Όλα τα παραπάνω έχουν καταγραφεί στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής και δείχνουν ξεκάθαρα τα βασικά σημεία διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών και αναμένεται να προκαλέσουν τριβές και στις διαπραγματεύσεις που πρόκειται να επανεκκινήσουν στα μέσα Νοεμβρίου.
Σε ό,τι αφορά τα εργασιακά η έκθεση τονίζει ότι οι θεσμοί προτείνουν μοντέλο «Δανίας» για την Ελλάδα, που μεταφράζεται σε ευελιξία στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με το υπόμνημα που κατέθεσαν οι θεσμοί στην Διεθνή Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων που εξέδωσε πόρισμα για τα εργασιακά, προτείνεται να προωθηθεί περαιτέρω επέκταση στις επιχειρησιακές συμβάσεις, με το επιχείρημα ότι μπορούν έτσι να προσαρμοστούν καλύτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Πάντως, ειδικά ο υπολογισμός του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει παραμείνει στην αρμοδιότητα του εκάστοτε υπουργού Εργασίας. Μάλιστα, θα πρέπει να μην περιλαμβάνει προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας (πχ τριετίες), αλλά να αποτελείται από ένα μοναδικό ποσό αναφοράς. Ουσιαστικά, οι δανειστές επαναφέρουν το ζήτημα του κατώτατου μισθού όπως είχε θεσμοθετηθεί στο β’ μνημόνιο.
Για τις ομαδικές απολύσεις, η επιχειρηματολογία των δανειστών, που προτείνουν διπλασιασμό του ορίου, στο 10%, είναι ότι έτσι περιορίζεται ο κίνδυνος να προκύψει μαζική έξοδος στην ανεργίας, από «λουκέτα» σε επιχειρήσεις. Αναφέρονται μάλιστα ενδεικτικά στην Ηλεκτρονική Αθηνών, τη Softex και την Sprider, επιχειρήσεις που έκλεισαν και οδήγησαν μεγάλο αριθμό εργαζομένων στην ανεργία.
Για το ζήτημα του ΟΜΕΔ, οι θεσμοί δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται να καταργηθεί το δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής σε διαιτησία. Αντίστοιχα για το σκέλος του συνδικαλιστικού νόμου, οι δανειστές κάνουν λόγο για αλλαγές στην οργάνωση των συνδικάτων, για να εξασφαλιστεί η εκπροσώπηση όλων των εργαζομένων, ενώ επιδιώκουν και την εφαρμογή της ανταπεργίας.
Στα επιχειρήματα που διατυπώνουν οι θεσμοί είναι η δημιουργία κινήτρων για προσλήψεις, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους και η καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας.