Την επιτομή των λαθών στο θέμα της ανταγωνιστικότητας της χώρας υπό το πρίσμα των αμοιβών και των αυξήσεων μισθών με έμφαση στο διάστημα 1995 - 2007 και στο διάστημα 2002- 2009 κάνει ο ΣΕΒ σε έκθεσή του με θέμα «μισθοί και ανταγωνιστικότητα». Και προειδοποιεί πως αυτό που κάποιοι ονομάζουν κανονικότητα θα καταστρέψει ότι έχει μείνει όρθιο.
Η ανοδος
Ειδικότερα αναφέρει πως από το 1995-2007 ενώ η μέση αύξηση του ΑΕΠ ήταν 3,9% και η παραγωγικότητα στο 2,6% ο μέσος ετήσιος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 7% και ο πραγματικός κατά 3%.
Την περίοδο 1995-2010 το ωρομίσθιο στην Ελλάδα εμφάνισε την υψηλότερη αύξηση φτάνοντας στο 142%, ενώ στην ΕΕ των 28 συνολικά αυξήθηκε κατά 58,6%. Ειδικά η ελληνική μεταποίηση υπήρξε πρωταθλήτρια στην αύξηση του ωρομισθίου φτάνοντας το 97% έναντι αύξησης της παραγωγικότητας κατά 18%
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων σύμφωνα με τον ΣΕΒ ήταν να καταστεί η χώρα μας πρωταθλήτρια στην αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (=ο λόγος του κόστους εργασίας προς την παραγωγικότητα της εργασίας) ή, ισοδύναμα, στη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας.
Μεγάλο πάρτι αυξήσεων έγινε και την περίοδο 2000-2009, όπου οι αυξήσεις έφτασαν στο 5,7% με ακόμη μεγαλύτερες στον χρηματοπιστωτικό τομέα (7,5%), στις τέχνες στη διασκέδαση (7%), καθώς και στο Δημόσιο (6,6%). Στον δευτερογενή και ανταγωνιζόμενο σε διεθνές επίπεδο δευτερογενή τομέα οι μισθοί αυξήθηκαν λιγότερο (4,5%).
Και η κατάρρευση
Από το 2011 ο μέσος πραγματικός μισθός έχει κατέλθει κάτω από το επίπεδο του 2002 και τα επόμενα έτη γύρω στο 88% αυτού. Αυτά τα ποσοστά εκφράζουν την επελθούσα «εσωτερική υποτίμηση», που είναι ποσοτικά σημαντική.
Στη συνέχεια, την περίοδο της κρίσης, παρατηρείται σημαντική μείωση των μέσων ονομαστικών και πραγματικών μισθών για το σύνολο της οικονομίας, η οποία για την περίοδο 2009 – 2016 ανέρχεται συνολικά σε 18,9% και 22,5% αντίστοιχα (μείωση ΑΕΠ κατά 22,9%).
Την περίοδο της κρίσης οι μειώσεις των μισθών στο Δημόσιο (-2,4%) εμφανίζονται μικρότερες από του συνόλου (- 3,1%) και από αυτές του δευτερογενούς τομέα (-3,4%) ή του εμπορίου μεταφορών και τουρισμού (-4,3%).
Ο ΣΕΒ προειδοποιεί ότι επιστροφή σε αυτό που κάποιοι ονομάζουν «κανονικότητα» χωρίς αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων θα καταστρέψει ότι έχει μείνει όρθιο στη χώρα.
Σημειώνει επίσης ότι η πολιτική μισθών έχει κρίσιμο ρόλο σε αυτήν την διαδικασία και πως η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας επιβάλλει ρυθμίσεις που επιτρέπουν διαφορετικές αυξήσεις μισθών και όχι τις ίδιες αδιακρίτως σε όλους τους κλάδους, καθώς διαφορετικές επιχειρήσεις έχουν διαφορετικές αντοχές σε αυξήσεις μισθών, αναλόγως της αύξησης της παραγωγικότητάς τους.
Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι προϋπόθεση για την παράλληλη αύξηση των μισθών και ο μόνος τρόπος ώστε να διανεμηθεί στη κοινωνία το «μέρισμα της παραγωγικότητας» χωρίς να υπονομευτεί η ανάπτυξη" σημειώνεται στην έκθεση.
Νομοθέτηση της επιστροφής στο παρελθόν θα καταστρέψει ότι έχει μείνει όρθιο
Ο ΣΕΒ επισημαίνει πως η άσκηση της πολιτικής μισθών, και το πλαίσιο διαμόρφωσης αυτών, στα χρόνια πριν την εκδήλωση της κρίσης συνέβαλε ουσιαστικά στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας. Επέφερε μια προσωρινή βελτίωση αποδοχών και του βιοτικού επιπέδου, που όμως για τους περισσότερους δεν ήταν διατηρήσιμη και η οποία κατέρρευσε με την εκδήλωση της κρίσης αφού ενίσχυσε τους τομείς της οικονομίας που προσφέρουν διεθνώς ανταγωνιστικά αγαθά και υπηρεσίες.
