Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) επιβλήθηκαν το 2015, όπως αναφέρει στην έκθεση της η ΤτΕ για να ανακόψουν τις ισχυρές τάσεις φυγής κεφαλαίων, λόγω της αβεβαιότητας που επικρατούσε τότε. Η έκθεση χαρακτηρίζει τα capital controls αναγκαίο μέτρο άμεσης παρέμβασης για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Έκτοτε, και στο βαθμό που περιοριζόταν η αβεβαιότητα, χαλάρωσαν σταδιακά για να διευκολύνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Οι περιορισμοί είχαν σημαντικές επιπτώσεις στην επιχειρηματική δραστηριότητα, οι οποίες πρέπει να αποτιμηθούν. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο της συμφωνίας με τους εταίρους, έχει αναλάβει τη δέσμευση να εκτιμήσει τις επιπτώσεις αυτές και η σχετική μελέτη είναι υπό εκπόνηση.
Σήμερα σύμφωνα με την ΤτΕ, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.
Όπως τονίζει η έκθεση είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία που θα καταλήξει στην άρση όλων των περιορισμών. Οι κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να συντονίζονται με τις βελτιώσεις του κλίματος και τη βαθμιαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα.
Με δεδομένους τους ελέγχους που εισήχθησαν στα μέσα του 2015, μεταξύ άλλων, στις αναλήψεις μετρητών από τραπεζικές καταθέσεις, στις πληρωμές προς το εξωτερικό για τρέχουσες συναλλαγές, καθώς και στις διασυνοριακές μεταφορές κεφαλαίων εκτός Ελλάδος, το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου υπό επισκόπηση (δηλ. το έτος 2016 και οι αρχές του 2017) χαρακτηρίστηκε τόσο από επάνοδο τραπεζογραμματίων όσο και από επαναπατρισμό κεφαλαίων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σχεδόν αδιάκοπα από μήνα σε μήνα.
Τις εξελίξεις αυτές υποβοήθησαν η σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδος, η κατά βάση ομαλή εφαρμογή του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και οι βελτιωτικές τροποποιήσεις του πλέγματος περιορισμών το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έχει επιβληθεί στο τραπεζικό σύστημα.
Τροφοδοτούμενες από τις εισροές αποταμιεύσεων, οι καταθέσεις αυξήθηκαν το 2016, ωστόσο εν συνεχεία τους τέσσερις πρώτους μήνες του 2017 η αύξηση αυτή αντιστράφηκε μερικώς. Η άνοδος των καταθέσεων πραγματοποιήθηκε παρά το γεγονός ότι το ύψος του ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος υποχωρούσε, κυρίως λόγω αποπληρωμής παλαιών δανείων, σε συνδυασμό με περιορισμό των χορηγούμενων νέων δανείων από τις τράπεζες. Συνολικά, μεταξύ Ιουνίου 2015 και Απριλίου 2017, οι υφιστάμενες πιστώσεις από το τραπεζικό σύστημα προς την εγχώρια οικονομία μειώθηκαν κατά 9 δισεκ. ευρώ. Την ίδια περίοδο ωστόσο, οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα αυξήθηκαν συνολικά κατά 4,9 δισεκ. ευρώ.
Σε αυτή την αύξηση, η άνοδος του υπολοίπου των καταθέσεων της γενικής κυβέρνησης, ως αποτέλεσμα της εκταμίευσης δανειακών κεφαλαίων προς τη χώρα μας από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ESM, συνέβαλε κατά 2,9 δισεκ. ευρώ, ενώ η σωρευτική καθαρή εισροή καταθέσεων από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (η οποία οδήγησε σε σημαντική άνοδο του υπολοίπου αυτών των καταθέσεων κατά 33%) συνέβαλε κατά 4,2 δισεκ. ευρώ. Αντιθέτως, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν την ίδια περίοδο κατά 1 δισεκ. ευρώ (-0,9%).
