Στη Μάλτα έγινε ένα σημαντικό βήμα για να επιλυθεί η περίπλοκη συνάρτηση της αξιολόγησης, στην οποία είχαν υπεισέλθει πολλοί παράγοντες που δεν είχαν καμιά προφανή σχέση με τα δημοσιονομικά του Μνημονίου: από την αιφνιδιαστική αμερικανική επίθεση στη Συρία μέχρι την τύχη του αμετροεπούς Γερούν Ντάισελμπλουμ στη θέση του προέδρου του Eurogroup. Αρχίζοντας από το λιγότερο σημαντικό, το τελευταίο, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι μόλις δυο 24ωρα μετά τα ομαδικά πυρά που δέχθηκε ο (απερχόμενος) Ολλανδός υπουργός Οικονομικών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μάλιστα από όλες τις πολιτικές ομάδες, όχι μόνο οι άλλοι ομόλογοί του της Ευρωζώνης, αλλά και ο Ε. Τσακαλώτος έδωσε γενναιόδωρα άφεση αμαρτιών για τις ρατσιστικές δηλώσεις του: χαρακτήρισε επαρκέστατη την… σχεδόν συγνώμη του και υπογράμμισε ότι χαίρει της εμπιστοσύνης όλων των υπουργών. Προφανώς, έπαιξε τον ρόλο της η συνάντηση του Ντάισελμπλουμ μια μέρα πριν με τον Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών πιθανότατα έβαλε και την προστασία του εκλεκτού του στο παζάρι.
Ο γρίφος Τραμπ
Ο αμερικανικός αιφνιδιασμός στη Συρία, από την άλλη πλευρά, ανοίγει για την ευρωπαϊκή ηγεσία ένα νέο κεφάλαιο στον «γρίφο Τραμπ». Η αμήχανη ισορροπία της δήλωσης Μογκερίνι εκ μέρους των 28 της Ε.Ε. ότι ναι μεν είναι «κατανοητή η πρόθεση» των προληπτικών πληγμάτων, αλλά η λύση «είναι στις διαπραγματεύσεις», αποκαλύπτει ότι η ευρωπαϊκή διπλωματία δυσκολεύεται να αποκωδικοποιήσει την αμερικανική πρωτοβουλία και τις προεκτάσεις της. Σε κάθε περίπτωση, η εξασφάλιση συνοχής των 28 έστω στην… αμηχανία, ευνοεί το κλείσιμο εκκρεμοτήτων, όπως η ελληνική, που είναι προφανώς δευτερεύουσες σε σχέση με την ευρύτερη γεωπολιτική ρευστότητα που διαμορφώνει η αμερικανική πρωτοβουλία. Μάλλον δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, που προ τριών ημερών είχε εκφράσει αποτροπιασμό για την αγνώστου προελεύσεως επίθεση με χημικά στη βόρεια Συρία, δεν έχει κάνει μέχρι στιγμής δήλωση για την αμερικανική «απάντηση».
Από γερμανικής πλευράς, το πολιτικό ισοζύγιο της κατ’ αρχήν συμφωνίας στη Μάλτα περιλαμβάνει, πέρα από τα δυο παραπάνω στοιχεία, την απόσυρση του ελληνικού ζητήματος από την προεκλογική ατζέντα στη Γερμανία, ώστε να μην υπάρχει κανένα περιθώριο πολιτικής επένδυσης σ’ αυτό από τους σοσιαλδημοκράτες του Σουλτς, και την ολοκλήρωση του πολιτικού deal με το ΔΝΤ, για την οποία μια επιπλέον ένδειξη θα έχουμε τη Δευτέρα, στη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ στο Βερολίνο. Η ανακοίνωση της συνάντησης των δυο κυριών λίγο πριν το Eurogroup της Μάλτας αποτελεί επιβεβαίωση της υπόσχεσης Μέρκελ στον Αλ. Τσίπρα ότι «θα εργαστεί για λύση». Τη γραμμή την εξέφρασε με εντυπωσιακή διαλλακτικότητα ο Σόιμπλε, δηλώνοντας για το ΔΝΤ ότι «δεν είναι τόσο σημαντικό με ποιο ποσό θα συμμετέχει, αποφασιστικής σημασίας είναι ότι θα το κάνει».
