Επίσης στο νομοσχέδιο η κυβέρνηση με την κατάθεση η κυβέρνηση δεσμεύεται να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή πριν από την ισχύ του κώδικα το σύνολο των ρυθμίσεων για τα καθυστερούμενα δάνεια (προστασία πρώτης ή μοναδικής κατοικίας από πλειστηριασμούς για οφειλές στις τράπεζες) ενώ διαβεβαιώνει ότι σε συνεργασία με την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών θα παράσχει de facto προστασία στους πολίτες που υπάγονται στις διατάξεις αυτές.
Με βάση το σχέδιο νόμου για τον νέο Κώδικα, οι πλειστηριασμοί ακινήτων θα διενεργούνται πλέον με τιμή πρώτης προσφοράς την εμπορική αξία του ακινήτου όπως αυτή προσδιορίστηκε κατά το χρόνο της κατάσχεσης, και όχι την αντικειμενική του τιμή, όπως ισχύει σήμερα.
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να αποσυμφορηθεί και να απλοποιηθεί η σημερινή διαδικασία η οποία προβλέπει τιμή πρώτης προσφοράς την αντικειμενική αξία και προϋποθέτει δύο άγονους πλειστηριασμούς για να κάνει δεκτό το αρμόδιο δικαστήριο τη μείωση της τιμής εκκίνησης.
Επιπρόσθετα, διευρύνεται έμμεσα η δυνατότητα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων οφειλετών καθώς καταργείται η απαρίθμηση των ακατάσχετων πραγμάτων και αντικαθίσταται από μια γενικής έννοιας διατύπωση.
Αλλαγές προκύπτουν και ως προς την κατάταξη των προνομιούχων πιστωτών. Καταργείται η πρόβλεψη ότι η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, σύμφωνα με το άρθρο 977 (συρροή γενικών και ειδικών προνομίων), διενεργείται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που έχουν τα ασφαλιστικά ταμεία που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων.
Στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης προηγούνται πλέον οι τράπεζες έναντι των εργαζομένων.
Στην περίπτωση πτώχευσης επιχειρήσεων και εκποίησης ακινήτων τους, το ποσοστό ικανοποίησης των εργαζομένων συρρικνούται στο 25% ενώ των τραπεζών διευρύνεται στο 65%. Το υπόλοιπο 10% από το εκπλειστηρίασμα δίνεται στους μη προνομιούχους πιστωτές.
Αν δεν υπάρχουν μη προνομιούχες απαιτήσεις, η διαίρεση του πλειστηριάσματος μεταξύ γενικών και ειδικών προνομίων εξακολουθεί να έχει ως σήμερα (1/3 και 2/3 αντίστοιχα). Επίσης, καθορίζεται ο τρόπος ικανοποίησης σε περίπτωση συρροής δύο εκ των τριών κατηγοριών απαιτήσεων.
Επίσης αυξάνονται οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται από το αρμόδιο δικαστήριο κατ' εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 204, 205, 232 και 607 του Κώδικα, οι οποίες αποτελούν εφεξής δημόσιο έσοδο. (Σήμερα, τα ποσά αυτά αποτελούν έσοδο του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων - Τομέα Ασφάλισης Νομικών/φορέας της Γενικής Κυβέρνησης.)
Επανακαθορίζεται η σειρά κατάταξης των δανειστών στον πίνακα των γενικών προνομίων (άρθρο 975) και ορίζεται ότι κατατάσσονται στην τρίτη σειρά, οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και τους λοιπούς παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης, τους τόκους και τα πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές.
Σήμερα, σύμφωνα με το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις κάθε φύσεως προσαυξήσεις, το δημόσιο κατατάσσεται στη δεύτερη σειρά του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια).
