Εκδόθηκε η εγκύκλιος της ΓΓΔΕ με τις οδηγίες που πρέπει να ακολουθούν οι επιχειρήσεις και τα ασφαλιστικά ταμεία για τον υπολογισμό της παρακράτησης φόρου σε μισθούς και συντάξεις
Επίσης σύμφωνα με την εγκύκλιο από τις φορολογικές δηλώσεις που θα υποβληθούν φέτος θα ξεκινήσει η φορολόγηση στις εταιρικές παροχές σε είδος εφόσον υπερβαίνουν τα 300 ευρώ.
Πρόκειται για παροχές που αφορούν σε δαπάνες μέσω εταιρικών πιστωτικών καρτών, χρήση εταιρικών αυτοκινήτων, κινητών τηλεφώνων κ.α. όπως ορίζει ο νέος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος.
Σε ότι αφορά τις παροχές σε είδος του 2015 σε εγκύκλιο της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων Κατερίνας Σαββαΐδου διευκρινίζεται ότι δεν θα υποβληθούν σε μηνιαία παρακράτηση φόρου και ότι όπως και φέτος ο φόρος υπολογισθεί και θα καταβληθεί με την εκκαθάριση της φορολογικής δήλωσης.
Στην εγκύκλιο ορίζεται ότι «όσον αφορά στις παροχές σε είδος, λόγω του ότι η αποτίμησή τους είναι δυσχερής έως και αδύνατη κατά τη στιγμή της χορήγησής τους γίνεται δεκτό ότι δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου επί των παροχών αυτών αλλά ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται κατά την εκκαθάριση της δήλωσης, δεδομένου ότι η αξία τους (εφόσον αυτές φορολογούνται) προσαυξάνει το εισόδημα από μισθωτή εργασία των δικαιούχων. Σε περιπτώσεις που έχει ήδη διενεργηθεί παρακράτηση φόρου επί των παροχών αυτών, ο φόρος αυτός θα συμψηφισθεί κατά την εκκαθάριση».
Στην εγκύκλιο της ΓΓΔΕ προβλέπεται ακόμη ότι:
- η μηνιαία παρακράτηση της έκτακτης εισφοράς εισοδήματος από το 2015 θα πρέπει να είναι μειωμένη κατά 30%, όπως ορίζει ο σχετικός νόμος ο οποίος ψηφίστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση.
- ο παρακρατούμενος φόρος εισοδήματος από μισθωτή εργασία, θα πρέπει να αποδίδεται ακόμα και αν οι δεδουλευμένες αποδοχές δεν έχουν καταβληθεί στους εργαζόμενους.
Οι οδηγίες αφορούν στην παρακράτηση φόρου που πρέπει να διενεργείται σε όλες τις αμοιβές που εισπράττονται από την 1/1/2015. Στους μισθωτούς και στους συνταξιούχους, η παρακράτηση θα γίνεται με βάση τη φορολογική κλίμακα, ενώ θα λαμβάνεται υπ' όψιν η έκπτωση φόρου των 2100 ευρώ, η οποία και καθιστά το αφορολόγητο στα 9.545 ευρώ
Οι συντελεστές:
Κλιμάκιο εισοδήματος (ευρώ) |
Φορολογικός συντελεστής % |
Φόρος κλιμακίου (ευρώ) |
Σύνολο Εισοδήματος (ευρώ) |
Σύνολο Φόρου (ευρώ) |
25.000 |
22 |
5.500 |
25.000 |
5.500 |
17.000 |
32 |
5.440 |
42.000 |
10.940 |
Υπερβάλλον |
42 |
Ο φόρος που προκύπτει μειώνεται κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ, εφόσον το φορολογητέο εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι μίας χιλιάδων (21.000) ευρώ και ο φόρος είναι μεγαλύτερος ή ίσος με το ποσό των δύο χιλιάδων εκατό (2.100) ευρώ. Σε περίπτωση που το ποσό του φόρου είναι μικρότερο των δύο χιλιάδες εκατό (2.100) ευρώ τότε το ποσό της μείωσης περιορίζεται στο ποσό του αναλογούντος φόρου.
