Την προσεχή Πέμπτη και Παρασκευή, στην Ουάσιγκτον, θα πραγματοποιηθεί το ετήσιο συνέδριο ερευνητών του ΔΝΤ (Jacques Polak Research Conference, από το όνομα Ολλανδού οικονομολόγου που για δεκαετίες υπηρέτησε σε κορυφαίες θέσεις του Ταμείου), με θέμα «Τα μακροοικονομικά μετά τη Μεγάλη Ύφεση». Πολύ θεωρητικό για να μας ενδιαφέρει άμεσα. Ωστόσο, έχει ένα έμμεσο ενδιαφέρον για δυο λόγους: πρώτον, διότι τιμώμενο πρόσωπο του διήμερου συνεδρίου είναι ο επί σειρά ετών επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ, γνωστός από την ομολογία περί λανθασμένων πολλαπλασιαστών και την ευρύτερη κριτική στα σχεδιαστικά «λάθη» των μνημονίων. Και, δεύτερον, διότι στην πρώτη ημέρα του συνεδρίου η Ελλάδα έχει την τιμητική της ως case study στο θέμα «Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ στις πιεζόμενες αγορές κρατικών χρεογράφων: η περίπτωση των ελληνικών ομολόγων». Παραδόξως (ή μήπως όχι;) η διαπραγμάτευση του θέματος έχει ανατεθεί σε δυο Γερμανούς οικονομολόγους: τον Christoph Trebesch, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, και τον Jeromin Zettelmeyer, οικονομολόγο του ινστιτούτου Peterson και μέχρι πρότινος σύμβουλο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.
Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό οι προσεγγίσεις των οικονομολόγων θα απηχούν τις θέσεις του ΔΝΤ ή της γερμανικής πλευράς, ή ενδεχομένως μια σύνθεση των δυο κατά τα λοιπά «αντιμαχόμενων» πλευρών. Ωστόσο, είναι προφανές ότι οι τοποθετήσεις τους έχουν ενδιαφέρον, ενόσω εκκρεμεί η «ανεξάρτητη» αξιολόγηση της ΕΚΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και μια απόφαση για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αν και με άγνωστο χρονοδιάγραμμα.
Περιμένοντας την επόμενη κίνηση της ΕΚΤ
Μια τοποθέτηση στην έδρα του ΔΝΤ για το τι θα έπρεπε να πράξει η ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα, τα μόνα της Ευρωζώνης που εκ του καταστατικού της εξαιρούνται από το πρόγραμμα αγοράς χρέους, ίσως φωτίσει τον διακριτικό δεσμό ανάμεσα στις «ανεξάρτητες» αξιολογήσεις του ελληνικού χρέους που ετοιμάζουν παράλληλα ΕΚΤ και ΔΝΤ. Και ίσως αποσαφηνίσει το θεωρητικό και τεχνικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο το ΔΝΤ θα μπορούσε να στηρίξει έναν ακόμη «πολιτικό συμβιβασμό» με τους Ευρωπαίους δανειστές που θα επιτρέψει πλήρη συμμετοχή του στο τρίτο Μνημόνιο, έστω και με ένα συμβολικό ποσό δανεισμού.
Με δεδομένο ότι ο ESM έχει ξεκαθαρίσει ότι η μόνη σαφής του υποχρέωση που πηγάζει από τη συμφωνία στο Eurogroup του περασμένου Μαΐου είναι να συγκεκριμενοποιήσει μέχρι το τέλος του έτους μόνο τα «βραχυπρόθεσμα» μέτρα για το χρέος, κι αυτά περιορισμένα αυστηρά στον πολύ κοντινό, εκλογικό ορίζοντα 2017-2019, προκύπτει το ερώτημα αν αυτά θα αποτελούσαν επαρκές πρόσχημα –γιατί τίποτα παραπάνω δεν είναι- τόσο για την ΕΚΤ όσο και για το ΔΝΤ να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις τους. Προφανώς, μια απόφαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο να παρατείνει τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο του 2017 το πρόγραμμα αγοράς χρέους και να «υποσχεθεί» ότι κάποια στιγμή μέχρι τη λήξη του θα αγοράσει και ελληνικά ομόλογα, θα διευκόλυνε μια αντίστοιχη κίνηση του ΔΝΤ.
Το «ξεχασμένο» αίτημα δανεισμού από το ΔΝΤ
Όπως κατέστησε σαφές την περασμένη Πέμπτη ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Τζέρι Ράις, «συμμετέχουμε στη δεύτερη αξιολόγηση, με την έννοια ότι είμαστε πλήρως δεσμευμένοι στις διαπραγματεύσεις. Και χωριστά απ’ αυτό συζητούμε την πιθανότητα ενός προγράμματος του ΔΝΤ». Η ευκολία με την οποία η κυβέρνηση (Δραγασάκης- Τσακαλώτος) έσπευσε να αποκρούσει τα περί χωριστής διαπραγμάτευσης με το ΔΝΤ για χωριστό δανεισμό και- αναπόφευκτα- χωριστό Μνημόνιο δεν αντέχει στη βάσανο της διασταύρωσης με τα γεγονότα: ως γνωστόν, στις 23/7/2015, λίγο μετά τη συμφωνία με τους Ευρωπαίους δανειστές, ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος υπέβαλε αυτοτελές αίτημα δανεισμού από το ΔΝΤ, με επιστολή του προς την Κριστίν Λαγκάρντ, στην οποία ανέφερε: «Κατ’ εφαρμογή της απόφασης της Συνόδου Κορυφής της 12ης Ιουλίου 2015, σας ενημερώνουμε ότι αιτούμεθα μίας νέας δανειακής διευκόλυνσης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προσδοκούμε τη συνέχιση της συνεργασίας μας με το Ταμείο». Η επιστολή αυτή ήταν απαραίτητη για να έρθει το κουαρτέτο στην Αθήνα και να αρχίσει η διαπραγμάτευση για την σύνταξη του τρίτου Μνημονίου.
Η υπογραφή αυτοτελούς MEFP (Μνημονίου Οικονομικής και Δημοσιονομικής Πολιτικής) είναι εκ των ων ουκ άνευ για το ΔΝΤ, ακόμη κι αν ο συμπληρωματικός δανεισμός του περιορίζεται σε λίγα δισ. και έχει διάρκεια ελάχιστων μηνών, για παράδειγμα για 6 μήνες μετά τη λήξη του τρίτου Μνημονίου, τον Ιούνιο του 2018. Το ερώτημα είναι αν αυτό το 4ο ή… 3,5ο Μνημόνιο θα περιέχει νέους όρους- π.χ. τα χαμηλά πλεονάσματα ή, αντ’ αυτών, τα πρόσθετα μέτρα που ζητά το ΔΝΤ- ή θα συμβιβαστεί με το ισχύον πλαίσιο, υπό την προϋπόθεση της διευκολυντικής διαμεσολάβησης της ΕΚΤ και των βραχυπρόθεσμων μέτρων του ESM για το χρέος που θα εγγυώνται ότι τα λίγα χρήματα που θα βάλει το Ταμείο θα τα πάρει πίσω γρήγορα και χωρίς να διακινδυνεύσει τίποτα.
Αυτό, θεωρητικά, είναι το περιεχόμενο ενός συμβιβασμού που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις ελάχιστες απαιτήσεις του ΔΝΤ, τα προσχήματα των Ευρωπαίων δανειστών και τις εκλογικές ανάγκες της γερμανικής ηγεσίας. Οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας είναι ένα άλλο θέμα, που προφανώς δεν απασχολεί κανένα από τους εμπλεκόμενους.