπ., κατά τις διατάξεις γενικής ισχύος, και η προσπάθεια του συνδίκου της πτώχευσης για τη ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας και την ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου, ως πτωχευτικού πιστωτή. Επισημαίνεται ότι η παύση των εργασιών της πτώχευσης δεν σημαίνει άνευ άλλου έλλειψη πτωχευτικής περιουσίας, καθώς αυτή κηρύσσεται και σε περίπτωση που, παρά την ύπαρξη ενεργητικού στην πτωχευτική περιουσία, αυτό είναι δύσκολα ρευστοποιήσιμο από το σύνδικο.
Επομένως, σε περίπτωση οφειλετών που έχουν ή είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση απαιτείται να έχει περατωθεί αυτή ή να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της. Υπενθυμίζεται ότι στις πτωχεύσεις που ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα (ν. 3588/2007), η κήρυξη της παύσης εργασιών της πτώχευσης αποτελεί και λόγο περάτωσης αυτής, η οποία (περάτωση) επέρχεται μετά την πάροδο ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (άρθρο 166 παρ. 2 Πτωχευτικού Κώδικα βλ. και υπ' αριθ. ΠΟΛ 1050/2010).
4. Για το χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, προβλέπεται η σύνταξη αιτιολογημένης έκθεσης από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή, ο οποίος υπηρετεί στην αρμόδια για την εισήγηση, φορολογική ή τελωνειακή αρρή και επιλέγεται από τον Προϊστάμενο αυτής, με την οποία πιστοποιείται αφενός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 της υπ' αριθ. 1259/2013 απόφασης του Γ.Γ.Δ.Ε., όπως ισχύει, και αφετέρου ότι συντρέχουν, σωρευτικά, τα ακόλουθα:
α) Λήφθηκαν όλα τα προβλεπόμενα ασφαλιστικά, διοικητικά, δικαστικά και αναγκαστικά μέτρα σε βάρος του οφειλέτη.
β) Διενεργήθηκε εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας και λήφθηκε αντίγραφο της μερίδας του οφειλέτη τουλάχιστον από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία του τόπου κατοικίας, επαγγελματικής δραστηριότητας και του τόπου καταγωγής.
γ) Διερευνήθηκε και διαπιστώθηκε ότι δεν υπόκεινται σε διάρρηξη, λόγω καταδολίευσης, μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
δ) Ολοκληρώθηκε η έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών απαιτήσεων, όπως μισθωμάτων, μισθών, συντάξεων, απαιτήσεων στις τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, τη μεταφορά χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη στο εξωτερικό και την απόληψη τόκων από το εξωτερικό και, στην περίπτωση πληροφοριών για πηγές αποπληρωμής της οφειλής στην αλλοδαπή, διαπιστώθηκε ότι υποβλήθηκε τουλάχιστον η αίτηση του άρθρου 298 του ν.4072/2012 ή και άλλη συναφής αίτηση, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα σε σύμβαση για την αποφυγή διπλής φορολογίας ή σε άλλη διακρατική σύμβαση, εφόσον στην Οδηγία ή στις συμβάσεις αυτές προβλέπεται η παροχή, από αλλοδαπή αρχή, αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής στην είσπραξη.
ε) Διερευνήθηκε κάθε στοιχείο που περιλαμβάνεται στα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα στη Φορολογική Διοίκηση και στο φυσικό φάκελο του οφειλέτη, όπως φορολογικές δηλώσεις, δηλώσεις μητρώου, ισολογισμοί και λοιπές χρηματοοικονομικές καταστάσεις, έντυπα πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία. Ειδικά για τις οφειλές στα Τελωνεία ο οριζόμενος ελεγκτής θα απευθύνεται στην αρμόδια Φορολογική Αρχή για τη λήψη των ανωτέρω απαιτούμενων στοιχείων.
στ) Σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη, έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης ή έχει επέλθει περάτωση αυτής, τα οποία διαπιστώνονται με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως κοινοποίηση δικαστικής απόφασης και έλεγχος τελεσιδικίας αυτής, όταν απαιτείται από το νόμο, λήψη πιστοποιητικού από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο σχετικά με την πορεία της πτώχευσης ή έρευνα στη μερίδα του οφειλέτη που τηρείται στο ανωτέρω δικαστήριο.