Αλλαγές στις καταθέσεις και την εξυγίανση των τραπεζών
Βασική φιλοσοφία του νομοσχεδίου είναι ότι τις ζημιές μιας τράπεζας δεν πρέπει να τις αναλάβουν οι φορολογούμενοι πολίτες, παρά μόνο ως έσχατο μέσο. Οι ζημιές βαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και μετά τους ομολογιούχους όμως κανένας πιστωτής κατά την εφαρμογή των μέτρων εξυγίανσης που προβλέπει το νομοσχέδιο δεν πρέπει να βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση να υποστεί μεγαλύτερες ζημιές από αυτές που θα αναλάμβανε αν το ίδρυμα ετίθετο σε εκκαθάριση.
Οι γενικές αρχές του σχεδίου περιλαμβάνουν την κατά προτεραιότητα συμμετοχή των μετόχων στις ζημιές της εξυγίανσης, η οποία ακολουθείται από εκείνη των πιστωτών, σύμφωνα με την κατάταξη των απαιτήσεων των τελευταίων στο πλαίσιο των συνήθων διαδικασιών αφερεγγυότητας.
Επιπροσθέτως, προβλέπεται η αντικατάσταση του Διοικητικού Συμβουλίου και των ανώτερων διοικητικών στελεχών του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εκτός αν η παραμονή τους κρίνεται ενδεικνυόμενη για την επίτευξη των σκοπών της εξυγίανσης, καθώς και την παροχή από αυτούς κάθε απαραίτητης βοήθειας.
Το άρθρο 44 για την αναδιάρθρωση παθητικού αναφέρει ρητά πως η αρχή εξυγίανσης δεν απομειώνει (κουρεύει) :
* τις εγγυημένες καταθέσεις (έως 100.000 ευρώ)
*τις υποχρεώσεις που καλύπτονται με εξασφάλιση, συμπεριλαμβανόμενων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου
*κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που διακρατούν οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (αμοιβαία κεφάλαια)
*κάθε υποχρέωση που προκύπτει από καταπιστευτική σχέση μεταξύ του ιδρύματος και ενός άλλους προσώπου
* τις υποχρεώσεις προς ιδρύματα, οι οποίες έχουν αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών
*τις υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων
*τις καταθέσεις του ΤΕΚΕ και του Συνεγγυητικού,
*τις υποχρεώσεις σε οποιονδήποτε από τους εργαζόμενους, τους εμπορικούς πιστωτές, τις φορολογικές αρχές και τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.
Το νομοσχέδιο ξεκαθαρίζει πως σε εξαιρετικές περιστάσεις όταν εφαρμόζεται η αναδιάρθρωση παθητικού, η Αρχή Εξυγίανσης μπορεί να εξαιρεί συνολικά ή εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής.
Αναφορικά με την γνωμοδότηση της ΕΚΤ η Κεντρική Τράπεζα επισημαίνει ότι δεν εκφέρει γνώμη για το κατά πόσον το ν.σ. εκπληρώνει αποτελεσματικά τις υποχρεώσεις της ελληνικής πολιτείας να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο τα μέτρα εξυγίανσης και ανάκαμψης.
Η ΕΚΤ δήλωσε ότι η Τράπεζα της Ελλάδα είναι ήδη η εποπτεύουσα αρχή υπεύθυνη και για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Κατά συνέπεια, η υιοθέτηση της BRRD στο εθνικό δίκαιο δεν αντιπροσωπεύει μια σημαντική μετατόπιση των ευθυνών της.
"Απαιτώντας την προηγούμενη συγκατάθεση του υπουργείου Οικονομικών για όλες τις αποφάσεις που αφορούν την πώληση θυγατρικών, ή τη δημιουργία μιας τράπεζας γέφυρας, το διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων, bail-in, ανεξάρτητα από το αν έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ή συστηματική εμμέσως, το σχέδιο νόμου φαίνεται να πηγαίνει πέρα από «το κείμενο BRRD, επισημαίνει η έκθεση της ΕΚΤ .
Το παραπάνω σύμφωνα με την ΕΚΤ, αυξάνει την πιθανότητα το Υπουργείο Οικονομικών να θεωρηθεί δυνητικά ως μια δεύτερη αρχή εξυγίανσης, παράλληλα με την Τράπεζα της Ελλάδα.