Οι αγορές – για την ακρίβεια, το πιο αρπακτικό τμήμα των επενδυτικών κεφαλαίων- ώθησαν την Ελλάδα στον γκρεμό της χρεοκοπίας και τους Ευρωπαίους δανειστές στην επινόηση των μνημονίων το 2010. Το έκαναν με σαδιστική επιθετικότητα.
Παραδόξως, στην παρούσα συγκυρία λειτουργούν ως ο πιο μαχητικός υποστηρικτής μιας λύσης που θα ρίξει την αυλαία στο επταετές ελληνικό θρίλερ ή, τουλάχιστον, θα αποσύρει την Ελλάδα από το προσκήνιο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Φυσικά, οι αγορές βρίσκονται σ’ αυτόν τον ρόλο για δικούς τους λόγους, που δεν ταυτίζονται απαραίτητα με φιλοδοξίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ και των ευκαιριακών της συμμάχων μεταξύ των δανειστών.
Η επταετία των ακραίων ρεκόρ
Μια υπενθύμιση του ιστορικού εξέλιξης των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων την τελευταία επταετία είναι χρήσιμη:
- Η Ελλάδα μπήκε στο 1ο Μνημόνιο, τον Μάιο του 2010, με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου στο 8% και το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων ελάχιστα χαμηλότερο.
- Παρά τον δανεισμό της με 110 δισ. ευρώ, οι αγορές σ’ όλη τη διάρκεια εφαρμογής του πρώτου Μνημονίου, με την πολιτική αποσταθεροποίηση διαρκώς απειλητική, δεν έδειξαν καμιά εμπιστοσύνη στον σχεδιασμό των δανειστών. Λίγο μετά την προαναγγελία του PSI, το καλοκαίρι του 2011, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είχαν εκτοξευθεί πάνω από 20%.
- Δυο μήνες μετά την ολοκλήρωση του PSI, τον Δεκέμβριο του 2012, που υποτίθεται ότι έγινε για να κατευνάσει τις αγορές, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων έκαναν ρεκόρ όλων των εποχών, και προφανώς παγκόσμιο, φτάνοντας το 36%. Κι αυτό ενώ υποτίθεται ότι με το PSI πραγματοποιούνταν το μεγαλύτερο κούρεμα στην ιστορία των κρατικών χρεών και μάλιστα χωρίς πραγματικές ζημιές για τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων που είτε είχαν προλάβει επικερδώς να ξεφορτωθούν τα ελληνικά ομόλογα είτε αποζημιώθηκαν επαρκέστατα για την ανταλλαγή τους.
Όλη τη ζημιά την πλήρωσαν τράπεζες, δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία.
- Χρειάστηκε να περάσουν δυο χρόνια ζωής του δεύτερου μνημονίου για να πέσουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων περίπου στα σημερινά επίπεδα, 5,9%. Η πρώτη πετυχημένη έξοδος στα αγορές από την κυβέρνηση Σαμαρά, τον Απρίλιο του 2014 – παραμονές των ευρωεκλογών που έφεραν την πρώτη μεγάλη ήττα των κομμάτων της τότε συγκυβέρνησης- έγινε με τις αποδόσεις των ομολόγων πάνω από το 6%. Οι επενδυτές αγόρασαν τη δοκιμαστική έκδοση ομολόγων με ακόμη χαμηλότερο επιτόκιο , στο 4,95%.
- Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έπεσαν λίγο ακόμη μετά την πρώτη έξοδο στις αγορές, αλλά η δεύτερη απόπειρα εξόδου (τον Ιούλιο του 2014) υπονομεύτηκε από μια αναζωπύρωση της κρίσης στην Ευρωζώνη, με επίκεντρο τότε την Πορτογαλία και την τράπεζα Espirio Santo.
- Ακολούθησε μια σαφώς πολιτική κλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων. Στις παραμονές των εκλογών του Ιανουαρίου 2015 είχαν σχεδόν διπλασιαστεί και στις παραμονές του δημοψηφίσματος σχεδόν τριπλασιάστηκαν, στο 15,5%. Μετά την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου, με αρκετές διακυμάνσεις, ακολούθησαν μια σταδιακή, ήπια αποκλιμάκωση, ευθέως ανάλογη προς τη μνημονιακή προσαρμοστικότητα της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ.
Με το βλέμμα στον δανεισμό του 1 τρισ. ευρώ
Αυτή τη στιγμή οι αποδόσεις κινούνται κάτω από το 6%. Πρακτικά, είναι το χαμηλότερο επίπεδο από την αρχή της κρίσης, και ισοφαρίζει την αντίστοιχη επίδοση στον κορύφωση του success story της κυβέρνησης Σαμαρά. Το μήνυμα που δίνουν τα κερδοσκοπικά κεφάλαια μέσω της -ισχνότατης ως προς τα ελληνικά ομόλογα- δευτερογενούς αγοράς χρέους είναι ότι θέλουν διακαώς να κλείσει η αξιολόγηση, να υπάρξει συμβιβασμός Βερολίνου – ΔΝΤ στο θέμα των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και να διευκολυνθεί η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Γιατί; Όχι λόγω πολιτικής συμπάθειας στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, ούτε γιατί περιμένουν να βγάλουν κολοσσιαία ποσά από τα ελληνικά ομόλογα. Πάνω από το 80% του ελληνικού χρέους ανήκει στην Ευρωζώνη και στο πρόγραμμα της ΕΚΤ δεν θα ενταχθούν περισσότερα από 3,5 δισ. ομολόγων. Ωστόσο, ένα νέο ελληνικό success story μπορεί να είναι η απαρχή ενός κύκλου κερδοφόρας επένδυσης στον κρατικό δανεισμό, με την εγγύηση που προσφέρει το QE της ΕΚΤ στον ένα χρόνο που απομένει πριν αρχίσει η αντίστροφη πορεία (tapering), με αύξηση των επιτοκίων και του κόστους του χρήματος. Το πρόγραμμα δανεισμού των κρατών της Ευρωζώνης παρουσιάζει φέτος μια αύξηση πάνω από 11% και βαδίζει προς ρεκόρ όλων των εποχών (ακριβώς χάρη στις πλάτες της ΕΚΤ) και αναμένεται να πλησιάσει το 1 τρισ. ευρώ, προσφέροντας ευκαιρίες κερδών στα επενδυτικά κεφάλαια. Η ολοκλήρωση του «αστερισμού» της Ευρωζώνης με τα ελληνικά ομόλογα, με ένα ακόμη πείραμα εξόδου στις αγορές εντός του έτους, θα μπορούσε να ενισχύσει την αξιοπιστία της επένδυσής τους. Γι’ αυτό και τα κερδοσκοπικά funds πριμοδοτούν φανερά αυτό το σενάριο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η γερμανική ηγεσία, από την αρχή της κρίσης χρέους, είχε σημαντικό πρόβλημα συγχρονισμού με τις αγορές και τις υποδείξεις τους, κι ας «φιλοδωρείται» γενναιόδωρα απ’ αυτές με τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια των γερμανικών ομολόγων.