Η προγραμματισμένη για σήμερα έκτακτη συνεδρίαση του EuroWorkingGroup (πιθανότατα το απόγευμα, με τηλεδιάσκεψη) αποτελεί μια πρώτη δοκιμασία για το αν υπάρχει πρόθεση εκτόνωσης της μίνι-κρίσης στις σχέσεις κυβέρνησης δανειστών, που προκάλεσαν τα ήδη ψηφισμένα μέτρα της κυβέρνησης για τους συνταξιούχους και τον ΦΠΑ στα νησιά. Το ενδιαφέρον εστιάζεται, πρώτον, στο αν αποφασιστεί να «ξεπαγώσουν» τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και, δεύτερον, στη θέση που θα πάρουν στο ζήτημα αυτό οι εκπρόσωποι των υπουργείων Οικονομικών της Ευρωζώνης, πέραν της Γερμανίας και της Ολλανδίας που ενορχήστρωσαν την αιφνιδιαστική απόφαση ερήμην των άλλων χωρών και των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.
Η δήλωση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρένγκλινγκ ότι οι εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης δεν φαίνεται να προκαλούν πρόβλημα στους δημοσιονομικούς στόχους της προσεχούς διετίας προδίδει προθέσεις εκτόνωσης, αλλά τον πρώτο και τελευταίο λόγο στην υπόθεση έχει ο Σόιμπλε.
Εκτόνωση ή «πάγωμα» μέχρι τον Απρίλιο
Κατά το ακραίο σενάριο, το γερμανικό «βέτο» μπορεί να κρατήσει τα μέτρα για το χρέος «παγωμένα» για εβδομάδες ή και μήνες, μέχρι να πιστοποιηθεί επίσημα το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 από τη Eurostat, πράγμα που μπορεί να φτάσει μέχρι τον Απρίλιο. Η υλοποίηση των μέτρων για το χρέος έχει συμβολική μόνο αξία, ως μήνυμα προς τις αγορές και ως ένα από τα προαπαιτούμενα ώστε να αποφασίσει η ΕΚΤ για ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση. Ουδόλως επηρεάζει θετικά τις πληρωμές χρέους, ύψους περίπου 15 δισ. για το 2017, από τα οποία πάνω από 11 δισ. αφορούν την περίοδο μέχρι και τον Ιούλιο. Χωρίς το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης και τα χρήματα του δανείου που τη συνοδεύουν (6 δισ.)- όλα προορισμένα για εξυπηρέτηση του χρέους και εξόφληση οφειλών του δημοσίου- προκαλούνται σοβαρές δυσκολίες εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2017 και επίτευξης του πρωτογενούς πλεονάσματος (1,75% του ΑΕΠ). Άρα, γίνεται εμμέσως διακριτή ως πιθανή στόχευση του γερμανικού βέτο στον ESM η άσκηση πίεσης στην ελληνική κυβέρνηση να κλείσει την αξιολόγηση με τις μέγιστες δυνατές υποχωρήσεις στα θέματα που προβάλλει ως «κόκκινες γραμμές».
Η καταδίκη Λαγκάρντ και οι σχέσεις με Τραμπ
Ωστόσο, ακόμη κι αν η κυβέρνηση κάνει αυτές τις υποχωρήσεις, το κλείσιμο της αξιολόγησης και η εκταμίευση της δόσης έχει ένα ακόμη προαπαιτούμενο, ανεξάρτητο από τις κυβερνητικές προθέσεις: την απόφαση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους και τη συμμετοχή του στο τρίτο Μνημόνιο. Ο χρόνος τελειώνει και δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι το ΔΝΤ έχει πρόθεση να το κάνει. Προφανώς, θα ροκανίσει όλο τον χρόνο που δίνει η παράταση της διαπραγμάτευσης στις πρώτες εβδομάδες ή και μήνες του 2017. Η καινούργια εξέλιξη που συνηγορεί σ’ αυτό είναι η απόφαση του γαλλικού δικαστηρίου για ενοχή της Κριστίν Λαγκάρντ- εξ αμελείας- στην υπόθεση Ταπί. Μπορεί η απόφαση να μη επιφέρει ποινή, αλλά η διευθύντρια του ΔΝΤ είναι υποχρεωμένη να ρωτήσει τους βασικούς μετόχους του Ταμείου, και ιδιαίτερα τον μεγαλύτερο, τις ΗΠΑ, αν εξακολουθεί να έχει την εμπιστοσύνη τους. Πολύ περισσότερο που στις 20 Ιανουαρίου ορκίζεται και εγκαθίσταται στον Λευκό Οίκο ο νέος ένοικος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει με πολλούς τρόπους διακηρύξει τη δυσπιστία του προς τους διεθνείς οργανισμούς που χρηματοδοτεί η αμερικανική κυβέρνηση. Ο «λεκές» στο πρόσωπο της Λαγκάρντ κάνει πιο περίπλοκη τη συνεννόηση με τον νέο πλανητάρχη και, σχεδόν αναπόφευκτα, «παγώνει» για κάποιο απροσδιόριστο διάστημα την αναμενόμενη απόφαση του ΔΝΤ για συμμετοχή στο τρίτο Μνημόνιο.
Τα γερμανικά ΜΜΕ έσπευσαν να εκτιμήσουν – πριν γίνει γνωστή η καταδίκη της Λαγκάρντ- ότι η εκκρεμότητα στις σχέσεις της νέας αμερικανικής ηγεσίας με την ηγεσία του ΔΝΤ δυσκολεύει τον Β. Σόιμπλε στο να αποσπάσει έγκριση για εκταμίευση χρημάτων προς την Ελλάδα από το γερμανικό κοινοβούλιο. Το ερώτημα, όμως, είναι ακριβώς το αντίθετο: μήπως στην πραγματικότητα τον διευκολύνει σε μια τακτική μεγάλης παράτασης της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση, ακόμη και μέχρι τον Ιούνιο;
«Τεχνικός σύμβουλος» μέχρι νεοτέρας;
Πρόκριμα για τη βασιμότητα αυτού του εφιαλτικού σεναρίου αποτελεί η σημερινή συνεδρίαση του Eurogroup. Αν το σενάριο επιβεβαιωθεί, αποκαλύπτοντας ότι το «πραξικόπημα» Σόιμπλε στον ESM είχε και… παρελκόμενα, καθίσταται μονόδρομος για την κυβέρνηση και τις όποιες «φίλιες» δυνάμεις στο ευρωπαϊκό «ιερατείο» ένα Plan B με το ΔΝΤ εντός και εκτός Μνημονίου. Δηλαδή, μια παράταση του σημερινού καθεστώτος με το ΔΝΤ σε ρόλο «τεχνικού συμβούλου» της ευρωπαϊκής τρόικας και μετάθεση της απόφασής του για συμμετοχή με δανεισμό μετά τις γερμανικές εκλογές.
Η κυβέρνηση προφανώς ευνοεί το σενάριο αυτό, η Κομισιόν δουλεύει ήδη για την αποδοχή του, αρκετοί υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης το ευνοούν, ακόμη και ο Β. Σόιμπλε σώζει τα προσχήματα που χρειάζεται για τους βουλευτές του, αλλά όλα εξαρτώνται από την τελική του απόφαση και το πώς αυτή εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς του. Μόνο που αυτοί οι σχεδιασμοί είναι μια terra incognita. Κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς το πάει ο δρ. Σόιμπλε.