Οι τροποποιήσεις αυτές, όπως αναφέρει η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου αλλαγών του δικαίου αφερεγγυότητας, οι οποίες θα λάβουν χώρα με πρωτοβουλία της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, η οποία λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Αν και ο Πτωχευτικός Κώδικας του 2007 αποτελεί ένα σύγχρονο νομοθέτημα το οποίο ανταποκρίνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές και διεθνείς προδιαγραφές, υπάρχουν επιμέρους τμήματα του που δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες της συναλλακτικής δραστηριότητας (οφειλετών και πιστωτών), η οποία για περισσότερο από μια πενταετία μαστίζεται από τις επιπτώσεις μιας οξείας κρίσης ρευστότητας και γενικότερης οικονομικής κρίσης. Οι αλλαγές που προτείνονται με το παρόν αναμένεται να ανταποκριθούν στις παρατηρούμενες δυσκολίες, εισάγοντας περισσότερο εύχρηστες λύσεις και, ειδικότερα σε ότι αφορά τις αλλαγές στη διαδικασία εξυγίανσης, να διευκολύνουν τη διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων, επιτρέποντας σε αυτές ένα νέο ξεκίνημα, προς το γενικότερο όφελος της οικονομίας. Ειδικά στην προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, οι αλλαγές που επιχειρούνται αναμένεται να καταστήσουν δυνατή την περισσότερο αποτελεσματική χρησιμοποίησή της προς όφελος οφειλετών και δανειστών, την ενίσχυση της δυνατότητας διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων και διατήρησης θέσεων εργασίας και την αποτροπή καταστρατηγήσεων από μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Οι τροποποιήσεις που προτείνονται βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με τις αρχές που υιοθετεί η πρόσφατη Σύσταση της Επιτροπής της 12.3.2014 για μια νέα προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα (C 2014/1500, εφεξής «η Σύσταση»), καθώς και τις αποδεκτές διεθνείς πρακτικές στον τομέα της αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας.
Ειδικότερα:
Καταργούνται οι ρυθμίσεις που προβλέπουν την αυτόματη λύση των διαρκών συμβάσεων συνεπεία της κήρυξης της πτώχευσης δυνάμει αντίστοιχων συμβατικών ρητρών {ρήτρες "ispo facto"), με την εξαίρεση των χρηματοοικονομικών συμβάσεων, ήτοι των συμβάσεων που έχουν ως αντικείμενο την παροχή τραπεζικών, πιστωτικών, επενδυτικών, ασφαλιστικών υπηρεσιών. Η εν λόγω τροποποίηση συνάδει με
την διεθνή πρακτική και επιδιώκει την διατήρηση της αξίας της επιχείρησης του οφειλέτη.
Η διαδικασία αναγγελίας των απαιτήσεων, επαλήθευσής τους, καθώς και υποβολής σχετικών αντιρρήσεων, συντέμνονται χρονικά, καθώς οι ισχύουσες ρυθμίσεις προβλέπουν ένα αδικαιολόγητα χρονοβόρο πλαίσιο.
Ειδικότερα, η προθεσμία αναγγελίας των απαιτήσεων συντέμνεται από τρεις (3) σε έναν (1) μήνα, η προθεσμία επαλήθευσης επίσης από τρεις (3) σε έναν (1) μήνα, αλλά με κατ'εξαίρεση δυνατότητα παράτασης για δύο επιπλέον μήνες, ενώ εισάγονται σύντομες προθεσμίες έγερσης αντιρρήσεων και έκδοσης αποφάσεων επ'αυτών.
Καταργείται η υποχρεωτική κλήτευση των μελών της διοίκησης στη δίκη της πτώχευσης καθώς δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό ενώ αυξάνει το κόστος της διαδικασίας.
Διευρύνεται το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης {άρθρο 99 παρ. 1), έτσι ώστε να καταλαμβάνονται όχι μόνον οφειλέτες που βρίσκονται σε κατάσταση παρούσας ή
επαπειλούμενης αδυναμίας εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων κατά τρόπο γενικό, αλλά και οφειλέτες, οι οποίοι, χωρίς να έχουν εισέλθει σε μια τέτοια κατάσταση, αντιμετωπίζουν απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητας, η οποία δύναται να αρθεί με την ένταξή τους στη διαδικασία αυτή. Με τον τρόπο αυτό υλοποιείται η σχετική αρχή της Σύστασης (παρ. 6°) για έγκαιρη ένταξη στη διαδικασία, η οποία ενισχύει τη
δυνατότητα εξυγίανσης επιχειρήσεων σε πρώιμο στάδιο πριν εισέλθουν στο στάδιο της αφερεγγυότητας. Επιπρόσθετα, το χρονικό διάστημα μετά το οποίο οφειλέτης, σε σχέση με τον οποίο έχει ήδη επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης, μπορεί να επανυποβάλει αίτηση υπαγωγής, μειώνεται από πέντε (5) σε τρία (3) έτη.