Επίσης ορίζεται, ότι για φορολογητέο εισόδημα το οποίο υπερβαίνει το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων (21.000) ευρώ, το ποσό της μείωσης μειώνεται αναλογικά κατά εκατό (100) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ του φορολογητέου εισοδήματος (παράδειγμα: για ποσό εισοδήματος 30.000 ευρώ το ποσό μείωσης του φόρου είναι 1.200 ευρώ. (30.000-21.000=9.000, 9.000*100/1000=900, 2.100-900=1.200). Επίσης, στις διατάξεις της παρ.3 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται, ότι όταν το φορολογητέο εισόδημα υπερβαίνει το ποσό των σαράντα δύο χιλιάδων (42.000) ευρώ, δεν χορηγείται μείωση φόρου.
Για διευκόλυνση παρατίθεται κατωτέρω ενδεικτικός πίνακας με τον υπολογισμό του τελικού φόρου (μετά τις μειώσεις του άρθρου 16) που αντιστοιχεί σε ετήσιο φορολογητέο εισόδημα (βάσει αναγωγής) μέχρι 43.000 ευρώ.
Ετήσιο φορολογητέο |
Φόρος |
Τελικός φόρος |
εισόδημα |
(βάσει κλίμακας παρ.1 |
(μετά τις μειώσεις του |
(βάσει αναγωγής) |
άρθρου 15) |
άρθρου 16) |
9.545,45 |
2.100 |
0 (2.100-2.100) |
18.000 |
3.960 |
1.860 (3.960-2.100) |
18.500 |
4.070 |
1.970 (4.070-2.100) |
21.000 |
4.620 |
2.520 (4.620-2.100) |
21.200 |
4.664 |
2.584 (4.664-2.080) |
21.500 |
4.730 |
2.680 (4.730-2.050) |
21.900 |
4.818 |
2.808 (4.818-2.010) |
22.000 |
4.840 |
2.840 (4.840-2.000) |
22.600 |
4.972 |
3.032 (4.972-1.940) |
23.000 |
5.060 |
3.160 (5.060-1.900) |
24.000 |
5.280 |
3.480 (5.280-1.800) |
25.000 |
5.500 |
3.800 (5.500-1.700) |
25.300 |
5.596 |
3.926 (5.596-1.670) |
26.000 |
5.820 |
4.220 (5.820-1.600) |
27.000 |
6.140 |
4.640 (6.140-1.500) |
28.000 |
6.460 |
5.060 (6.460-1.400) |
29.000 |
6.780 |
5.480 (6.780-1.300) |
30.000 |
7.100 |
5.900 (7.100-1.200) |
31.000 |
7.420 |
6.320 (7.420-1.100) |
32.000 |
7.740 |
6.740 (7.740-1.000) |
32.499 |
7.899,68 |
6.949,58(7.899,68-950,10) |
32.500 |
7.900 |
6.950 (7.900-950) |
32.999 |
8.059,68 |
7.159.58(8.059,68-900,10) |
33.000 |
8.060 |
7.160 (8.060-900) |
34.000 |
8.380 |
7.580 (8.380-800) |
35.000 |
8.700 |
8.000 (8.700-700) |
36.000 |
9.020 |
8.420 (9.020-600) |
37.000 |
9.340 |
8.840 (9.340-500) |
38.000 |
9.660 |
9.260 (9.660-400) |
39.000 |
9.980 |
9.680 (9.980-300) |
40.000 |
10.300 |
10.100 (10.300-200) |
41.000 |
10.620 |
10.520 (10.620-100) |
41.300 |
10.716 |
10.646 (10.716-70) |
41.500 |
10.780 |
10.730 (10.780-50) |
41.900 |
10.908 |
10.898 (10.908-10) |
42.000 |
10.940 |
10.940 (10.940-0) |
42.700 |
11.234 |
11.234 (11.234-0) |
43.000 |
11.360 |
11.360 (11.360-0) |
Επίσης προβλέπεται η εξαίρεση από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία και συντάξεις, πέραν των κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων οι οποίες επιβάλλονται με νόμο και των εισφορών εργαζομένου υπέρ των επαγγελματικών ταμείων που έχουν συσταθεί με νόμο καθώς και των ασφαλίστρων που καταβάλλονται για λογαριασμό του εργαζομένου στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων
