Αυτό αναφέρει το ΚΕΠΕ στην μηνιαία αποτίμηση του για την οικονομία ενώ συμπληρώνει ότι αν και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τα φορολογικά μέτρα ίσως αποδώσουν, θα οδηγήσουν την οικονομική δραστηριότητα σε περαιτέρω συρρίκνωση. Ουσιαστικά μέτρα που δύνανται σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα να αποδώσουν θετικά αποτελέσματα είναι οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος, με άμεσο αποτέλεσμα την προσέλκυση επενδύσεων -που οδηγούν στην ανάπτυξη- αλλά και την ουσιαστική μείωση της φοροδιαφυγής.
Το άρθρο αυτό του ΚΕΠΕ επιχειρεί να δώσει μία διαφορετική διάσταση στο θέμα των φορολογικών εσόδων. Επισημαίνει την ανάγκη μετατόπισης της προσοχής των υπευθύνων για χάραξη πολιτικής από τα αμφίβολης δημοσιονομικής επιτυχίας μέτρα αύξησης των φορολογικών βαρών, στις ουσια-στικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, οι οποίες θα επιφέρουν, σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών (και των επενδυτών), αύξηση των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητος και, τελικά, βιώσιμη αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Τα τελευταία 6-7 χρόνια της υφέσεως της ελληνικής οικονομίας παρατηρείται μία συνεχής τακτική ανόδου των φορολογικών συντελεστών σε μία προσπάθεια αυξήσεως των αναγκαίων κρα-τικών εσόδων για την κάλυψη των αναγκών της χώρας. Παραδείγματος χάριν, ο ΦΠΑ ανήλθε το 2010 στο 23% από το 19%, ενώ ανάλογη αύξηση είχαν και οι μειωμένοι συντελεστές του. Αύξηση σημείωσαν και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε καπνικά προϊόντα και καύσιμα, ενώ επιβλήθηκαν αυξήσεις στους φόρους εισοδήματος και περιουσίας στους πολίτες αλλά και τις επιχειρήσεις.
Τα αποτελέσματα αυτών των αυξήσεων των φορολογικών συντελεστών δεν ήταν, σε γενικές γραμμές, τα αναμενόμενα. Μελέτη του ΚΕΠΕ για την φορολογική πολιτική στα προϊόντα καπνού στην Ελλάδα έδειξε ότι η άνοδος των φορολογικών συντελεστών συνοδεύθηκε από μείωση των δημοσίων εσόδων και, κυρίως, από ραγδαία αύξηση του λαθρεμπορίου. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και στην περίπτωση αυξήσεως του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης. Συγκεκριμένα, χωρίς να σημειωθεί αύξηση των δημοσίων εσόδων λόγω της μειώσεως της κατανάλωσης, ο κόσμος στράφηκε στην χρήση εναλλακτικών μέσων όπως ηλεκτρικών εστιών και τζακιών, με το δεύτερο να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην επιβάρυνση της ατμόσφαιρας και της υγείας των πολιτών.
Στο προηγούμενο τεύχος του παρόντος μηνιαίου δελτίου δημοσιεύθηκε εργασία η οποία δείχνει την σημαντική μείωση των εσόδων του κράτους από ΦΠΑ μετά το 2010, μετά δηλαδή την αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ στο 23%, αλλά και την ταυτόχρονη αύξηση της φοροδιαφυγής όπως αυτή εμμέσως αναδεικνύεται από την αύξηση του κενού στην είσπραξη του ΦΠΑ
Η οικονομική θεωρία πίσω από το, φαινομενικά παράδοξο, φαινόμενο της μειώσεως των φορολογικών εσόδων με αύξηση των φορολογικών συντελεστών είναι η εξής: Σε περίοδο υφέσεως, ήτοι σημαντικής μειώσεως των εισοδημάτων των φυσικών και νομικών προσώπων, η φοροδοτική ικανότητα της οικονομίας μειώνεται. Αύξηση των φορολογικών συντελεστών πέραν ενός ορισμένου σημείου αρχίζει να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα στα δημόσια έσοδα κυρίως λόγω της μειώσεως της οικονομικής δραστηριότητος, αλλά και της αυξήσεως της φοροδιαφυγής. Έτσι η ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική σε περιόδους υφέσεως είναι η μείωση και όχι η αύξηση των φορολογικών βαρών
Βέβαια, στην έναρξη της κρίσεως, με τα ελλείμματα να είναι σχετικά μεγάλα στην Ελλάδα, ήταν επιβεβλημένο να ληφθούν μέτρα άμεσης δημοσιονομικής πειθαρχίας ήτοι, α) αύξηση φορολογίας και β) μείωση δαπανών, ώστε να μειωθεί δραστικά το δημοσιονομικό έλλειμμα (Χύμης 2014α). Δεν είναι όμως δικαιολογημένο σχεδόν 7 χρόνια μετά την έναρξη της κρίσεως να μην έχουν γίνει (ή να καθυστερούν σε σημαντικό βαθμό) οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα βοηθούσαν την οικονομία να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις και να επανεκκινήσει, ενώ ακόμα και τώρα πολλά από τα λαμβανόμενα μέτρα εστιάζουν σε αύξηση των δημοσίων εσόδων σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα (μέσω φορολογικών επιβαρύνσεων) που υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν την οικονομία σε περαιτέρω συρρίκνωση και, εν τέλει, σε μείωση των δημοσίων εσόδων.
