Η συμφωνία του Eurogroup αποτελεί ακόμη ένα workinprogress, καθώς η αποτύπωσή της σε τελικά επικαιροποιημένου τρίτου Μνημονίου, τεχνικού Μνημονίου και MFEP(Μνημονίου με το ΔΝΤ), συνεχίζεται από τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών. Γύρω από τις πολλές ουρές που άφησε το κείμενο της δήλωσης του Eurogrou pέχει στηθεί ένα γαϊτανάκι ερμηνειών και «μεταφράσεων» της απόφασης που δείχνει ότι στο deal Βερολίνου και ΔΝΤ υπάρχουν ακόμη πολλές γκρίζες ζώνες.
Χθες, ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, σε συνέντευξή του στο αμερικανικό δίκτυο CNB Cέκανε μια πολύ προβληματική δήλωση, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και το ΔΝΤ θα κάνουν τις αναλύσεις τους για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στο τέλος του προγράμματος, δηλαδή από τον Αύγουστο του 2018 και μετά. Για τον υπό πλήρη γερμανικό έλεγχο ESM αυτό δεν είναι παράδοξο, μιας και δεν πρόκειται να παραβιάσει τη ρητή εντολή Σόιμπλε να μην εξεταστεί η εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους πριν από το τέλος του προγράμματος. Αλλά, με ποια εξουσιοδότηση ο Κλάους Ρέγκλινγκ μιλά και εξ ονόματος του ΔΝΤ και της Κριστίν Λαγκάρντ, που πριν από πέντε μέρες ζητούσε «άμεση αποσαφήνιση των παραμέτρων για την αναδιάρθρωση του χρέους τώρα»; Αυτό ακριβώς είχε πει στη συνέντευξή της στην ΕΡΤ, με την έμφαση στο «τώρα» και με την υποσημείωση ότι εκταμίευση χρημάτων από το ΔΝΤ θα γίνει «όταν υπάρξει σαφήνεια, ταυτοποίηση και οριστικοποίηση των παραμέτρων για την αναδιάρθρωση του χρέους από τους πιστωτές».
Το όριο «έκτακτης πρόσβασης»
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ έχει δεσμευτεί ότι θα φέρει προς έγκριση μέχρι τις 27 Ιουλίου στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου μια stand by συμφωνία 14μηνης διάρκειας και για ποσό μικρότερο των 2 δις. δολαρίων. Γιατί τόσο, άραγε; Για να είναι κάτω από το όριο έκτακτης πρόσβασης στους πόρους του ΔΝΤ που, με βάσει το ποσοστό συμμετοχής της Ελλάδας στο Ταμείο και τον δανεισμό που έχει λάβει μέχρι στιγμής, είναι περίπου 1,5-1,8 δισ. ευρώ. Κι αυτό το χαμηλό όριο έκτακτης πρόσβασης επιτρέπει μια χαλαρή αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, κατά το βασικό και όχι το δυσμενές σενάριο. Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ, έτσι κι αλλιώς, για να υποστηριχτεί η διαδικασία της «κατ’ αρχήν έγκρισης», χωρίς εκταμίευση χρημάτων, πρέπει να συνοδεύσουν την εισήγηση της Κριστίν Λαγκάρντ στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ με έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, η οποία πιθανότατα θα δοθεί στη δημοσιότητα μετά τα μέσα Ιουλίου. Για να έχει αξιοπιστία έναντι των αγορών αυτή η έκθεση πρέπει να είναι πλήρης, δηλαδή να αξιολογεί το χρέος και στο δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο. Η προηγούμενη αντίστοιχη έκθεση εκτιμούσε ότι το ελληνικό χρέος χωρίς γενναία αναδιάρθρωση θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και το 260% του ΑΕΠ το 2060, βάσει του δυσμενούς σεναρίου. Χωρίς, όμως, τα πλήρη στοιχεία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που υπόσχονται οι Ευρωπαίοι δανειστές και τα οποία η Λαγκάρντ ζήτησε «εδώ και τώρα» οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ είναι υποχρεωμένοι να επαναλάβουν τα ζοφερά σενάρια για το χρέος. Κάτι που θα πλήξει την αξιοπιστία της απόφασης του Ταμείου να μπει, έστω και εν αναμονή, στο ελληνικό πρόγραμμα.
Με «προσωρινή» έκθεση
Φαίνεται, όμως, ότι θα προτιμήσουν τη μέθοδο της αποσιώπησης. Μιας και το ποσό της «έκτακτης πρόσβασης» δεν το απαιτεί, θα επιλέξουν να παραλείψουν το δυσμενές σενάριο και να μείνουν μόνο στο βασικό, δίνοντας στην ουσία μια ένα προσωρινό DSA(έκθεση βιωσιμότητας». Αυτό προφανώς έχει υπόψη του ο Ρέγκλινγκ, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι και το οριστικό DSA του ΔΝΤ θα περιμένει το τέλος του προγράμματος. Επομένως, χωρίς ο Ρέγκλινγκ να λέει όλη την αλήθεια, η Λαγκάρντ λέει ένα μεγάλο ψέμα όταν εμφανίζεται να διεκδικεί «τώρα» σαφήνεια στα μέτρα.
Το συμφωνημένο, ωστόσο, τρικ έχει μερικές ακόμη παρενέργειες. Αφενός αφήνει την Κομισιόν να εκτεθεί πολιτικά με την έκθεση συμμόρφωσης που διέρρευσε χθες στο Bloomberg και περιλαμβάνει εκτιμήσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους πολύ κοντά σ’ αυτές του ΔΝΤ. Αφετέρου δεσμεύει την ΕΚΤ σε μια κατάσταση αμηχανίας, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολη μόνη αυτή, ερήμην και ενάντια στους άλλους θεσμούς να συντάξει το δικό της «ανεξάρτητο» DSA για να αποφασίσει αν θα εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.