Τα προβλήματα στο πεδίο των Εργασιακών και του Ασφαλιστικού, δεν λύθηκαν και οι δύο πλευρές αποφάσισαν να διακόψουν τις συνομιλίες και θα συνεχίσουν μέσω τηλεδιασκέψεων, σε μια προσπάθεια των δύο πλευρών να υπάρξει μια προ – συμφωνία, ώστε έτσι να οριοθετηθεί η επιστροφή των θεσμών στην Ελλάδα για να κλείσει η β’ αξιολόγηση.
Είναι προφανές ότι το εμπόδιο στα εργασιακά, δυσκολεύει σημαντικά την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι χθες ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος έχει μεταβεί στη Ρώμη για να παραστεί στις επετειακές εκδηλώσεις για τα 40 έτη από την υπογραφή της Συνθήκης που σηματοδότησε την αφετηρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απέστειλε επιστολή προς τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ και προς τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, με θέμα τα εργασιακά. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα, ζητώντας να του απαντήσουν εάν το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο για τις εργασιακές σχέσεις ισχύει για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, εκτός της Ελλάδας.
Παράλληλα, υπάρχει πάντοτε και το «αγκάθι» του Ασφαλιστικού, αφού οι θεσμοί επιμένουν να πιστεύουν ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν μειώσεις στη συνταξιοδοτική δαπάνη κατά 1% του ΑΕΠ, δηλαδή κατά 1,8 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι το μοντέλο της «προσωπικής διαφοράς» λήγει στο τέλος του 2018, οι θεσμοί και ειδικά το ΔΝΤ έχουν ζητήσει οι περικοπές στις συντάξεις να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά και να είναι «ακαριαίες» και όχι τμηματικές. Το ακριβώς αντίθετο θα προτιμούσε η ελληνική πλευρά, για να αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή και το πολιτικό κόστος. Γι’ αυτό έχει ζητήσει οι όποιες περικοπές να πραγματοποιηθούν με αφετηρία το 2020 και σε χρονικό εύρος τριετίας ή πενταετίας. Επίσης, έχει ζητήσει να προστατευθούν οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι ειδικές ομάδες του πληθυσμού (πχ ανάπηροι).