Η ακολουθία του ΔΝΤ
Από την πλευρά του ΔΝΤ, το πολιτικό ισοζύγιο της συμφωνίας αποτυπώνεται στη δήλωση του εκπροσώπου του Τζέρι Ράις που καθορίζει την απαιτούμενη διαδοχή των γεγονότων: «Η συμφωνία θα πρέπει να ακολουθηθεί από συζητήσεις με τις χώρες της ευρωζώνης ώστε να εξασφαλιστούν ικανοποιητικές διασφαλίσεις για μια αξιόπιστη στρατηγική αποκατάστασης της βιωσιμότητας του χρέους, πριν το πρόγραμμα παρουσιαστεί στο εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ». Ο μεθερμηνευόμενον: Πρώτα «τεχνική συμφωνία», έπειτα συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους σε συνάρτηση με τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 (κάτι που μπορεί να κλείσει στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ 21-23 Απριλίου), στη συνέχεια «μνημόνιο» (MEFP) με το ΔΝΤ και τέλος απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου για δανεισμό της Ελλάδας, έστω και με συμβολικό ποσό. Το δύσκολο κομμάτι σ’ αυτή την ακολουθία είναι οι «διασφαλίσεις» για το χρέος: τι μορφή θα πάρουν ώστε να είναι πιο «αξιόπιστες» απ’ αυτές που το ΔΝΤ είχε πάρει και το 2012 από την ευρωζώνη, χωρίς ποτέ να τηρηθούν; Σ’ αυτό ίσως η γερμανίδα καγκελάριος έχει κάποια πειστική απάντηση να δώσει τη Δευτέρα στη Λαγκάρντ. Το λιγότερο δύσκολο κομμάτι είναι η διάρκεια του ξεχωριστού μνημονίου με το ΔΝΤ. Με δεδομένο ότι η σχετική απόφαση του Ταμείου είναι απίθανο να ληφθεί πριν από το καλοκαίρι, οπότε αναμένεται η έγκριση των νέων κανόνων διάσωσης κρατών μελών νομισματικών ενώσεων, η διάρκεια του μνημονίου με το ΔΝΤ θα υπερβαίνει αναγκαστικά το ισχύον, που λήγει Ιούνιο του 2018, και θα επεκτείνεται στο 2019. Θα ήταν εξαιρετικά ανορθόδοξο για το ΔΝΤ ένα πρόγραμμα διάρκειας μικρότερης του 1,5 έτους.
Οι κυβερνητικές προσδοκίες
Τέλος, για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, που προβάλλει έντονα το «μηδενικό δημοσιονομικό ισοζύγιο» μέτρων και αντίμετρων, η κατ’ αρχήν συμφωνία της Μάλτας περιλαμβάνει επιλογές υψηλού ρίσκου για το πολιτικό- και εκλογικό το 2019- ισοζύγιό της. Με τα μέτρα 3,6 δισ. (συντάξεις και αφορολόγητο) η κυβέρνηση διακινδυνεύει τους όποιους δεσμούς διατηρούσε με τους άνω των 65 ψηφοφόρους, που στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 είχαν δώσει προβάδισμα στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με σημαντική μερίδα μισθωτών χαμηλού εισοδήματος που θα επωμιστούν μεγάλη φορολογική επιβάρυνση από το 2020. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προσδοκά να αντισταθμίσει αυτές τις απώλειες με τη δέσμη «αντιμέτρων». Το (πολιτικό) πρόβλημα μ’ αυτά τα αντίμετρα, εκτός του ότι προϋποθέτουν υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων του 2018, είναι ότι δεν απευθύνονται σε συγκεκριμένη δεξαμενή ψηφοφόρων. Διαχέουν προσδοκίες μικρών δόσεων κρατικής φιλανθρωπίας στα φτωχότερα στρώματα και στους ανέργους, αλλά στην πραγματικότητα ψαρεύουν σε θολά νερά. Απ’ την άποψη αυτή η εκλογική τους απόδοση είναι εξαιρετικά αμφίβολη.