Καταργείται η διάταξη που επιβάλει στον οφειλέτη την υποχρέωση κατάθεσης ποσού από 2000 έως 7000 ευρώ, ανάλογα με την περίπτωση, με ποινή απαραδέκτου της αίτησης. Η κατάργηση αυτή κρίθηκε απαραίτητη όχι μόνον εξαιτίας των εξαιρετικά υψηλών ποσών που προβλέπει και της υποχρέωσης για προκατάθεση αυτών, αλλά επίσης, εξαιτίας της ρύθμισης ενός αντικειμένου που θα πρέπει να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των μερών.
Η διάρκεια της περιόδου διαπραγμάτευσης που προβλέπεται στο άρθρο 101 παρ. 1, διευρύνεται από δύο (2) (με δυνατότητα παράτασης για ακόμη έναν) σε τέσσερις (4) μήνες. Η διάρκεια αυτή δύναται να ανανεωθεί εφόσον αποδεικνύεται (κυρίως δια του αριθμού των πιστωτών που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις και του ύψους των εκπροσωπούμενων απαιτήσεων) πρόοδος στις διαπραγματεύσεις με ανώτατο όριο τη συνολική διάρκεια δώδεκα (12) μηνών. Η τροποποίηση αυτή είναι αναγκαία, καθώς η σχετική πρακτική έχει αναδείξει την αδυναμία ευόδωσης των διαπραγματεύσεων στο προβλεπόμενο σήμερα μικρό χρονικό διάστημα. Οι προτεινόμενες προθεσμίες αντιστοιχούν στις μέγιστες προβλεπόμενες προθεσμίες αναστολής εκτέλεσης, οι οποίες με τη σειρά τους, είναι πλήρως εναρμονισμένες με τις προβλεπόμενες στην σχετική αρχή αρ. 13 της Σύστασης (βλ. και παρ. 8 παρόντος άρθρου).
Διευκολύνεται η χορήγηση προσωρινής αναστολής με την κατάθεση της αίτησης ανοίγματος της διαδικασίας (άρθρο 103), για περιπτώσεις όπου υπάρχει αυξημένη πιθανότητα επίτευξης της συμφωνίας και υλοποίησης του στόχου της, αποτροπής δηλ. περιέλευσης του οφειλέτη σε κατάσταση παύσης πληρωμών. Με τον τρόπο αυτό, το ισχύον πλαίσιο χορήγησης αναστολής στο στάδιο αυτό, προσαρμόζεται πλήρως με αντίστοιχη αρχή της Σύστασης (αρ. 11), διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων σε περιπτώσεις όπου εμφανίζεται πιθανή τόσο η επίτευξη συμφωνίας όσο και η ευόδωση του σκοπού της. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του δικαστηρίου θα βασισθεί προεχόντως στην έκθεση του εμπειρογνώμονα, η οποία συνοδεύει την αίτηση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 100 παρ. 3.
Η μέγιστη διάρκεια αναστολής που προβλέπεται στο άρθρο 103 παρ. 7, αυξάνεται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται πλήρης εναρμόνιση με την αρχή υπ'αριθμ. 13 της Σύστασης. Η διάρκεια, έτσι, από δύο μήνες αυξάνεται σε τέσσερις, με δυνατότητα ανανέωσης, εφόσον αποδεικνύεται πρόοδος στις διαπραγματεύσεις και ανώτατο όριο τους δώδεκα μήνες.