Όσον αφορά στο εισπρακτικό σκέλος της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ήτοι την αύξηση των δημοσίων εσόδων, έγινε προσπάθεια να επιτευχθεί μέσω αυξήσεως των φορολογικών βαρών. Όπως όμως προανεφέρθη, η οικονομική θεωρία είναι σαφώς ενάντια σε τέτοιου είδους μέτρα εν καιρώ, υφέσεως. Τα μέτρα αυτά στηρίχθηκαν ιδεολογικά και ηθικά σε μία γενική αφήγηση περί φοροδιαφυγής που πράγματι στην Ελλάδα είναι αυξημένη. Έτσι, μεγάλο μέρος του δημοσίου διαλόγου στην Ελλάδα εστιάζει στο πρόβλημα της φοροδιαφυγής καθιστώντας την μία εκ των βασικών αιτιών της δημοσιονομικής κρίσεως και της συνεχιζομένης αδυναμίας του κράτους να φθάσει τα επίπεδα των δημοσίων εσόδων άλλων ανεπτυγμένων κρατών παραβλέποντας, ωστόσο, ότι η φοροδιαφυγή δεν είναι αίτιο αλλά αποτέλεσμα της ελλείψεως εμπιστοσύνης προς το κράτος
Η λεγόμενη φορολογική συνείδηση αναπτύσσεται σε χώρες όπου οι εκάστοτε κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα χρήματα των φορολογουμένων αξιοκρατικά, ορθολογικά και επ' ωφελεία του κοινωνικού συνόλου. Όπως, όταν το προϊόν μιας επιχείρησης δεν είναι ποιοτικό, ο καταναλωτής δεν θα το αγοράσει, παρομοίως και στην περίπτωση του κράτους, όταν τα προσφερόμενα δημόσια προϊόντα και υπηρεσίες δεν είναι ποιοτικά και ο πολίτης αισθάνεται ότι πληρώνει πολύ ακριβά για την παροχή τους, θα προσπαθήσει να μειώσει το ποσό που πληρώνει για τα αγαθά αυτά. Πόσω δε μάλλον όταν αισθάνεται ότι τα χρήματά του όχι μόνο δεν διατίθενται για ποιοτικά δημόσια προϊόντα και υπηρεσίες αλλά σπαταλώνται τροφοδοτώντας μία αντιπαραγωγική γραφει-οκρατία, εκτρέπονται από κοινωνικά στρώματα που όντως τα έχουν ανάγκη σε άλλες κοινωνικές ομάδες που συντηρούν το πελατειακό-κομματικό κράτος, κλπ.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, παρά την λήψη μέτρων προς μείωση των δημοσίων δαπανών (περικοπές, κυρίως, μισθών και συντάξεων), το πρόβλημα ενός σπάταλου Δημοσίου όχι μόνο παραμένει αλλά έχει διογκωθεί, ενώ θα περίμενε κανείς το αντίθετο. Μία εξήγηση αυτού του φαινομενικά παράδοξου ίσως είναι ότι οι περικοπές δεν έγιναν με τρόπο δίκαιο (και, άρα, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη), αλλά οριζόντια επί δικαίων και αδίκων άνευ ουσιαστικής αξιολογήσεως. Μάλιστα η σπατάλη δημοσίων δαπανών παρουσιάζει την μεγαλύτερη χειροτέρευση. Από 75οι σε 134 χώρες το 2007, βρεθήκαμε 131οι σε 144 χώρες το 2013.
