Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2009 το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας ανερχόταν στο 7,6%, το 2012 εκτινάχθηκε στο 19,7%, δηλαδή υπερδιπλασιάστηκε. Με δεδομένο ότι η κρίση συνεχίζεται ακόμα, με μια μικρή διακοπή το β' εξάμηνο του 2014, όταν καταγράφηκε ανάπτυξη 0,8%, είναι πιθανό οι συγκεκριμένοι δείκτες φτώχειας να είναι τελικά, ακόμα πιο δυσμενείς. Αναλύοντας περισσότερο τα ποσοστά απόλυτης φτώχειας διαπιστώνεται τεράστια αύξηση σε όσους εργάζονται με συνθήκες μερικής απασχόλησης, καθώς από 30,1% που ήταν το 2009, αυξήθηκε στο 51,7% το 2012. Στους ανέργους το ποσοστό απόλυτης φτώχειας από 34,8% που ήταν το 2009, σχεδόν διπλασιάζεται φτάνοντας το 2012, στο 65,5%. Μάλιστα, για τη συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών η έκθεση διαπιστώνει ότι το Σύστημα Κοινωνικής Προστασίας (ΣΚΠ) της Ελλάδας, απέτυχε να υποστηρίξει ενεργά τις εισοδηματικές ανάγκες των ανέργων. Στους συνταξιούχους το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας αυξάνεται από το 18,6% το 2009, σε 31,3% το 2012. Από τους υπόλοιπους οικονομικά μη ενεργούς πολίτες, το ποσοστό απόλυτης φτώχειας από 27,5% το 2009, ανήλθε σε 54% το 2012.
Η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ διαπιστώνει ανάγλυφα την αρνητική πορεία που έχει καταγράψει η ελληνική οικονομία, η οποία φαίνεται ότι έχει εγκλωβιστεί σε μια παγίδα χρέους, εξαιτίας των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης που ακολουθήθηκαν από το 2009 και μετά. Οι πολιτικές αυτές, θεωρούνται ασύμβατες με τη σημερινή δομή του ελληνικού μοντέλο ανάπτυξης, η οποία στηρίζεται κατά βάση στην κατανάλωση, την εγχώρια ζήτηση και στην οικονομική μεγέθυνση. Ουσιαστικά, η συσχέτιση της κρίσης δημόσιου χρέους και του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της χώρας, με τη συρρίκνωση των μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών δαπανών, με την υπονόμευση του εργατικού δικαίου και των θεμελιωδών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και με την αποδόμηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, εγκλωβίζει την οικονομία στην κρίση χρέους.
Η έκθεση τονίζει ότι η αποτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι διττή. Αρχικά, δεν συνέβαλλε στην ανάκτηση της φερεγγυότητας και της αξιοπιστίας του ελληνικού δημόσιου τομέα. Στη συνέχεια όμως αποσταθεροποίησε το μακροοικονομικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της οικονομίας.
Αποτέλεσμα των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης ήταν η μέση ετήσια συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν περίπου 4,5 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2008 έως το 2014 η συνολική απώλεια του ΑΕΠ έφτασε το 25,5%. Επίσης, στο τέλος του 2014, το μοναδιαίο κόστος εργασίας ήταν κατά 13,7% μικρότερο έναντι του τελευταίου τριμήνου του 2009. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η έκθεση παρατηρεί ότι κανονικά οι επιχειρήσεις έπρεπε να αντιδράσουν σε αυτό με ανάλογη μείωση τιμών και αύξηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητάς τους. Αντίθετα, η μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν δημιούργησε απασχόληση, αλλά ανεργία. Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό οι επιχειρήσεις αύξησαν το μέσο περιθώριο κέρδους και προκλήθηκε άνιση κατανομή των επιπτώσεων της κρίσης σε βάρος των εισοδημάτων από εργασία. Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ θεωρεί ότι πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν οι ευρύτατα διαδεδομένες ολιγοπωλιακές καταστάσεις στην ελληνική οικονομία, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή μια σημαντική μείωση των τιμών.
Ειδικά η αγορά εργασίας στην Ελλάδα, βίωσε έντονα τα δραματικά αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Οι άνεργοι, από 364 χιλιάδες που ήταν το γ' τρίμηνο του 2008, ανήλθαν 1,342 εκατομμύρια το α' τρίμηνο του 2014. Τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, πάνω από 30% καταγράφονται σε ανέργους χαμηλού μορφωτικού επιπέδου. Όμως , ακόμα και οι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ και ΤΕΙ σε ποσοστό 20,6% βιώνουν ανεργία. Η υψηλή ανεργία σε όλες τις εκπαιδευτικές κατηγορίες επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι το πρόβλημα ανεργίας στην Ελλάδα είναι πρόβλημα ζήτησης και όχι προσφοράς εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ξεπέρασε το 70%, το ποσοστό ανεργίας στους μακροχρόνια ανέργους, ενώ πολύ υψηλό είναι και στις γυναίκες και στους νέους. Το ποσοστό απασχόλησης από 60% το 2009, μειώθηκε στο 50% το 2014, συνεπώς αποκλίνει σημαντικά από το 75% για τις ηλικίες 20 – 64 ετών, που ήταν ο στόχος για την στρατηγική «Ευρώπη 2020».