Όσον αφορά την εξέλιξη των ετήσιων ρυθμών μεταβολής, ο ρυθμός των καταθέσεων των νοικοκυριών αφενός καθυστέρησε σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να μεταστραφεί σε θετικές τιμές και αφετέρου, όταν πλέον μεταστράφηκε, οι τιμές που κατέγραψε ήταν κατά πολύ χαμηλότερες από αυτές που κατέγραψε ο ετήσιος ρυθμός ανόδου των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων
Οι προηγηθείσες συγκρίσεις των σωρευτικών ροών καταθέσεων, όπως επίσης και των αντίστοιχων ετήσιων ρυθμών μεταβολής, φανερώνουν ότι οι δυνατότητες των περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα να αντιστρέψουν τη φυγή των καταθέσεων, η οποία έλαβε χώρα κατά την περίοδο πριν τα μέσα του 2015, αποδείχθηκαν μεγαλύτερες σε σχέση με τις καταθέσεις των επιχειρήσεων (και μάλιστα αυτών που δεν ανήκουν στο χρηματοπιστωτικό τομέα) παρά σε σχέση με τις καταθέσεις των νοικοκυριών. Αυτό πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι το ύψος των ταμειακών ροών της τυπικής επιχείρησης υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο μέγεθος για το μέσο νοικοκυριό. Πλεονάζοντα διαθέσιμα τα οποία οι επιχειρήσεις σε προηγούμενες περιόδους κατηύθυναν εκτός τραπεζικού συστήματος, με συνέπεια την καταγραφή εκροών καταθέσεων που αντιστάθμιζαν έως ένα βαθμό τις νέες εισροές από τις εισπράξεις των επιχειρήσεων, δεδομένων των περιορισμών παραμένουν πλέον σε κατάθεση στις εγχώριες τράπεζες.
Έτσι, το μερίδιο των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων στο σύνολο των καταθέσεων διευρύνθηκε από 9% το α’ εξάμηνο του 2015 σε 12% την περίοδο Ιανουαρίου 2016-Απριλίου 2017, ενώ αντιστοίχως το μερίδιο των νοικοκυριών περιορίστηκε από 73,3% σε 72,6% (βλ. Διάγραμμα VI.2). Επιπροσθέτως, η αύξηση των καταθέσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων είναι συνεπής με τη σχετικά ευνοϊκότερη εξέλιξη των τραπεζικών πιστώσεων προς αυτή την κατηγορία δανειοληπτών σε σύγκριση με τα νοικοκυριά, δεδομένου ότι η χορήγηση χρηματοδότησης από τις τράπεζες συνδέεται, κατά κανόνα, με το άνοιγμα αντίστοιχου καταθετικού λογαριασμού για το δανειολήπτη όπου πιστώνεται το δάνεισμα.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι δωδεκάμηνοι ρυθμοί μεταβολής των κυριότερων κατηγοριών καταθέσεων (γενικής κυβέρνησης, επιχειρήσεων και νοικοκυριών), αν και διατηρούνται ακόμη σε θετικά επίπεδα, στη διάρκεια του 2016 άρχισαν να επιβραδύνονται. Φαίνεται ότι μετά τη συνομολόγηση της νέας συμφωνίας το καλοκαίρι του 2015, μέρος των καταθέσεων οι οποίες είχαν αποσυρθεί προηγουμένως (π.χ. κατά τους τελευταίους μήνες του 2014 και το α’ εξάμηνο του 2015) επανήλθε στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, αυτή η τάση δεν συνεχίζεται πλέον με δυναμισμό.
