Τις επόμενες ώρες θα γίνει γνωστή η έκβαση της πρώτης εδώ και τρία χρόνια δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές, με πρώτο διακύβευμα το ύψος του επιτοκίου, που ιδανικά η κυβέρνηση το θέλει πολύ κάτω από το 4,95% του 2014, και δεύτερο διακύβευμα το ύψος των προσφορών που θα έχουν υποβληθεί.
Αν και πρόκειται για απολύτως ελεγχόμενη διαδικασία, αφού βασικοί αποδέκτες της πρόσκλησης είναι οι κάτοχοι του πενταετούς ομολόγου του 2014 στους οποίους προσφέρεται μια δελεαστική απόδοση που δεν έχουν λόγο να απορρίψουν, το αποτέλεσμά της κυρίως έχει επικοινωνιακή και πολιτική βαρύτητα. Το timing χαρακτηρίστηκε «τέλειο» από εκπροσώπους των αγορών, οι ανάδοχοι και διαχειριστές της έκδοσης είναι το γνωστό διεθνές τραπεζικό καρτέλ που εγγυάται περιορισμένο ρίσκο, ενώ η παρουσία και οι επαφές του επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί στην Αθήνα τις ώρες που η τύχη του ομολόγου θα κρίνεται στα dealing room δεν είναι τόσο συμπτωματική όσο φαίνεται. Από όλους τους θεσμούς του κουαρτέτου, η Κομισιόν ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του εγχειρήματος, ακολουθούμενη από τον ESM. Οι υπόλοιποι- ΔΝΤ και ΕΚΤ- απλώς απέφυγαν να το αποτρέψουν.
Το αν οι προσφορές που θα μαζέψει η κυβέρνηση θα είναι 4 ή 5 δισ. ευρώ και το αν το επιτόκιο θα είναι 4,4% ή 4,7% οικονομικά είναι ασήμαντο, ενόψει ενός χρέους 326 δις. ευρώ. Επικοινωνιακά και πολιτικά, όμως, έχει μια βαρύτητα για τους εξής λόγους:
Πρόκριμα για ΕΚΤ και QE
Πρώτον, αν η έκδοση είναι επιτυχημένη, η κυβέρνηση έχει μια προσδοκία ότι θα αυξηθεί η πίεση προς την ΕΚΤ να επανεξετάσει τη θέση της για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης το Φθινόπωρο. Την προσδοκία αυτή εξέφρασε ο υπουργός Οικονομικών Ε. Τσακαλώτος σε χθεσινή τηλεδιάσκεψη με επενδυτές- υποψηφίους αγοραστές του πενταετούς ομολόγου. Τεχνικά, ωστόσο, αυτό προϋποθέτει μέχρι τον Οκτώβριο, οπότε υπάρχει η δυνατότητα σχετικής απόφασης της ΕΚΤ, είτε να έχει ολοκληρωθεί η τρίτη αξιολόγηση είτε να μην έχει αρχίσει καν, πράγμα πιθανό λόγω γερμανικών εκλογών και διεργασιών που θα τις ακολουθήσουν για σχηματισμό κυβέρνησης.