Από τα επιμέρους στοιχεία της πορείας της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, που αναδεικνύει η έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ξεχωρίζει το ποσοστό της μερικής απασχόλησης, που ανήλθε το 2014 στο 10%, από 6% που ήταν το 2009. Μάλιστα, πλησιάζει το 70% το ποσοστό της ηθελημένης μερικής απασχόλησης. Οι κλάδοι που εμφανίζουν τη μεγαλύτερη μείωση απασχόλησης είναι εκείνοι της μεταποίησης, του εμπορίου και ειδικά των κατασκευών. Από το 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας η μεταποίηση έχασε 222 χιλιάδες θέσεις, το εμπόριο έχασε 219 χιλιάδες θέσεις εργασίας και οι κατασκευές 236 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ουσιαστικά, οι τρεις παραπάνω κλάδοι απώλεσαν θέσεις εργασίας που αντιστοιχούν στο 68% του συνόλου των χαμένων θέσεων εργασίας.
Το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκε στη χώρα, ανέτρεψε και υποβάθμισε δραματικά το εργασιακό της πλαίσιο. Σύμφωνα με την έκθεση, διαπιστώνεται πια έντονος κρατικός ρυθμιστικός παρεμβατισμός στους εξής κυρίως άξονες:
*Περαιτέρω ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας, σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης, με ταυτόχρονη ενίσχυση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη.
*Υπονόμευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αποδόμηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) ως θεσμικής διαδικασίας προσδιορισμού των μισθών και των λοιπών όρων παροχής της εργασίας.
*Ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας βάσει του κύκλου εργασιών της επιχείρησης με ευρύ φάσμα μονομερούς ρύθμισης από τον εργοδότη.
*Απορρύθμιση της εργατικής προστασίας και απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έκθεση αναφέρονται επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, που δείχνουν ότι οι κλαδικές/ εθνικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ μειώθηκαν από 65 το 2010, σε 14 το 2014, υπονομεύοντας το επίπεδο συλλογικής προστασίας για τους εργαζόμενους, ειδικά γι' αυτούς που εργάζονται σε μικρές επιχειρήσεις. Την ίδια περίοδο οι επιχειρησιακές ΣΣΕ, από 227 το 2010, εκτινάχθηκαν σε 976 το 2012, για να υποχωρήσουν σε 385 το 2013 και σε 286 το 2014. Οι νέες επιχειρησιακές ΣΣΕ προέβλεπαν στην πλειονότητά τους, μείωση αποδοχών 10 – 40%. Ταυτόχρονα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού την περίοδο 2010 – 2014, έφτασε το 24,9% και ανήλθε στο 34,5% για νέους έως 25 ετών.
Η οικονομική κρίση, η δραματική αύξηση της ανεργίας και η εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας ανέδειξαν και τις δομικές αδυναμίες του Συστήματος Κοινωνικής Προστασίας (ΣΚΠ). Ουσιαστικά, η μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και η αδυναμία κοινωνικής προστασίας, συνέβαλλαν στην πρωτοφανή αύξηση της απόλυτης ένδειας και αποστέρησης.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ για αν ξεφύγει η χώρα από την κρίση χρέους και την αύξηση της απόλυτης φτώχειας προτείνει τρεις πυλώνες βραχυπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής. Στο επίκεντρο βρίσκεται αρχικά η απασχόληση. Η εξυπηρέτηση των συμφερόντων εργασίας είναι το μέσο για την ενίσχυση της μακροοικονομικής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της οικονομίας και της δημιουργίας συνθηκών μετάβασης σε ένα νέο, διατηρήσιμο μοντέλο ανάπτυξης. Δεύτερος πυλώνας είναι ο επανασχεδιασμός της χρηματοδότησης των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας και η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Τρίτος πυλώνας είναι η αύξηση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Για τη χρηματοδότησης των επενδύσεων προτείνεται ρήτρα επανεπένδυσης των τόκων και για την ιδιωτική κατανάλωση προτείνεται η θεσμοθέτηση προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης. Επίσης το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προτείνει την επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αποκατάσταση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων και του ρόλου του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ), καθώς και την επαναφορά του κατώτατου μισθού στο επίπεδο που ήταν πριν από τη νομοθετική παρέμβαση για τη μείωσή του.