Στην έκθεση της Eurobank, προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις και στη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
«Η επίτευξη συμφωνίας χωρίς περαιτέρω σημαντικές καθυστερήσεις, θεωρείται καθοριστικής σημασίας για την αποφυγή μιας εκ νέου επιδείνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, εν όψει και των υψηλών δανειακών υποχρεώσεων τον Ιούλιο 2017» τονίζεται ενδεικτικά.
Όσον αφορά τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 2,0% του ΑΕΠ, η Eurobank θεωρεί ότι είναι «απόλυτα εφικτός», υπό την προϋπόθεση της περαιτέρω βελτίωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, της άρσης της αβεβαιότητας και της εφαρμογής των μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Ως προς την ανάπτυξη του τρέχοντος έτους, η ανάλυση της τράπεζας εκτιμά ότι η μεταβολή του ΑΕΠ θα κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 2%. Σε κάθε περίπτωση, διευκρινίζει ότι πρόκειται για προκαταρκτική εκτίμηση, η οποία δύναται να αναθεωρηθεί όταν υπάρξει μεγαλύτερη ευκρίνεια για το χρονοδιάγραμμα της β’ αξιολόγησης.
Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας συνέχισαν να βελτιώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, με τη μέση ετήσια μεταβολή της απασχόλησης να διαμορφώνεται γύρω στο 2,3% τους πρώτους 11 μήνες και το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί στο 23% το Νοέμβριο του 2016, το χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 56 μηνών. Επιπρόσθετα, ο ρυθμός μεταβολής της παραγωγικότητας της εργασίας (τόσο σε όρους προϊόντος ανά απασχολούμενο όσο και σε όρους προϊόντος ανά ώρα εργασίας) επέστρεψε σε θετική περιοχή το 3ο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, μετά από 5 συνεχή τρίμηνα αρνητικής μεταβολής. Παρά τις θετικές αυτές εξελίξεις, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδίως μεταξύ των πιο ευάλωτων παραγωγικά ενεργών τμημάτων του πληθυσμού (π.χ. ανεργία των νέων 45,7% το Νοέμβριο 2016). Επιπλέον, το πολύ υψηλό ποσοστό μακροχρόνια ανέργων (72,6% το 3ο τρίμηνο 2016) παραμένει σημαντική πηγή ανησυχίας για την πορεία της απασχόλησης και της παραγωγικότητας.
Σε ότι αφορά τον εξωτερικό τομέα, τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το ισοζύγιο πληρωμών δείχνουν μικρό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ύψους 1,1 δισ. ευρώ (-0,6% του ΑΕΠ) την περίοδο Ιανουάριος – Δεκέμβριος 2016, έναντι πλεονάσματος 0,26 δισ. ευρώ (0,1% του ΑΕΠ) την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων:
-Σημαντικές καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης
-Χαμηλό βαθμό «ιδιοκτησίας» των συμφωνηθέντων μεταρρυθμίσεων
-Μεγάλες καθυστερήσεις στην άρση των κεφαλαιακών περιορισμών
-Χαμηλό ρυθμό επιστροφής καταθέσεων στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα
-Ασθενέστερη της αναμενόμενης ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης
-Επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων.
Από την άλλη πλευρά, τα θετικά ρίσκα περιλαμβάνουν:
-Ταχύτερη από την αναμενόμενη άρση των κεφαλαιακών περιορισμών
-Μείωση των πολιτικών κινδύνων στην Ευρωζώνη το επόμενο διάστημα
-Ενίσχυση των οφελών ανταγωνιστικότητας λόγω σημαντικής προσαρμογής της εγχώριας μισθολογικής δαπάνης και της διατηρήσιμης αποδυνάμωσης του ευρώ.