Στο σχέδιο συμφωνίας που έδωσε το κουαρτέτο στην κυβέρνηση για την επικαιροποίηση του Μνημονίου (Supplemental Memorandum of Understanding) το περασμένο σαββατοκύριακο, αναφέρεται επί λέξει (στα αγγλικά): «The Government will adopt as a prior action a 2017 Budget and the Medium-Term Fiscal Strategy (MTFS) 2017-20 that will set spending ceilings consistent with ESM programme targets and a primary surplus of 3.5% of GDP for 2019 and 2020». Μετάφραση: «Η Κυβέρνηση θα υιοθετήσει ως προαπαιτούμενη δράση έναν Προϋπολογισμό για το 2017 και ένα Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017-2020 που θα θέτει ανώτατα όρια δαπανών σύμφωνα με τους στόχους του προγράμματος του ESM και πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2019 και το 2020». Η διαρροή αυτής της πρόβλεψης στον Τύπο σχολιάστηκε από στελέχη της κυβέρνησης ως υπέρβαση της πολιτικής «εξουσιοδότησης» των επικεφαλής του κουαρτέτου, μια και αφορά θέμα για το οποίο θα αποφασίσει το Eurogroup.
Πόσο κρατάει ένα «μεσοπρόθεσμο διάστημα»;
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος αποτελεί (και) μνημονιακή υποχρέωση που εκκρεμεί από τον περασμένο Απρίλιο. Οι Ευρωπαίοι δανειστές έκαναν μεν τα στραβά μάτια μέχρι σήμερα, ωστόσο ακόμη και στο Eurogroup του Μαΐου, που υποτίθεται ότι άνοιξε το μεγάλο παράθυρο ρύθμισης του χρέους, φρόντισαν να υπενθυμίσουν ότι η «γενναιοδωρία» τους θα πρέπει να αντισταθμιστεί από την παραγωγή υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ για ένα απροσδιόριστο «μεσοπρόθεσμο διάστημα». Το ίδιο το τρίτο Μνημόνιο και η δανειακή συμφωνία με τον ESM όριζε αυτό το διάστημα σε τουλάχιστον μια δεκαετία, αλλά επειδή αυτό τον εξωφρενικό στόχο ουδείς τον πιστεύει, οι Ευρωπαίοι δανειστές περιορίστηκαν σε κάτι μετριοπαθέστερο πλην απροσδιόριστο. Ο πρόεδρος του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ έχει πει ότι πόσο κρατάει αυτό το «μεσοπρόθεσμο» διάστημα είναι κάτι που πρέπει να αποφασίσουν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό το «μεσοπρόθεσμο» καλύπτει τουλάχιστον την περίοδο του εκκρεμούς Μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2017 -2020.
Ως γνωστόν, η κυβέρνηση, ενθαρρυμένη από την οξύτατη δημόσια αντίθεση του ΔΝΤ στον εξωφρενικό στόχο- άλλωστε το Ταμείο έχει ζητήσει μείωση ακόμη και των πλεονασμάτων που προβλέπει το Μνημόνιο μέχρι το 2018-, ζήτησε τη μείωση των πλεονασμάτων για τα χρόνια μετά το Μνημόνιο, θεωρώντας ότι αυτά πρέπει να καθοριστούν σε συνάρτηση με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όχι μόνο τα βραχυπρόθεσμα που αφορούν κυρίως τα τοκοχρελύσια του 2017-2018, αλλά και τα μεσοπρόθεσμα, που εκτείνονται μεταξύ 2021-2028, οπότε η καμπύλη της δαπάνης εξυπηρέτησης του χρέους εκτοξεύεται πάνω από το 15% του ΑΕΠ, που έχει οριστεί ως όριο αντοχής.