Αυτό το στοιχείο δείχνει ότι οι πραγματοποιηθείσες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες δεν περιόρισαν την σπατάλη. Πράγματι, οι οριζόντιες μειώσεις των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων χωρίς αξιολόγηση είναι ένα εύκολο μέτρο περικοπής δαπανών, πλην όμως αναποτελεσματικό ως προς την πολυπόθητη αύξηση της παραγωγικότητος του δημοσίου τομέα. Όταν ο μισθός ενός παραγωγικού και σκληρά εργαζόμενου μειώνεται το ίδιο με αυτόν ενός μη παραγωγικού εργαζόμενου, δεν προσφέρεται το παραμικρό κίνητρο στον μεν παραγωγικό να συνεχίσει να είναι παραγωγικός, στον δε μη παραγωγικό να προσπαθήσει να αυξήσει την παραγωγικότητά του.
Δεν είναι όμως μόνο η παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων που χρήζει αξιολογήσεως και ανάλογης αμοιβής. Είναι οι ίδιες οι δομές του δημοσίου τομέα αυτές που πρώτα θα πρέπει να αξιολογηθούν. Ο δείκτης της γραφειοκρατίας είναι εύγλωττος. Δείχνει ότι υπάρχουν διαδικασίες στον δημόσιο τομέα που όχι μόνο δεν χρειάζονται -και που φυσικά απασχολούν εργαζομένους τους οποίους στερούνται άλλες θέσεις με μεγαλύτερη ανάγκη- αλλά αποτελούν κυριολεκτικά βάρος στην πραγματική οικονομία. Η χαμηλή παραγωγικότητα γενικά της ελληνικής οικονομίας οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στην σπατάλη χρόνου, πόρων και εργαζομένων για διεκπεραίωση διαδικασιών που απλώς επιβαρύνουν την οικονομία χωρίς την προσθήκη της ελάχιστης προστιθέμενης αξίας
Ο μόνος τρόπος να βγει μία χώρα από την ύφεση είναι η παραγωγή. Αυτή έρχεται ουσιαστικά μόνο με επενδύσεις. Η Ελλάς έχει διαχρονικά την χαμηλότερη προσέλκυση αμέσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) από όλες τις χώρες της ΕΕ (Χύμης, 2013α). Μάλιστα, τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι το 2013-2014 η χώρα μας προσήλκυσε ΑΞΕ σε ποσό ίσο μόλις με το 1,2% και 0,9%, αντίστοιχα, του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης ήταν στο 5,4%, με την Κύπρο να βρίσκεται στο 15,7% και την Ιρλανδία στο 21,5%
Σε παλαιότερο άρθρο του παρόντος δελτίου είδαμε ότι ένας κρίσιμος παράγοντας για την δημιουργία φιλικού επενδυτικού περιβάλλοντος είναι η αποτελεσματική λειτουργία της δικαιοσύνης. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι πολύ χρονοβόρα. Συγκεκριμένα, είναι τρεις φορές πιο χρονοβόρα από ό,τι ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ και κατατάσσεται στην τελευταία θέση με 1.580 μέρες για την επίλυση μίας μέσης υποθέσεως, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 540 μέρες.