Αντικαθίσταται, εισάγοντας ρύθμιση για αυτόματη αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για άμεση επικύρωση συμφωνίας
εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106 β του ΠτΚ. Η αναστολή προβλέπεται για το διάστημα από την υποβολή της συμφωνίας προς επικύρωση μέχρι την έκδοση απόφασης του δικαστηρίου για την αποδοχή ή απόρριψή της και για ανώτατο χρόνο τεσσάρων μηνών από την υποβολή της. Η ρύθμιση αυτή επιβάλλεται για λόγους ενίσχυσης και ευρύτερης χρήσης των προσυμφωνημένων διαδικασιών του άρθρου 106β,
όπου οι πιστωτές έχουν ήδη συμβληθεί με τα απαιτούμενα ποσοστά και οιαδήποτε λήψη μέτρου στο ενδιάμεσο στάδιο, θα απέβαινε ενδεχομένως επιζήμια για την ευόδωση του σκοπού της διαδικασίας. Η ίδια ρύθμιση επιβάλλεται για τον ίδιο λόγο να επεκταθεί και σε περίπτωση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας που δεν υποβάλλεται στο πλαίσιο της άμεσης διαδικασίας του άρθρου 106β αλλά συνάπτεται μετά το άνοιγμα της διαδικασίας
εξυγίανσης, στο πλαίσιο του άρθρου 106στ. Για την αποτροπή καταχρήσεων, αυτόματη αναστολή διώξεων μπορεί να ισχύσει μόνον μία φορά.
Ρυθμίζεται η δυνατότητα επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης χωρίς να απαιτείται η γνώμη του εμπειρογνώμονα ως προς τη συνδρομή του κριτηρίου της βιωσιμότητας και χωρίς να πιθανολογεί το δικαστήριο τη συνδρομή του κριτηρίου αυτού, όπως προβλέπεται κατά το ισχύον δίκαιο στις διατάξεις 106 στ και 106 ζ. Η τροποποίηση αυτή διευκολύνει την επικύρωση συμφωνιών μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, που πληρούν όλες τις υπόλοιπες τασσόμενες προϋποθέσεις, απαλλάσσοντας το δικαστήριο από την κρίση βιωσιμότητας που συνεπάγεται εξοικείωση με οικονομικές έννοιες και στοιχεία, η κρίση επί των οποίων επιβαρύνει χρονικά την έκδοση της
απόφασης. Κατά τη ρύθμιση, η κρίση για τη βιωσιμότητα του οφειλέτη, επαφίεται εύλογα στους ίδιους τους πιστωτές του, με εισαγωγή όμως προϋποθέσεων που διασφαλίζουν τη γνώση όλων των πιστωτών για τις ρυθμίσεις της συμφωνίας και του συνοδευτικού επιχειρηματικού σχεδίου που τους αφορούν.
Με την παράγραφο 14 τροποποιείται η διατύπωση της παραγράφου 2 του άρθρου 106ζ από αποφατική σε καταφατική για λόγους ευχερούς ανάγνωσής της σε συνδυασμό με την παράγραφο 15.
Η διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης που προβλέπεται στο άρθρο 106 ια απλοποιείται ως προς συγκεκριμένες πτυχές της, έτσι ώστε να καταστεί περισσότερο εύχρηστη και δημοφιλής και να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης ενός αφερέγγυου οφειλέτη. Προς το σκοπό αυτό, διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας έτσι ώστε να καλύπτει κάθε οφειλέτη, νομικό πρόσωπο, που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 3 του Κώδικα, καταργείται η προϋπόθεση ύπαρξης αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερόμενου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης, προβλέπεται ο διορισμός εκκαθαριστή κατά το πρότυπο της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης του ν. 4307/2014 (άρθρα 68 επ.), ρυθμίζεται η ευθύνη του εκκαθαριστή κατά τα ισχύοντα στο ν. 4307/2014 (άρθρα 69 παρ. 4), προβλέπεται ότι κύριες παρεμβάσεις μπορούν να ασκηθούν μόνον από πιστωτές του οφειλέτη που εκπροσωπούν συγκεκριμένο ποσοστό απαιτήσεων, προβλέπεται η άμεση καταβολή του προσφερόμενου τιμήματος, εισάγεται αναστολή ατομικών διώξεων σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης και προβλέπεται ότι η χρηματοδότηση καθώς και οι παροχές που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθρου 154 στοιχ. (α).
Καταργούνται οι περιορισμοί που επιβάλλονται στη μείωση των απαιτήσεων, η οποία μπορεί να συμφωνηθεί στο πλαίσιο ενός σχεδίου αναδιοργάνωσης.
Όπως προβλέπονται (άρθρο 110), οι περιορισμοί δεν εξυπηρετούν το σκοπό εισαγωγής τους, λαμβανομένου υπόψη ότι το σχέδιο αναδιοργάνωσης έχει τύχει πενιχρότατης εφαρμογής.