Δεύτερον, εκτός από το να μην είναι σε εξέλιξη αξιολόγηση, η ΕΚΤ πρέπει να έχει διαμορφώσει θέση και για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Με δεδομένο ότι έχει προηγηθεί η έκθεση του ΔΝΤ που το χαρακτηρίζει «εξαιρετικά μη βιώσιμο» και προσδοκά ότι «τους επόμενους μήνες» θα αποσαφηνιστούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που έχουν υποσχεθεί οι δανειστές, η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να πάρει προσεχώς αντίστοιχη θέση. Αν εν τω μεταξύ οι «αγορές» – έστω κι αν πρόκειται για ένα κύκλο ήδη κατόχων ομολόγων και για μερικούς «μιλημένους» θεσμικούς επενδυτές- έχουν δηλώσει ότι αναλαμβάνουν το ρίσκο και αξιολογούν ως βιώσιμο το μεσοπρόθεσμο ελληνικό χρέος (μιας και μιλάμε για ομόλογο που λήγει το 2022), η ΕΚΤ έχει περισσότερα «πατήματα» για μια θετική αξιολόγηση, χωρίς βέβαια να παραιτείται από την πίεση για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Το πρόγραμμα των 4-6 αξιολογήσεων
Τρίτον. Οι 13 μήνες που μεσολαβούν από την 1η Αυγούστου 2017 (ημερομηνία διακανονισμού του νέου ομολόγου) μέχρι την 31η Αυγούστου 2018 (ημερομηνία λήξης του MFEP με το ΔΝΤ) είναι γεμάτοι πολιτικούς σταθμούς που κρίνουν τις νέες συνθήκες «κανονικότητας» στις σχέσης Ελλάδας- δανειστών. Τυπικά, υπάρχουν 4 αξιολογήσεις του τρίτου Μνημονίου που πρέπει να γίνουν το διάστημα αυτό, συν δυο αυτοτελείς αξιολογήσεις από το ΔΝΤ, βάσει της συμφωνίας που εγκρίθηκε την προηγούμενη εβδομάδα (Φεβρουάριο και Αύγουστο 2018). Επίσης, τον προσεχή Απρίλιο θα μετρηθεί επίσημα το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 και η δυνατότητα να επιτευχθεί υπέρβαση στόχου, όπως το 2016. Οι αξιολογήσεις του κουαρτέτου είναι πιθανό να συγχωνευτούν σε δυο, κι αυτό θα επιχειρηθεί να διευθετηθεί στις συναντήσεις Μοσκοβισί σήμερα στην Αθήνα . Σε κάθε περίπτωση η διαμόρφωση του τελικού προγράμματος των αξιολογήσεων και δοκιμασιών για τη συμμόρφωση της ελληνικής κυβέρνησης στις μνημονιακές υποχρεώσεις της, που θεωρητικά παρακολουθούν με προσοχή οι αγορές, θα δείξει αν αφήνονται περιθώρια να διαμορφωθεί κι ένα παράλληλο σχέδιο επιστροφής στις αγορές, με νέες εκδόσεις ομολόγων, μικρότερης ή και μεγαλύτερης διάρκειας. Ιδιαίτερα αν οι αξιολογήσεις αυτές συνοδευτούν από την απόφαση-υπόσχεση του Eurogroup (της 15ης Ιουνίου) ότι οι επόμενες δόσεις δανεισμού θα προβλέπουν και τη δημιουργία αποθεματικού που θα λειτουργεί ως «κάλυμμα» για δανεισμό από τις αγορές.
Η διαφορά από τον Απρίλη 2014
Τέταρτον. Όπως συνέβη και τον Απρίλιο του 2014 με την κυβέρνηση Σαμαρά, έτσι και τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επενδύει στον επικοινωνιακό αντίκτυπο μιας επιτυχούς δοκιμαστικής έκδοσης. Το πλεονέκτημα αυτής της κυβέρνησης σε σχέση με την προηγούμενη είναι ότι δεν έχει μπροστά της μια άμεση και αναπόφευκτη πολιτική δοκιμασία, όπως ήταν οι Ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, στις οποίες ο επικοινωνιακός αντίκτυπος της επιτυχούς εξόδου στα αγορές μηδενίστηκε, συμβάλλοντας στην αποτυχία της δεύτερης απόπειρας, τον Ιούλιο του 2014. Ο πολιτικός χρόνος αυτής της κυβέρνησης είναι πιο άνετος, τα περιθώρια επικοινωνιακής αξιοποίησης μεγαλύτερα, έστω κι αν η επίδραση ενός επιτυχημένου πειράματος δανεισμού στην πραγματική οικονομία και κοινωνία είναι από μηδενική έως ανεπαίσθητη.