Αν και επισημαίνεται στην έκθεση πως η αύξηση των μισθών από μόνη της δεν ήταν το πρόβλημα προστίθεται "το πρόβλημα ήταν ότι η χώρα επιχείρησε να θεσμοθετήσει αποδοχές ανεπτυγμένης χώρας, χωρίς όμως να προσφέρει το πλαίσιο λειτουργίας αγορών, τη θεσμική ωριμότητα και τη δυνατότητα ανάπτυξης της ιδιωτικής οικονομίας και του τομέα «διεθνώς εμπορεύσιμων» που προσφέρουν οι ανεπτυγμένες χώρες"
"Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι προϋπόθεση για την παράλληλη αύξηση των μισθών και ο μόνος τρόπος ώστε να διανεμηθεί στη κοινωνία το «μέρισμα της παραγωγικότητας» χωρίς να υπονομευτεί η ανάπτυξη" σημειώνεται στην έκθεση.
« Δεν θα βγούμε από την κρίση μέσω της πόρτας που μας οδήγησε σε αυτή»
Το μάθημα της κρίσης προς όλους πρέπει να είναι σαφές: Μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, να βγούμε από την κρίση μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή διατηρώντας τις δομικές αδυναμίες του παρελθόντος, θα καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στη χώρα ως ανταγωνιστικός και βιώσιμος τομέας «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών και υπηρεσιών. Αντίθετα, μια προσπάθεια να διορθώσουμε τις αδυναμίες του παρελθόντος τελικά θα οδηγήσει σε μόνιμη και βιώσιμη ενίσχυση της απασχόλησης καθώς και των αποδοχών.
Εάν οι αυξήσεις των μισθών και γενικότερα του κόστους εργασίας δεν είναι συνεπείς με την πραγματικότητα που διαμορφώνουν αυτοί οι παράγοντες, αργά ή γρήγορα ενισχύουν τον πληθωρισμό, χειροτερεύουν την εσωτερική και διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας, οδηγούν σε αποδυνάμωση των εξαγωγών και της ικανότητας υποκατάστασης εισαγωγών, αποθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη και ΜΙΣΘΟΙ & ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ TEYXΟΣ 14 | 30 Οκτωβρίου 2017 | σελ. 3 οδηγούν σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θέσεων εργασίας και εισοδημάτων για όλο και περισσότερους.
Τι δεν πρέπει να γίνει
Κατ΄ αρχήν πρέπει να αποφύγουμε το, θεωρητικό και φυσικά ανέφικτο, σενάριο ότι η χώρα θα κινηθεί όπως την περίοδο 2002 – 2010 σημειώνει η έκθεση και εξηγεί: Δηλαδή με σημαντικές αυξήσεις κατώτατων μισθών, απώλειες παραγωγικότητας, σημαντική μείωση των επιτοκίων, χαμηλές επενδύσεις και σχετικά υψηλό πληθωρισμό.
Αυτό το σενάριο, το οποίο για πολλούς θεωρείται επιθυμητό και ως «επιστροφή στην κανονικότητα», θα προξενούσε εκ νέου σημαντικές απώλειες στην ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης, κατά 3,41 ποσοστιαίες μονάδες, και πρέπει να αποφευχθεί εάν θέλουμε να μην καταβαραθρωθεί η ελληνική παραγωγή, δεδομένου μάλιστα ότι δεν συντρέχουν πλέον ευνοϊκοί παράγοντες όπως π.χ. η σημαντική μείωση των επιτοκίων της περιόδου 2002-2010.
Η πολιτική μισθών έχει κρίσιμο ρόλο σε αυτήν την διαδικασία. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας επιβάλλει ρυθμίσεις που επιτρέπουν διαφορικές αυξήσεις μισθών και όχι τις ίδιες αδιακρίτως σε όλους τους κλάδους, καθώς διαφορετικές επιχειρήσεις έχουν διαφορετικές αντοχές σε αυξήσεις μισθών, αναλόγως της αύξησης της παραγωγικότητάς τους. Οι αποφάσεις για αύξηση των μισθών πρέπει να συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας στους κλάδους των «διεθνώς εμπορευσίμων», της ΜΙΣΘΟΙ & ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ TEYXΟΣ 14 | 30 Οκτωβρίου 2017 | σελ. 13 οποίας η αύξηση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και προϋπόθεση για την παράλληλη και ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και την διατήρηση και την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Όπως προκύπτει από την ανάλυσή μας, η ανταγωνιστικότητα δεν συνδέεται αποκλειστικά ή κυρίως με τις μεταβολές των μισθών και το μισθολογικό κόστος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διαμόρφωση των μισθών δεν πρέπει να είναι συμβατή με την διατήρηση της ανταγωνιστικότητας. Σημαντικά επιβαρυντική επίδραση στην ανταγωνιστικότητα ασκούν τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων (συντελεστής ελαστικότητας =0,19), καθώς ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή περίπου κατά το ίδιο μέγεθος (0,17). Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από τον τρόπο αύξησης των μισθών και των κατώτατων μισθών, προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής, για την οποία οι κοινωνικοί εταίροι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μένουν αδιάφοροι, πρέπει να είναι το επενδυτικό κλίμα, η εξομάλυνση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων, καθώς και η πορεία του πληθωρισμού.