Η ρύθμιση των γενικών και της συρροής προνομίων στην πτώχευση ευθυγραμμίζεται με τις αντίστοιχες, πρόσφατες, ρυθμίσεις των άρθρων 975 και 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ν. 4335/2015), έτσι ώστε να μην υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ τους. Η ευθυγράμμιση αυτή ενισχύει τη νομική συνοχή και την ασφάλεια δικαίου σε έναν τομέα όπου τα συμφέροντα των οφειλετών και των διαφορετικών τάξεων των πιστωτών συγκρούονται μεταξύ τους.
Η διαδικασία για μικρές επιχειρήσεις του άρθρου 162 απλοποιείται περαιτέρω με τη διεύρυνση εφαρμογής της και σε επιχειρήσεις που διαθέτουν ακίνητη περιουσία. Οι υπόλοιποι περιορισμοί παραμένουν αμετάβλητοι. Σκοπός της διεύρυνσης αυτής είναι να αποτελέσει η διαδικασία ένα πιο εύχρηστο εργαλείο πτώχευσης για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η περίοδος απαλλαγής από χρέη φυσικών προσώπων μειώνεται από δέκα (όπως προκύπτει από συνδυασμό των άρθρων 168 και 170) σε τρία χρόνια. Με την εισαγωγή της διάταξης αυτής για πλήρη απαλλαγή χρεών μετά από μέγιστη χρονική διάρκεια τριών χρόνων, οι αρνητικές συνέπειες της πτώχευσης μειώνονται σημαντικά και επιχειρηματίες που επιθυμούν να επαναδραστηριοποιηθούν έχουν τη δυνατότητα για ένα νέο ξεκίνημα, σε πλήρη εναρμόνιση με τις σχετικές αρχές της Σύστασης (αρ. 30-33). Επειδή η εισαγωγή της ρύθμισης αυτής καθιστά αναγκαία τη μείωση ολόκληρου του χρονικού πλαισίου διεξαγωγής της πτωχευτικής διαδικασίας, η οποία αποτελείται από υπερβολικά μεγάλο αριθμό βημάτων και υπο-διαδικασιών που ενδέχεται να ολοκληρωθούν σε χρόνο πέραν της δεκαετίας από την έναρξη της πτώχευσης, η ρύθμιση αυτή θα ισχύσει από 1-1-2016, όταν τεθούν σε ισχύ και οι άλλες αλληλοεξαρτώμενες αλλαγές.
Προβλέπεται η εισαγωγή του επαγγέλματος του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, ο οποίος θα ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που προβλέπει ο ισχύον νόμος και κατανέμονται, ανάλογα με τη διαδικασία, στο σύνδικο, στο μεσολαβητή, στον ειδικό εντολοδόχο και στον ειδικό εκκαθαριστή. Η εισαγωγή και θέσπιση του επαγγέλματος ανταποκρίνεται στις ισχύουσες διεθνείς πρακτικές. Όλες οι ρυθμίσεις που απαιτούνται για την εισαγωγή του νέου αυτού επαγγελματικού θεσμού θα αποτελέσουν περιεχόμενο προεδρικού διατάγματος με το οποίο θα καθορισθούν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις άσκησης του επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτούνται για την πρόσβαση στο επάγγελμα, οι όροι πρακτικής εξάσκησης, οι όροι και ο φορέας εγγραφής, οι επιμέρους αρμοδιότητες σε σχέση με τις προβλεπόμενες διαδικασίες του Πτωχευτικού Κώδικα, καθώς και όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις μεταβατικού χαρακτήρα. 23. Με την παράγραφο των μεταβατικών διατάξεων προβλέπεται ότι οι παράγραφοι 1έως 20 και 22 θα εφαρμόζονται μόνον για τις διαδικασίες που αρχίζουν μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος. Οι διαδικασίες θεωρούνται ότι αρχίζουν μετά την ημερομηνία ισχύος του παρόντος, εφόσον υποβληθεί η αίτηση για κήρυξη της πτώχευσης (άρθρο 5) ή η αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρο 99) ή η αίτηση για την άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (άρθρο 106β) ή η αίτηση για την υπαγωγή σε διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης (άρθρο 106ια) μετά την ημερομηνία κατά την οποία ο παρών νόμος αρχίζει να ισχύει. Η παράγραφος 21 θα εφαρμόζεται σε διαδικασίες πτώχευσης οι οποίες ξεκινούν μετά την 1.1.2016, ήτοι η αίτηση για κήρυξη της πτώχευσης υποβάλλεται μετά την ημερομηνία αυτή.