Σε πολλές περιπτώσεις επιχειρήσεις συνάπτουν ομαδικά ασφαλιστήρια συνταξιοδοτικά συμβόλαια για λογαριασμό των εργαζομένων τους και τα ασφάλιστρα για την καταβολή των οποίων βαρύνεται ο εργαζόμενος, παρακρατούνται μέσω της μισθοδοσίας του κατ' ανάλογο τρόπο όπως και οι υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων οι οποίες επιβάλλονται με νόμο. Ανάλογη παρακράτηση μέσω μισθοδοσίας πραγματοποιείται πολλές φορές και για εισφορές υπέρ επαγγελματικών ταμείων που έχουν συσταθεί με νόμο για την καταβολή των οποίων βαρύνεται επίσης ο εργαζόμενος. Στις περιπτώσεις αυτές οι εκκαθαριστές μισθοδοσίας προκειμένου να υπολογίσουν τον παρακρατούμενο φόρο στο μηνιαίο καθαρό εισόδημα από μισθωτή εργασία, θα αφαιρέσουν από το ακαθάριστο ποσό του μισθού, πέραν από τις νόμιμες κρατήσεις για υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές του εργαζομένου, και τις ανωτέρω κρατήσεις για ασφάλιστρα και εισφορές υπέρ επαγγελματικών ταμείων που για την καταβολή τους βαρύνεται επίσης ο εργαζόμενος.
Προκειμένου για νεοδιορισθέντες υπαλλήλους ή νέους συνταξιούχους, ο προσδιορισμός του ετήσιου καθαρού εισοδήματος θα γίνεται με βάση τα δεδομένα του μήνα έναρξης της εργασίας ή καταβολής της σύνταξης
Επίσης στην εγκύκλιο ορίζεται, ότι ο παρακρατούμενος φόρος στο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις αποδίδεται το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής του υποκείμενου σε παρακράτηση εισοδήματος και ορίζεται, ότι χρόνος κτήσης του εισοδήματος (είτε από μισθωτή εργασία είτε από επιχειρηματική δραστηριότητα) θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Συνεπώς το εισόδημα από μισθωτή εργασία, προκύπτει και καθίσταται απαιτητό με την ολοκλήρωση των παρεχόμενων υπηρεσιών είτε ανά μήνα για τους παρέχοντες έμμισθη υπηρεσία είτε ανά ημέρα για το ημερομίσθιο προσωπικό, δηλαδή όταν ο δικαιούχος απέκτησε δικαίωμα είσπραξης.
Περαιτέρω, η υποχρέωση παρακράτησης φόρου αφορά αποκλειστικά τον εργοδότη, ο οποίος έχει ιδία και αυτοτελή υποχρέωση όπως προβεί στην παρακράτηση και απόδοση του παρακρατηθέντος ποσού στο Δημόσιο υποβάλλοντας σχετική δήλωση. Επομένως θα πρέπει να αποδίδεται παρακρατούμενος φόρος εισοδήματος από μισθωτή εργασία σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις της παρ.6 του άρθρου 60 επί δεδουλευμένων αποδοχών μισθωτών ακόμα και αν αυτές δεν έχουν πραγματικά καταβληθεί στους δικαιούχους
Επισημαίνεται, ότι όπως είχε διευκρινιστεί και στην Απόφαση αυτή, εργοδότες υπόχρεοι σε υποβολή προσωρινής δήλωσης που καταβάλλουν εισόδημα για μισθωτή εργασία σε εργαζόμενους ή υπαλλήλους τους, έχουν την υποχρέωση υποβολής της δήλωσης αυτής ακόμα και στην περίπτωση που δεν προκύπτει φόρος για απόδοση