Την ανάγκη διαφύλαξης της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωζώνη ως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη συνέχιση της λειτουργίας της εθνικής οικονομίας, επισημαίνουν οι διοικήσεις της Ένωσης διμερών Ελληνο-Ευρωπαϊκών Επιμελητηρίων, του Ελληνοϊσραηλινού, του Ελληνοκινεζικού και του Ελληνορωσικού Επιμελητηρίου, προτρέποντας τους Έλληνες να απαντήσουν με «ναι» στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη στο προγραμματισμένο για την Κυριακή δημοψήφισμα.
Με κοινή τους δήλωση τονίζουν την ανάγκη αμοιβαίων υποχωρήσεων, ώστε να διασφαλιστεί μία βιώσιμη και μακροχρόνια λύση και επισημαίνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητη συνθήκη για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της επανεκκίνηση της οικονομίας.
«Η χώρα βρίσκεται σε μία πρωτοφανή περιδίνηση κρίσης, η οποία λαμβάνει πλέον δραματικό χαρακτήρα», αναφέρουν και επισημαίνουν ότι «η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, εκτός από εθνικό κεκτημένο και συνταγματική επιταγή, είναι αντικειμενικά απαραίτητη για τη συνέχιση της λειτουργίας των περισσότερων, εάν όχι του συνόλου, των επιχειρήσεων μελών μας, τουλάχιστον με τη μορφή, το αντικείμενο και τον αριθμό εργαζομένων που εξακολουθούν να απασχολούν».
Κατά τα διμερή Ελληνοευρωπαϊκά Επιμελητήρια, τo Eλληνορωσικό, το Ελληνοκινεζικό και το Ελληνοϊσραηλινό Εμπορικό Επιμελητήριο, «ανεξάρτητα από την ερμηνεία που επιχειρεί να προσδώσει στο προγραμματισμένο δημοψήφισμα, η κυβέρνηση το ερώτημα που τίθεται «προσλαμβάνεται ως ναι ή όχι στο ευρώ. Προσλαμβάνεται ως ναι ή όχι στην Ευρώπη. Ακόμη και εάν αυτή η αντίληψη είναι εσφαλμένη, ακόμη και εάν αυτή η αντίληψη είναι καθοδηγούμενη, δυστυχώς αυτή είναι η επικρατούσα», επισημαίνεται στην κοινή δήλωση.
Οι διοικήσεις των επιμελητηρίων υπογραμμίζουν τα καταστροφικά σφάλματα, τις παραλείψεις και τις ιδεολογικές εμμονές, που χαρακτήρισαν τα δύο, μέχρι στιγμής, συμφωνηθέντα «Προγράμματα Διάσωσης», όσο και την εφαρμογή τους, συμβάλλοντας σε μακροχρόνια και επώδυνη ύφεση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα, όπως αναφέρουν, τη φτωχοποίηση περισσότερων από τρία εκατομμύρια Ελλήνων, την εκτόξευση της ανεργίας, την απίσχνανση του παραγωγικού ιστού και τη μεγαλύτερη μεταπολεμική οικονομική καταστροφή σε χώρα-μέλος του ΟΗΕ σε καιρό ειρήνης.
Αναφερόμενες στις μεταρρυθμίσεις που τελικά καμία κυβέρνηση, μέχρι σήμερα, ουσιαστικά δεν επιχείρησε, οι διοικήσεις των επιμελητηρίων τονίζουν ότι, εκτός από απαραίτητες, δεν έχουν το παραμικρό δημοσιονομικό ή ατομικό οικονομικό κόστος.
«Οι μεταρρυθμίσεις αυτές μπορούν, ακόμη και τώρα, αν αποφασιστούν και εφαρμοστούν, να φέρουν την ανάπτυξη», αναφέρουν στην κοινή τους δήλωση και προσθέτουν ότι η χώρα έχει ανάγκη άμεσων επενδύσεων, οι οποίες, λόγω των συνθηκών, δεν αναμένεται να πραγματοποιηθούν από το Δημόσιο ή ελληνικά ιδιωτικά κεφάλαια και υπολογίζεται πως ανέρχονται, μέχρι το τέλος του 2020, στο ύψος των 150 δισ. ευρώ. Ο στόχος αυτός μέσα στο υφιστάμενο περιβάλλον της διεθνώς διαθέσιμης ρευστότητας είναι εφικτός», τονίζεται χαρακτηριστικά.