Επίσης, οι βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες προς το επιχειρείν -όπως αναγνωρίζονται κάθε χρόνο από έρευνα του WEF- στην Ελλάδα παραμένουν διαχρονικά σταθεροί με εξαίρεση την πρόσβαση στην χρηματοδότηση που λόγω της κρίσεως ανήλθε στην πρώτη θέση. Έτσι, όπως δείχνει ο Πίνακας 2, η αναποτελεσματική κρατική γραφειοκρατία, οι φορολογικές ρυθμίσεις και οι φορολογικοί συντελεστές ήταν το 2007 και παραμένουν το 2013 βασικοί παράγοντες που εμποδίζουν τις επενδύσεις στην Ελλάδα. Λόγω της κρίσεως, στην πρώτη θέση έχει ανέβει η πρόσβαση στην χρηματοδότηση (22,4%), ενώ στην τρίτη θέση με ποσοστό 14,2% έρχεται πλέον η πολιτική αστάθεια, εξίσου σημαντικός λόγος απωθήσεως επενδύσεων και μειώσεως της εμπιστοσύνης. Οι περιοριστικοί κανονισμοί στην αγορά εργασίας υποχώρησαν σημαντικά μετά τα μέτρα που ελήφθησαν προς την κατεύθυνση αυτή κατεύθυνση των επενδύσεων. Είναι δε ιδιαιτέρως ανησυχητικό το γεγονός ότι -όπως πρόσφατα ανέφερε ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) - 60.000 χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν αιτηθεί την μετεγκατάστασή τους εκτός των συνόρων. Φυσικά η λύση σε τέτοιου είδους προβλήματα δεν είναι οι απαγορεύσεις αλλά η επανάκτηση της απολεσθείσας εμπιστοσύνης και τα ανάλογα κίνητρα. Στην δημιουργία της εμπιστοσύνης δεν βοηθούν μέτρα όπως οι ξαφνικές φορολογικές αυξήσεις ή η απαίτηση για 100% προκαταβολή φόρου επί ενός αβέβαιου μελλοντικού εισοδήματος. Ιδιαίτερα δε όταν σε ανταγωνίστριες γειτονικές χώρες οι εταιρικοί φόροι κυμαίνονται σε ιδιαιτέρως χαμηλά επίπεδα
Σχετικά πρόσφατα, στις 23 Μαρτίου 2015, ο γνωστός Steve Forbes6 δημοσίευσε στο ομώνυμο περιοδικό Forbes μία ανοικτή επιστολή προς την Ελληνική Κυβέρνηση με τον λίαν αισιόδοξο τίτλο: «Η Ελλάς μπορεί να διδάξει τον κόσμο ένα μάθημα που χρειάζεται». Φυσικά αναφέρεται στα λάθη και τις εμμονές της Τρόικας με τους υψηλούς φόρους, αλλά και στο βασικό σημείο στο οποίο εστιάζει το παρόν άρθρο, την εμπιστοσύνη. Σημειώνει ότι το ελληνικό κράτος έχει χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών του, όπως αποδεικνύουν οι συνεχιζόμενες αποσύρσεις χρημάτων από τις τράπεζες τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα. Κατόπιν, συμφωνεί με την αντίδραση της Ελληνικής Κυβερνήσεως στην αύξηση του ήδη "φρικιαστικού" (horrible), όπως γλαφυρά χαρακτηρίζει το 23% στον ΦΠΑ, και προχωρεί σε προτάσεις μέτρων που όχι μόνο θα βοηθήσουν την Ελλάδα να βρει τον δρόμο της αναπτύξεως αλλά, κατά το κοινώς λεγόμενον, "θα βάλουν και τα γυαλιά" στην Τρόικα. Παρακάτω περιγράφονται συγκεκριμένες προτάσεις μεταρρυθμίσεων, που σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία έχουν επιτυχή αποτελέσματα.
Άμεση μείωση φορολογικών βαρών
Συγκρίνοντας τους υψηλούς εταιρικούς φόρους της Ελλάδος με τους χαμηλούς αντίστοιχους των ανταγωνιστριών γειτονικών χωρών (Βουλγαρία, Αλβανία και πΓΔΜ), ο Forbes επισημαίνει την σταδιακή βελτίωση και μεγέθυνση των εκεί οικονομιών μέσω της προσελκύσεως επενδύσεων, όταν στην Ελλάδα η οικονομία συρρικνούται, οι επενδύσεις δεν έρχονται και οι επιχειρήσεις φεύγουν. Προτείνει λοιπόν άμεση αποκλιμάκωση των φόρων και συγκεκριμένα προτείνει 10% ενιαίο φόρο σε επιχειρήσεις και εισοδήματα. Σε μελέτη του ΚΕΠΕ για την αύξηση της εισπραξιμότητος του ΦΠΑ είχε επισημανθεί το παράδειγμα της Κορέας όπου ο ΦΠΑ είναι στο 10%, καθώς και η αντικατάσταση των μετρητών με ηλεκτρονικά μέσα συναλλαγής (χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες) (ΚΕΠΕ, 2011, 2014α). Η δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών θα οδηγήσει σε δραστική πάταξη της φοροαποφυγής, και αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσω αυξήσεως της οικονομικής δραστηριότητος (όπως προβλέπει η καμπύλη Laffer), η οποία τώρα ασφυκτιά και συρρικνούται
Ακόμα πιο σημαντικό και από την όποια μείωση των φορολογικών συντελεστών είναι η άρση της αβεβαιότητος με κατ' αρχήν απλοποίηση του φορολογικού νόμου και μηχανισμού και σταθεροποίηση αυτού. Όταν ο εν δυνάμει επενδυτής βλέπει να αλλάζουν οι φορολογικοί συντελεστές κάθε λίγους μήνες, πώς θα μπορέσει να κάνει το επιχειρηματικό του πλάνο; Όσες επενδυτικές ευκαιρίες και να έχει η χώρα ο υποψήφιος επενδυτής θα μεταφέρει την επένδυσή του σε περιβάλλον σταθερό και απλό που του εμπνέει εμπιστοσύνη.