Ωστόσο, η σύνδεση των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά 2018 με τα μέτρα για το χρέος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο, μπορεί να εξελιχθεί σε παγίδα. Ο λόγος που οι επικεφαλής του κουαρτέτου- Κομισιόν, ESM, EKT αλλά και ΔΝΤ- έβαλαν στο σχέδιο συμφωνίας αυτήν την «εκτός εξουσιοδότησης» αναφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα του Μεσοπρόθεσμου 2017-2020 είναι ότι χωρίς αυτή το ΔΝΤ πολύ απλά δεν θα έβαζε την υπογραφή του στο κείμενο. Τα στελέχη του έχουν περιγράψει επανειλημμένα και με κυνισμό το δίλημμα που θέτουν και στους Ευρωπαίους δανειστές και στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: ή θα προβλεφθούν χαμηλότερα πλεονάσματα με ταυτόχρονη μεγάλη ελάφρυνση του χρέους για τα επόμενα χρόνια ή, αν οι δανειστές δεν θέλουν να δώσουν αυτή την ελάφρυνση μετά το 2018, αυτή και η όποια επόμενη κυβέρνηση θα δεσμευτούν σε πλεονάσματα 3,5% και σε συγκεκριμένες πηγές χρηματοδότησής τους από περικοπές δαπανών. Εξ ου και η νομοθέτηση του δημοσιονομικού κόφτη, που ήταν και το εφεύρημα Σόιμπλε για να εξευμενιστεί το ΔΝΤ, στο Washington Group που είχε συναντηθεί κατά την εαρινή σύνοδο του Ταμείου στην αμερικανική πρωτεύουσα, τον περασμένο Απρίλιο.
Και υψηλό πλεόνασμα και ολίγον «κοινωνικό μέρισμα»
Η έκτακτη συνάντηση του Washington Group που προγραμματίζεται για την Παρασκευή στη γερμανική πρωτεύουσα (πράγμα διόλου καλό), δείχνει ότι οι υπουργοί Οικονομικών Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας, μαζί με πρόεδρο του Eurogroup και εκπροσώπους της ΕΚΤ, του ESM, της Κομισιόν και του ΔΝΤ που συνθέτουν αυτό το μυστηριώδες «κλαμπ», γνωρίζουν καλά τι έκαναν οι υφιστάμενοί τους, εκπρόσωποι του κουαρτέτου στην Αθήνα, βάζοντας στο σχέδιο συμφωνίας την πρόβλεψη για πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020. Άλλωστε, το σχέδιο συμφωνίας προχωρεί και σε παραμετροποίηση των δαπανών που θα θρέψουν τα πλεονάσματα («εξορθολογισμός» κοινωνικής πρόνοιας, κατάργηση φοροαπαλλαγών, μόνιμη μείωση δαπάνης ΕΟΠΥΥ κ.λπ), δίνει επίσης στην κυβέρνηση το «δικαίωμα» να χρησιμοποιεί την όποια υπεραπόδοση σε πλεόνασμα στην κοινωνική προστασία (εξ ου και η σπουδή της για διανομή «κοινωνικού μερίσματος»), αλλά ταυτόχρονα επεκτείνει την υποχρέωση υψηλού πλεονάσματος και στο 2021, αφού -όπως αναφέρει- αν προκύψουν δημοσιονομικοί κίνδυνοι «συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών αποφάσεων, θα λάβει αντισταθμιστικά μέτρα, όπως απαιτείται για την αντιμετώπιση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου 2018-2021 που πρέπει να νομοθετηθεί έως τον Μάιο του 2017».
Με δεδομένο ότι φαίνεται απίθανο να καμφθεί η σθεναρή άρνηση Σόιμπλε να συζητηθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά και να φύγει το ΔΝΤ από το πρόγραμμα, το ερώτημα είναι αν αυτό που το κουαρτέτο περιγράφει στο σχέδιο συμφωνίας είναι το πλαίσιο συμβιβασμού με το Ταμείο σ’ έναν οδικό χάρτη που περιλαμβάνει: υλοποίηση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος (μέχρι και το 2018), δέσμευση της Ελλάδας σε πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2021, ή τουλάχιστον όσο θα διαρκεί το νέο δάνειο του ΔΝΤ, συγκεκριμενοποίηση των μέτρων «παραγωγής» του πλεονάσματος, αλλά και αναγνώριση στην κυβέρνηση του δικαιώματος «κοινωνικής» χρήσης της όποιας υπεραπόδοσης. Οι πολιτικές δυσκολίες ενός τέτοιου συμβιβασμού είναι δυο: πρώτον, η αξιοπιστία του ΔΝΤ πλήττεται, αφού έχει υποστηρίξει ότι είναι αδύνατα αυτά τα πλεονάσματα και, δεύτερον, το ασήκωτο πολιτικό βάρος για την κυβέρνηση που θα πρέπει να υποστηρίξει ένα Μεσοπρόθεσμο με πρόσθετα μέτρα. Αλλά αυτό είναι το τελευταίο που θα απασχολήσει το Washington Group του Βερολίνου- αν επιβεβαιωθεί- όπως άλλωστε η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι προσκεκλημένη.