Η κυβέρνηση έχει βάλει πάλι όλα τα αβγά σ’ ένα καλάθι: αυτό του διαφαινόμενου συμβιβασμού ανάμεσα στους Ευρωπαίους δανειστές και το ΔΝΤ, που περιλαμβάνει τη σχεδόν βέβαιη ανακοίνωση και άμεση υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και την περιγραφή των παραμέτρων των μεσοπρόθεσμων μέτρων, που πάντως θα αποφασιστούν και θα υλοποιηθούν μετά το 2018. Η μαγική λέξη αυτού του συμβιβασμού είναι η «δέσμευση», που αναμένεται με κάποιο τρόπο να αποτυπωθεί στην απόφαση του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, αν μέχρι τότε έχει ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση. Σ’ αυτή τη «δέσμευση» αναμένεται να ρίξει σήμερα το βάρος του και ο απερχόμενος πλανητάρχης Μπαράκ
Ομπάμα, στο σύντομο πέρασμά του από την Αθήνα, πριν την επίσκεψή του στο Βερολίνο.
Κατά τα φαινόμενα η κυβέρνηση εικάζει, και σε ένα βαθμό βάσιμα, ότι το πολιτικό κλίμα που δημιουργεί η νίκη Τραμπ ευνοεί την επίσπευση των αποφάσεων από τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και μια ενίσχυση του κλίματος διαλλακτικότητας από την πλευρά των δανειστών. Η διεθνής πολιτική συγκυρία, πράγματι, ευνοεί τα στοιχεία αυτά. Αλλά είναι μόνο συγκυρία, και όχι μια σταθερή επιλογή. Έτσι, η κυβερνητική σπουδή να κλείσει με τον ταχύτερο ρυθμό και με τους μέγιστους ανεκτούς συμβιβασμούς η αξιολόγηση μπορεί να αποδειχθεί πρόωρη εξάντληση των «πυρομαχικών» της.
Κι αυτό γιατί η «δέσμευση» που προτίθεται να αναλάβει το κλαμπ των δανειστών για το ελληνικό χρέος έχει πολλές γκρίζες ζώνες, νομικές και πολιτικές.
Ποιος θυμάται τη «δέσμευση» του 2012;
Ανάλογη «δέσμευση» έναντι του ΔΝΤ και της τότε ελληνικής κυβέρνησης είχε αναλάβει το Eurogroup και το φθινόπωρο του 2012, αλλά αθετήθηκε κραυγαλέα επί 3,5 χρόνια, χωρίς κανείς να λογοδοτήσει σε κανένα. Γιατί η «δέσμευση» ήταν απλά μια δήλωση προθέσεων, έναντι της οποίας ούτε το ΔΝΤ είχε το περιθώριο να κάνει τίποτε περισσότερο από το να εκβιάζει τους Ευρωπαίους εταίρους του με αποχώρηση από το Μνημόνιο, ούτε η ελληνική κυβέρνηση είχε τη νομική δυνατότητα να προσφύγει σε θεσμικά όργανα για να απαιτήσει υλοποίησή της. Και ο λόγος είναι απλός: αφενός η «δέσμευση» δεν είχε νομική ισχύ αντίστοιχη τουλάχιστον του Μνημονίου, ώστε να υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα μέρη και επ’ απειλή κυρώσεων σε συγκεκριμένες ενέργειες. Αφετέρου, αυτός που ανέλαβε τη δέσμευση, το Eurogroup, δεν είναι παρά ένα «άτυπο» όργανο, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση της Συνθήκης για την Ε.Ε., το οποίο δεν ελέγχεται και δεν λογοδοτεί καν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κι αν θελήσει κανείς να ελέγξει τις επιμέρους συνιστώσες της ευρωπαϊκής τρόικας που έχουν κάποιες υποχρεώσεις λογοδοσίας- την Κομισιόν, την ΕΚΤ, τον ESM- αυτές θα ισχυριστούν ότι δεν έχουν καμιά συμβατική σχέση άμεσα με το ελληνικό κράτος ή το ΔΝΤ και ότι απλώς λειτουργούν ως εντολοδόχοι του «άτυπου» και ανέλεγκτου Eurogroup.
Το ΔΝΤ στην εποχή των Trumponomics
Αυτή είναι η νομική αναπηρία της πολυαναμενόμενης «δέσμευσης» για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Ακόμη πιο σοβαρή, όμως, είναι η πολιτική αναπηρία αυτής της «δέσμευσης». Η οποία πηγάζει κυρίως από την αλλαγή του status quo στις ΗΠΑ. Η νυν ηγεσία του ΔΝΤ, δηλαδή η Κριστίν Λαγκάρντ, έχει ενδεχομένως την πρόθεση να διευκολύνει τον πολιτικό προγραμματισμό της γερμανικής ηγεσίας, ή τουλάχιστον να μην της κάνει τη ζωή δύσκολη στην πορεία προς τις εκλογές του φθινοπώρου του 2017. Αλλά καθώς παραμένει καθοριστικά εξαρτημένη από την αμερικανική κυβέρνηση, που είναι και ο βασικός χρηματοδότης του ΔΝΤ, είναι εκτεθειμένη σε ενδεχόμενες αλλαγές στη στρατηγική της επί προεδρίας Τραμπ. Και ο νεοεκλεγείς αμερικανός πρόεδρος μπορεί να επηρεάσει τη στάση του ΔΝΤ με δυο τουλάχιστον τρόπους: πρώτον, με την επιβολή της απαίτησης για μεγαλύτερη «ανταποδοτικότητα» των αμερικανικών πόρων που ενισχύουν διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και για αναλογική ανάληψη βαρών από τους πλουσιότερους συμμάχους των ΗΠΑ, πρωτίστως τους Ευρωπαίους. Θεωρητικά, αυτό θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και σε ένα αμερικανικό βέτο σε αποφάσεις του ΔΝΤ οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικά ελαστικές και «χαριστικές», ή οριακά εκτός των καταστατικών του κανόνων. Δεύτερον, μια κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να αλλάξει ριζικά το μίγμα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, περιορίζοντας ακόμη και τον βαθμό «ανεξαρτησίας» της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας FED, αν όχι θεσμικά, οπωσδήποτε πολιτικά, δια των προσώπων που θα επιλέξει για την ηγεσία της, που λήγει το 2018. Ο Τραμπ έχει αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο «αποπομπής» της Τζάνετ Γέλεν επειδή «δεν είναι Ρεπουμπλικανή», αλλά κυρίως έχει εκφράσει τη διαφωνία του με την υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική της. Πράγμα που, σε συνδυασμό με τις εξαγγελίες για δραστική μείωση της φορολογίας και επέκταση των δημοσίων δαπανών, μπορεί να μετατρέψει την ελεγχόμενη αύξηση των επιτοκίων της FED σε θεαματική απογείωσή τους. Κι είναι προφανές ότι αυτό θα μπορούσε να επιφέρει ένα κακό και πρόωρο τέλος στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ- στην οποία προσβλέπει η ελληνική κυβέρνηση-, και για την ακρίβεια να πυροδοτήσει ένα νέο νομισματικό πόλεμο, αντίστροφο απ’ αυτόν που υπέθαλψε η χρηματοπιστωτική κρίση.
Τα απόνερα του παγκόσμιου ντόμινο των λεγόμενων Trumponomics, αν πράγματι κρατηθούν κοντά στις προεκλογικές εξαγγελίες Τραμπ, είναι αδύνατο ν’ αφήσουν ανεπηρέαστη τη χώρα μας γιατί πολύ απλά επηρεάζουν καθοριστικά τους δανειστές της.