Σημειώνεται επίσης ότι η επανακατάθεση τραπεζογραμματίων υπήρξε λίγο ταχύτερη συγκριτικά με την επιστροφή στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα κεφαλαίων τοποθετηθέντων, εκ μέρους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία στο εξωτερικό. Μεταξύ Ιουλίου 2015 και Απριλίου 2017 επανακατατέθηκαν τραπεζογραμμάτια τα οποία αντιπροσωπεύουν το 27% της συνολικής εκροής τραπεζογραμματίων κατά την περίοδο από την πρώτη εκδήλωση της ελληνικής κρίσης (στις αρχές Οκτωβρίου του 2009) μέχρι και το α’ εξάμηνο του 2015. Την περίοδο Ιουλίου 2015-Απριλίου 2017 στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα επέστρεψαν κεφάλαια από το εξωτερικό ισοδύναμα προς το 25% της συνολικής φυγής κεφαλαίων η οποία είχε μεσολαβήσει από τον Οκτώβριο του 2009.
Η ενίσχυση της οικονομικής εμπιστοσύνης, μετά την πρόσφατη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, και η αναμενόμενη επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος −στο βαθμό μάλιστα που θα συνδυάζεται με αντίστοιχη άνοδο του προσωπικού διαθέσιμου εισοδήματος −θα συμβάλουν σε αναζωογόνηση του δυναμισμού της εξέλιξης των τραπεζικών καταθέσεων. Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης αναμένεται ειδικότερα να συντελέσει σε αντιστροφή της κάμψης, κατά τους προηγηθέντες μήνες του 2017, των καταθέσεων των νοικοκυριών. Σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όσο μεγαλύτερη πρόοδος επιτευχθεί στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, με αποτέλεσμα ενίσχυση της φερεγγυότητας των τραπεζών και αναθέρμανση της πιστοδοτικής τους δραστηριότητας, τόσο μεγαλύτερη αύξηση θα εμφανίσει κατ’ αντιστοιχία το υπόλοιπο στους καταθετικούς λογαριασμούς στο παθητικό των τραπεζών.
Από την άλλη πλευρά, στο μέτρο που η εδραίωση κλίματος εμπιστοσύνης θα διευρύνει την πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, οι προσπάθειές τους για συγκέντρωση καταθέσεων λιανικής εγχωρίως ενδέχεται να χαλαρώσουν, παρά το ότι οι καταθέσεις αυτές συγκαταλέγονται μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης με το χαμηλότερο κόστος και ελαχιστοποιούν τους κινδύνους ρευστότητας για τις τράπεζες. Παρομοίως, τα κίνητρα των τραπεζών να συγκεντρώσουν καταθέσεις εξασθενούν στο μέτρο που υφίστανται, όπως επί του παρόντος, δυνατότητες άντλησης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα με πολύ ευνοϊκούς όρους, αν και βεβαίως η έκταση την οποία μπορεί να φθάσει η άντληση αυτή περιορίζεται από το μέγεθος του χαρτοφυλακίου που διαθέτουν τα πιστωτικά ιδρύματα, με αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις.
Πάντως, στο μέτρο που η προσφυγή σε τέτοιες πηγές ρευστών διαθεσίμων (αγορά χονδρικής, κεντρική τράπεζα) επιτρέπει τη χορήγηση από τις εμπορικές τράπεζες επιπλέον πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία, η εν λόγω προσφυγή συντελεί, αντιστοίχως, και στη δημιουργία νέων καταθέσεων λιανικής. Εξάλλου, η ολοένα αυξανόμενη μετά τα μέσα του 2015 διάδοση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, κυρίως με τη χρήση χρεωστικών καρτών, συνεπεία της επιβολής περιορισμών στο τραπεζικό σύστημα, ενισχύει το συγκριτικό πλεονέκτημα που παρουσιάζουν οι καταθέσεις (μίας ημέρας) ως μέσο πληρωμής έναντι των μετρητών και στο βαθμό αυτό τροφοδοτεί τη ζήτηση καταθέσεων, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνει τη ζήτηση τραπεζογραμματίων. Αντιθέτως, οι εναπομένουσες ευκαιρίες για φοροδιαφυγή ενισχύουν τη ζήτηση μετρητών, εις βάρος της ζήτησης τραπεζικών καταθέσεων, τόσο για το διακανονισμό συναλλαγών χωρίς την καταβολή φόρου όσο και για τη διακράτηση του πλούτου που κτάται παρανόμως.