Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Il Manifesto», ο υπουργός Οικονομικών τονίζει σχετικά με τη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πως αυτή προτείνει την επιστροφή στον πιο γνήσιο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή την κατάργηση για πάντα της δέκατης τρίτης σύνταξης, την επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας, της περικοπής όλων όσων είναι δυνατό. Ενώ, χρησιμοποιεί ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα για το ΚΙΝΑΛ, λέγοντας ότι «το θλιβερότερο πράγμα είναι ότι αυτό που απομένει από το ΠΑΣΟΚ , κυρίως λόγω της ώθησης που επιβλήθηκε από τη σημερινή του ηγεσία, της Γεννηματά και του Βενιζέλου (που στοχεύει σε μια συμμαχία με τη δεξιά) υποστηρίζει αυτή την ανοιχτά νεοφιλελεύθερη γραμμή».
Ευκλείδη, αλήθεια πέρασαν τα χειρότερα;
Τα χειρότερα πέρασαν. Και το χειρότερο ήταν πάνω απ' όλα η περικοπή των συντάξεων, παρόλο που εμείς προσπαθήσαμε να την κάνουμε λιγότερο επώδυνη από όσο θα είχε κάνει η δεξιά. Πάντως, σε σχέση με αυτά που περιμέναμε πριν από 4 χρόνια, τα πράγματα πήγαν καλύτερα από το προβλεπόμενο. Έτσι κατορθώσαμε τώρα να επανεισάγουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που είχαμε αναγκαστεί να διακόψουμε, να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό, καταφέραμε να κάνουμε μερικά βήματα στο δρόμο για την οικοδόμηση ενός καταλληλότερου κοινωνικού κράτους, πάνω απ' όλα στον τομέα της υγείας. Με λίγα λόγια: για πρώτη φορά μετά το 2009 η Ελλάδα έχει έναν επεκτατικό προϋπολογισμό που δεν συμπεριλαμβάνει μέτρα λιτότητας αλλά μείωση φόρων και αυξήσεις των κοινωνικών δαπανών. Οι αλλαγές που εισήχθησαν στη φορολογική πολιτική εφαρμόστηκαν μέσα από μέτρα που έχουν στόχο να μειώσουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές των οικογενειών και των επιχειρήσεων, και, παράλληλα, έχουν στόχο να καταστήσουν αποτελεσματικότερη την κοινωνική προστασία και να τονώσουν την απασχόληση των νέων. Μπορέσαμε να το κάνουμε χάρη στην ανάπτυξη (+ 1,9% )και στο πρωτογενές πλεόνασμα (4,4% του ΑΕΠ) της Ελλάδας το 2018, ενώ για το 2019 η ανάπτυξη θα είναι 2,4%. Οι προβλέψεις είναι θετικές και για τα επόμενα δύο χρόνια. Η οικονομία επομένως επανεκκινήθηκε, έστω και με αργό ρυθμό. Το ΑΕΠ αυξήθηκε. Η Ελλάδα έχει, ευτυχώς, μεγάλη ευελιξία, γιατί χαρακτηρίζεται από πάρα πολλές μικρές επιχειρήσεις που σ' αυτά τα σκληρά χρόνια τα έβγαλαν πέρα. Φυσικά η Νέα Δημοκρατία μάς επιτίθεται για όσα κατορθώσαμε με κόπο να κάνουμε. Προτείνοντας την επιστροφή στον πιο γνήσιο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή την κατάργηση για πάντα της δέκατης τρίτης σύνταξης, την επιμήκυνση του ωραρίου εργασίας, της περικοπής όλων όσων είναι δυνατό. Στο όνομα της αποτελεσματικότητας που απαιτεί η αγορά. Το θλιβερότερο πράγμα είναι ότι αυτό που απομένει από το ΠΑΣΟΚ , κυρίως λόγω της ώθησης που επιβλήθηκε από τη σημερινή του ηγεσία, της Γεννηματά και του Βενιζέλου (που στοχεύει σε μια συμμαχία με τη δεξιά) υποστηρίζει αυτή την ανοιχτά νεοφιλελεύθερη γραμμή. Οι εχθροί δεν μας λείπουν, αρχής γενομένης από μέσα ενημέρωσης ανάλογα με τα λατινοαμερικάνικα: ανοιχτά με το μέρος των ισχυρών εξουσιών. Τροφοδοτούν επίσης τις εθνικιστικές διαδηλώσεις, που κατά τα άλλα προωθούνται και από το ΠΑΣΟΚ, από μίσος για την κυβέρνηση Τσίπρα, εξαιτίας της εξαιρετικά δίκαιης συμφωνίας που επιτέλους έδωσε ένα τέλος στη διαφορά για την πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δίνοντας τη δυνατότητα στην ΠΓΔΜ να ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία.
Ας επιστρέψουμε στην οικονομία και, όπως είναι φυσικό, στο ευρώ. Είναι καλό, είναι κακό, τι να το κάνουμε;
Ακόμη και σε ένα συντηρητικό οικονομολόγο, όχι μόνο σε έναν αριστερό σαν και μένα, η ευρωζώνη, έτσι όπως έχει σχεδιαστεί η αρχιτεκτονική της, φαίνεται εύθραυστη, ή μάλλον αναγκαστικά ασταθής. Πολύ διαφορετικές, όπως είναι γνωστό, είναι οι ανάλογες νομισματικές ζώνες που διαμορφώθηκαν σε κράτη με ομοσπονδιακή δομή: στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία. Όλες είναι θεμελιωμένες πάνω σε μια ευφυέστερη ισορροπία μεταξύ κεντρικού και τοπικού προϋπολογισμού. Και, πάνω απ' όλα, έχουν μια κεντρική τράπεζα η οποία, εκτός από το να υιοθετεί άλλα κριτήρια αξιολόγησης (για παράδειγμα το επίπεδο απασχόλησης, όπως η αμερικανική Federal Bank) έχουν επίσης το ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης. Μια εξουσία που δεν έχει η ΕΚΤ. Ο Ντράγκι, υπό όρους νομισματικής πολιτικής έχει κάνει στην πραγματικότητα αυτό που μπορούσε να κάνει, αλλά το πρόβλημα είναι ότι η κρίση δεν ήταν μόνο νομισματική, αλλά πολύ μεγαλύτερη, και κατέστησε φανερά όλα τα όρια της ΕΚΤ, που δεν είχε την αναγκαία εξουσία για να παρέμβει αποτελεσματικά. Πρώτα απ' όλα δεν είχε την εξουσία να δανείσει χρήματα στα κράτη για να χρηματοδοτήσουν τις αναγκαίες για την ανάκαμψη δημόσιες επενδύσεις. Έτσι - στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού - οι ενέργειές του [ενν. Ντράγκι] κατέληξαν να ευνοήσουν τη χρηματοοικονομική αγορά και συνεπώς τις τράπεζες.