ζ) Όλες οι ανωτέρω έρευνες, ενέργειες και μέτρα έχουν ολοκληρωθεί ή ληφθεί και κατά των συνυπόχρεων προσώπων χωρίς να προκύψει δυνατότητα αποπληρωμής τους χρέους.
5. Η δέσμευση του συνόλου (εκατό τοις εκατό και ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης της σύμβασης μεταξύ του οφειλέτη ή των συνυπόχρεων προσώπων και του πιστωτικού ιδρύματος), των καταθέσεων, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών, μέχρι του ύψους των οφειλών προς το Δημόσιο και των συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους, επεκτείνεται στο περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να αποτραπεί η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και να επιβληθούν τα προβλεπόμενα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ειδικότερα, ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής (της Δ.Ο.Υ. ή του Ελεγκτικού Κέντρου ή του Τελωνείου ή της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης) ενημερώνει άμεσα με έγγραφη ενέργειά του, στην οποία αναφέρονται οι έννομες συνέπειες που επέρχονται λόγω του χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να ενημερωθούν εκ μέρους της τα λειτουργούντα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα. Η ως άνω έγγραφη ενέργεια του Προϊσταμένου της αρμόδιας υπηρεσίας κοινοποιείται στον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα. Η ανωτέρω δέσμευση δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις ακατάσχετων κατά τις κείμενες διατάξεις.
Περαιτέρω, η δέσμευση αίρεται, με έγγραφη ενέργεια του Προϊσταμένου της αρμόδιας, κατά περίπτωση, υπηρεσίας με τον επαναχαρακτηρισμό της οφειλής ως εισπράξιμης ή την καθ' οιονδήποτε τρόπο ακύρωση ή ανάκληση της απόφασης χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης ή την εξόφληση των οφειλών ή για άλλο νόμιμο λόγο. Για τον επαναχαρακτηρισμό οφειλής ως εισπράξιμης αρκεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει, πριν την παραγραφή της, δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αντιτάσσει σε συμψηφισμό παραγεγραμμένη απαίτηση του Δημοσίου για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής.
Τα πιστωτικά ιδρύματα από της ενημερώσεώς τους πρέπει να ενεργούν, χωρίς καμία άλλη διαδικασία ή διατύπωση, για την εφαρμογή των δεσμεύσεων με την υποχρέωση να ενημερώσουν εγγράφως την υπηρεσία που είναι αρμόδια για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής, άμεσα σε περίπτωση εντοπισμού περιουσιακών στοιχείων ή εντός τριμήνου σε κάθε άλλη περίπτωση.
7. Ο χαρακτηρισμός της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή έως τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ διενεργείται με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου του Τμήματος που έχει την αρμοδιότητα του Δικαστικού και με σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου Υποδιεύθυνσης της υπηρεσίας ή, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται Υποδιεύθυνση, με σύμφωνη γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του Προϊσταμένου της υπηρεσίας. Η γνωμοδότηση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο οφείλει να αξιολογεί τα στοιχεία της υπόθεσης και να διατυπώνει θετική ή αρνητική γνώμη για την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική εισήγηση. Μάλιστα, η ειδικά αιτιολογημένη γνώμη, η οποία συντάσσεται σε ξεχωριστό διοικητικό έγγραφο, είναι "σύμφωνη", και δεσμεύει, εφόσον είναι θετική, το όργανο που αποφασίζει είτε να εκδώσει την απόφαση σύμφωνα με τη γνωμοδότηση είτε, εάν δεν την κάνει δεκτή, να απόσχει από την έκδοση της απόφασης αιτιολογώντας ειδικά την επιλογή του αυτή. Η αρνητική σύμφωνη γνώμη εμποδίζει το αρμόδιο όργανο να εκδώσει απόφαση χαρακτηρισμού οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης.
8. Ο χαρακτηρισμός της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή μεγαλύτερη από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ και έως ενάμισυ εκατομμύριο (1.500.000) ευρώ διενεργείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και με σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής του άρθρου 15 του ν.2648/1998.