Γι’ αυτό και έστω και την ύστατη ώρα, με τροπολογίες, παρεμβαίνει στο νόμο που… η ίδια ψήφισε προ μηνός για να τον αλλάξει προς το χειρότερο. Πρόκειται για ξεκάθαρα βήματα «καλής θέλησης» προς τους θεσμούς, ώστε να επιτευχθεί άμεσα συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Ειδικά στο σκέλος του Ασφαλιστικού, καλά πληροφορημένες πηγές σημειώνουν ότι η απόφαση για «πάγωμα» των νέων συντάξεων και το 2022, δηλαδή για ένα επιπλέον έτος, μετά τη θεσμοθέτηση που είχε γίνει στο πολυνομοσχέδιο για «πάγωμα» έως το 2021, αποτελεί έμμεση αποδοχή του σχεδίου που προτάθηκε στην ελληνική πλευρά στο τελευταίο Eurogroup. H πρόταση θέλει τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων έως το 2023 ύψους 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, κρίθηκε απαραίτητο να εξοικονομηθούν 250 εκατ. ευρώ από την αποτροπή χορήγηση αύξησης σε όσους συνταξιούχους θα τη δικαιούνται το 2022.
Το δεύτερο μέτρο που η κυβέρνηση επέλεξε να υποχωρήσει είναι εκείνο των εργασιακών και ειδικά το σκέλος που αφορά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Είναι προφανές ότι έπρεπε με κάποιο τρόπο να ικανοποιηθεί και η πλευρά του ΔΝΤ, αφού ο ίδιος ο Πολ Τόμσεν επίσης στο Eurogroup της 22ας Μαϊου είχε ανοιχτά ξεκαθαρίσει ότι επιθυμεί αλλαγή στη νομοθεσία, έτσι ώστε να μην θεωρείται δεδομένη η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων μετά τη λήξη του τωρινού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Με τον τρόπο που άλλαξε η επίμαχη διάταξη, είναι πλέον σαφές ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί επί της ουσίας επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και άρση της αναστολής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων, από τις 21 Αυγούστου 2018 και μετά, όταν δηλαδή το σημερινό πρόγραμμα θα αποτελεί παρελθόν. Θα απαιτείται νέα νομοθετική ρύθμιση και εάν κάτι τέτοιο δεν συμβεί οι τωρινές παρεμβάσεις θα μπορούν να συνεχίσουν να ισχύουν. Συνεπώς και η πλευρά του ΔΝΤ πρέπει να εμφανιστεί ικανοποιημένη αφού μια απαίτησή της έγινε αποδεκτή. Μένει να δούμε ανο άλλος «πόλος» της διαπραγμάτευσης, δηλαδή η ελληνική πλευρά θα καρπωθεί κάτι από αυτές τις αλλεπάλληλες υποχωρήσεις…