Ο δρόμος προς την «ολική συμφωνία» για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, πάντως έχει ανοίξει. Ακόμη κι αν στο Eurogoup της Δευτέρας δεν μπουν στη θέση τους τα δυο τελευταία κομμάτια του παζλ- χρέος και διάρκεια πλεονασμάτων- θεωρείται βέβαιο ότι αυτό θα γίνει μέχρι τις 15 Ιουνίου το αργότερο. Η εκταμίευση της δανειακής δόσης των 7 δισ. για να εξοφληθούν περίπου ισόποσες οφειλές προς την ΕΚΤ, τον ESM και το ΔΝΤ τον Ιούλιο θεωρείται δεδομένη. Τα θετικά μηνύματα που μεταδίδονται από την Ουάσιγκτον για το συναινετικό κλίμα που διαπίστωσε η διευθύντρια του ΔΝΤ στις συναντήσεις με τους ευρωπαίους «συνεταίρους» της στην Ιταλία και στην Κίνα προδίδουν- τουλάχιστον- πολιτική βούληση να κλείσει το ζήτημα.
Η ευφορία στην Ευρωζώνη
Η περίφημη «πολιτική βούληση» που προβάλλουν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι για ολοκλήρωση της συμφωνίας βασίζεται και σε ένα ευρύτερο κλίμα ευφορίας που επικρατεί στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη για σταθεροποίηση της ανάκαμψης και απομάκρυνση των πολιτικών αβεβαιοτήτων, σε αντίθεση με το πολιτικό vertigo στο οποίο έχουν περιέλθει οι ΗΠΑ με τα αλλεπάλληλα σοκ που προκαλεί η διακυβέρνηση Τραμπ. Πηγή της ευφορίας στην Ευρωζώνη δεν είναι τόσο οι οικονομικοί δείκτες- υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης, προσέγγιση του στόχου της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό κ.α.-, όσο τα εκλογικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα η νίκη Μακρόν, μαζί με τις καλές δημοσκοπικές επιδόσεις του νεοσύστατου κόμματός του ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου, και πολύ περισσότερο η βεβαιότητα που διαμορφώνεται για τη νίκη Μέρκελ τον Σεπτέμβριο. Όχι βέβαια γιατί ο Σουλτς και το SPD απειλούσαν το status quo, αλλά γιατί οι συντηρητικές επιλογές των εκλογικών σωμάτων αποπνέουν μια ασφάλεια για το ευρωπαϊκό ιερατείο.
Θεωρητικά λοιπόν η πολιτική συγκυρία ευνοεί την ολοκλήρωση της αξιολόγησης κατά τις κυβερνητικές προσδοκίες, μαζί με την πολυπόθητη λύση για το χρέος, πράγμα άλλωστε που ώθησε την κυβέρνηση στη δημόσια συμμαχία με το ΔΝΤ, το ίδιο που το 2016 ήταν ανεπιθύμητο. Όμως, η ίδια πολιτική συγκυρία, με τις αντίστροφες εκφράσεις που έχει στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, μπορεί να επιφυλάσσει δυσάρεστες εκπλήξεις.
Θέλει πράγματι το Βερολίνο το ΔΝΤ;
Οι Μέρκελ και Σόιμπλε είναι μεν απαλλαγμένοι από το πολιτικό άγχος που προκάλεσε στην αρχή της προεκλογικής τους καμπάνιας η πίεση που άσκησαν το SPD και ο Σουλτς, αλλά καθώς η πίεση αυτή εξανεμίστηκε αισθάνονται αρκετά ισχυροί ώστε να επιβάλουν τις στρατηγικές επιλογές τους στην Ευρωζώνη. Μια απ’ αυτές τις διακηρυγμένες επιλογές είναι η μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, με πλήρεις εξουσίες άσκησης της δημοσιονομικής επιτήρησης όλων των χωρών της Ευρωζώνης, ανεξάρτητα από το αν έχουν δανειστεί ή όχι. Η δέσμευση της Ελλάδας στην παραγωγή υψηλών πλεονασμάτων για πολλά χρόνα -3,5% μέχρι το 2021 ή 2023, 2,5% τα επόμενα χρόνια μια τάση αποκλιμάκωσης- είναι υποχρέωση «μεταμνημονιακή», που πηγάζει από τους κανόνες του Δημοσιονομικού Συμφώνου για σταθερή μείωση του χρέους. Παραδόξως, η μακρόχρονη επιτήρηση αυτής της «ευρωπαϊκής» δέσμευσης της Ελλάδας, σύμφωνα με το μόλις ψηφισθέν πολυνομοσχέδιο, ανατίθεται στο ΔΝΤ, που απλώς θα διαβουλεύεται με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Είναι, άραγε, αυτή η πραγματική επιλογή της γερμανικής ηγεσίας, να έχει επιτηρητή της πιο προβληματικής χώρας της Ευρωζώνης το ΔΝΤ; Ή μήπως η πραγματική πρόθεση είναι να αναλάβει αυτόν τον ρόλο ο ESM και να απογαλακτισθεί η Ευρωζώνη οριστικά από το ΔΝΤ; Μέχρι λοιπόν να βγει λευκός καπνός από το Eurogroup της Δευτέρας ή της 15/6, καλό είναι να είμαστε επιφυλακτικοί. Η γερμανική ηγεσία έχει πολλές φορές χύσει την καρδάρα με το γάλα την τελευταία στιγμή.
Περιμένοντας το «κάτι» του Τραμπ για το ΔΝΤ
Στον χώρο του απρόβλεπτου κινείται και η άλλη όχθη του Ατλαντικού, για λόγους διαφορετικούς. Η κυβέρνηση Τραμπ βρίσκεται στη δίνη αλλεπάλληλων επεισοδίων που απειλούν τις ΗΠΑ ακόμη και με συνταγματική κρίση. Ο ίδιος ο Τραμπ υποσχέθηκε αορίστως πριν μερικές εβδομάδες ότι «σύντομα θα έχει κάτι να πει για το ΔΝΤ». Επισήμως δεν έχουμε ακούσει το «κάτι», ωστόσο οι ρουκέτες που εκτόξευσε προ ημερών ο ρεπουμπλικανός επικεφαλής της Επιτροπής Νομισματικών Υποθέσεων του Κογκρέσου Άντι Ραμπ κατά της συμμετοχής του ΔΝΤ στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα αποτελούν μια ισχυρή αρνητική ένδειξη. Ο Τραμπ έχει ανάγκη τη στήριξη του Κογκρέσου σε μια περίοδο που βάλλεται από παντού και είναι αδύνατο να αγνοήσει τις υποδείξεις κορυφαίων στελεχών του. Η «πολιτική βούληση» της Κριστίν Λαγκάρντ για έναν ισορροπημένο συμβιβασμό διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα αμερικανικό μπλόκο στο ΔΝΤ.
Οπωσδήποτε ο συμβιβασμός στο Eurogroup είναι στο τραπέζι και είναι το κυρίαρχο σενάριο. Αλλά θα ήταν αφέλεια να αγνοήσει κανείς τη γερμανική και αμερικανική σκιά που πλανιώνται από πάνω του.