Παρά τις οριζόντιες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, η σπατάλη δημοσίων πόρων συνεχίζεται. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει αποδειχθεί
καλός επιχειρηματίας. Τα χρόνια ελλείμματα στις ΔΕΚΟ, τα ελλείμματα γενικά του δημοσίου τομέα, η μέχρι πρόσφατα άγνοια του ακριβούς αριθμού των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα κάθε άλλο παρά ενδείξεις καλής επιχειρηματικότητος είναι. Επίσης, όπως έχει αναδείξει και η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, υπάρχει πληθώρα οργανισμών στο Δημόσιο που, ενώ συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους πολίτες, δεν έχει αξιολογηθεί το παραγόμενο προϊόν τους.
Ακόμα, υπάρχουν διατάξεις περί πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, ενώ ο πολίτης βρίσκεται σε παραγωγική ηλικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μητέρες με ανήλικα τέκνα. Δεδομένου και του σοβαρού δημογραφικού προβλήματος που μαστίζει τη χώρα, η μητέρα χρειάζεται γενναιόδωρη άδεια μετά αποδοχών (2, 3 ή και περισσοτέρων ετών), όταν γεννήσει. Η πρόωρη σύνταξη στα 45 ή στα 50 λόγω τέκνου 12 ή 15 ετών δεν ωφελεί κανέναν. Το μεν παιδί έχει απολύτως ανάγκη την μητέρα του στο σπίτι όταν είναι σε βρεφική και νηπιακή ηλικία, όχι στην εφηβεία, η δε μητέρα μπορεί κάλλιστα να εργαστεί αφού είναι σε παραγωγικότατη ηλικία.
Ένα ουσιαστικό μέτρο για την βελτίωση της κακής επιχειρηματικής ποιότητος του κράτους είναι η αξιολόγηση. Η Ν. Ζηλανδία αντιμετώπισε παρόμοια κρίση χρέους την δεκαετία 1984-1994. Αναδιάρθρωσε τον δημόσιο τομέα της με αιχμή του δόρατος την εισαγωγή ουσιαστικών αξιολογήσεων και απολογισμών κάθε δημοσίου φορέα. Είναι κρίμα βαδίζοντας τον 7ο χρόνο της οικονομικής κρίσεως να μην έχει γίνει ακόμα πράξη η ουσιαστική αξιολόγηση όχι μόνο των εργαζομένων αλλά κυρίως των φορέων και των δομών του Δημοσίου. Επίσης, χρειάζεται συγκεκριμένο καθηκοντολόγιο που να αναγνωρίζει τα ουσιαστικά αναγκαία προσόντα κάθε δημοσίας θέσεως. Είναι καιρός τα "τυπικά προσόντα" που αφορούν στο γράμμα του νόμου να αντικατασταθούν από τα "ουσιαστικά προσόντα" τα οποία και αφορούν στην ουσία, δηλαδή, στο πνεύμα του νόμου.
Η γραφειοκρατία απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους που πραγματικώς εργάζονται σκληρά, αλλά θα μπορούσαν να κάνουν κάτι πιο παραγωγικό σε άλλη θέση και όχι σε αυτήν που βρίσκονται. Η αξιολόγηση θα βοηθήσει στην καλύτερη και αποτελεσματικότερη χρήση του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού. Δεύτερο πολύ σημαντικό κομμάτι της αξιολογήσεως είναι η σύνδεση της αμοιβής με την παραγωγικότητα και όχι με άκαμπτα κριτήρια όπως η ηλικία, τα χρόνια υπηρεσίας και το εκπαιδευτικό επίπεδο. Τα τελευταία θα λειτουργούν συνεπικουρικά σε έναν μισθό που θα πρέπει να καθορί-ζεται κατά βάσιν από την παραγωγικότητα και τα ουσιαστικά προσόντα της εκάστοτε θέσεως.
Παρότι ξεκίνησε προ ολίγων ετών η σταδιακή απελευθέρωση σειράς επαγγελμάτων και η άρση πολλών εμποδίων, αυτές δεν έχουν ολοκληρωθεί, καθώς πολλά εμπόδια έχουν απλώς αλλάξει μορφή. Για περισσότερες πληροφορίες παραπέμπουμε τον αναγνώστη στην ειδική έκθεση του ΚΕΠΕ (2015), η οποία αναλύει την πορεία και τις καθυστερήσεις του ανοίγματος των επαγγελ-μάτων. Ο επιχειρηματίας και τα διάφορα επαγγέλματα δεν χρειάζονται κρατική προστασία. Η οι-κονομική θεωρία έχει δείξει ότι ο συναγωνισμός αναδεικνύει το τι πρέπει να παραχθεί και σε ποια τιμή πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι το κάνει ένας κρατικός κεντρικός σχεδιασμός (Boettke, 2010). Αντίθετα, η κρατική προστασία σε συγκεκριμένες συντεχνίες το μόνο που πετυχαίνει είναι να αυξάνει την δυσπιστία και αγανάκτηση των πολιτών προς το κράτος και άρα να μεγεθύνει το χάσμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κράτους.
Όταν η δικαιοσύνη αργεί υπερβολικά, ουσιαστικά χάνει την αξία της. Όταν ένας επιχειρηματίας σπαταλά χρόνια για την επίλυση υποθέσεως, αυτό έχει σημαντικό αντίκτυπο στην επένδυσή του. Έτσι, θα προτιμήσει χώρες όπου η δικαιοσύνη λειτουργεί γρήγορα και αποτελεσματικά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση του Επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας:
«Η αποτελεσματική επίλυση των εμπορικών διαφορών έχει πολλά οφέλη. Τα δικαστήρια είναι ουσιαστικής σημασίας για τους επιχειρηματίες, διότι ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τους νόμους και προστατεύουν έτσι τα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Τα αποτελεσματικά και διαφανή δικαστήρια ενθαρρύνουν νέες επιχειρηματικές σχέσεις καθ' ότι οι επιχειρηματίες μπορούν να βασίζονται στα δικαστήρια, εάν μια συμφωνία δεν τηρηθεί. Γρήγορες και αποτελεσματικές δίκες είναι ιδιαίτερα απαραίτητες για μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν διαθέτουν τους πόρους να παραμείνουν στην αγορά όσο περιμένουν την έκβαση μιας μακράς και χρονοβόρου δικαστικής υποθέσεως»
Οι ανωτέρω είναι μερικές βασικές μεταρρυθμίσεις που έχει άμεσα ανάγκη η χώρα, ώστε να μπει σε πορεία ανάπτυξης. Η αποκλειστική εμμονή σε μέτρα φορολογικά όχι μόνο αποβαίνει αντιπαραγωγική αλλά δεν έχει πάντα ούτε καν τα βραχυπρόθεσμα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα. Ο φαύλος κύκλος της κρίσεως είναι ο εξής: μείωση των εισοδημάτων (άρα περιορισμός της φοροδοτικής ικανότητας) αύξηση φορολογικών συντελεστών προς διακράτηση ή και αύξηση εσόδων — περαιτέρω μείωση οικονομικής δραστηριότητος και άρα εισοδημάτων, αύξηση ανεργίας κλπ.
Ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου το κράτος έχει απολέσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, μέτρα όπως τα ανωτέρω είναι ακόμη περισσότερο αναγκαία για την επανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης η οποία όχι μόνο θα φέρει επενδύσεις, αύξηση παραγωγής, μείωση της ανεργίας και αύξηση της φοροδοτικής ικανότητος της οικονομίας, αλλά θα αποτελέσει και ουσιαστικό μέτρο κατά της φοροδιαφυγής.