Ειδικότερα, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη αναφέρει τα εξής:
«Η προστασία της κύριας κατοικίας από πλειστηριασμούς παρέχεται πλέον στη χώρα μας, μετά την κατάργηση, ή λήξη κάθε άλλης προστατευτικής διάταξης, μόνο στο πλαίσιο του ν. 3869/2010 για τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Η θέσπιση νομοθεσίας για τη ρύθμιση των χρεών όσων έχουν περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής, ανήκει στα θεμελιώδη εργαλεία που διαθέτει κάθε Πολιτεία για την αποκατάσταση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και τη διαφύλαξη στοιχειωδώς αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης. Συνιστά δε υποχρέωση που προκύπτει από το ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου, και έχει βρει άλλωστε, διεθνή αναγνώριση στην από 20.6.2007 Σύσταση της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης (CM/Rec 2007/8) για νομοθετικές λύσεις στα προβλήματα της υπερχρέωσης.
Στις συνθήκες που προκάλεσε η οικονομική κρίση, ο ν. 3869/2010 έχει προσλάβει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα και σημασία, καθώς αποτελεί το τελευταίο και τελικά το μόνο καταφύγιο των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, προκειμένου να επιτύχουν μία προσαρμογή των υποχρεώσεών τους στις πραγματικές τους δυνατότητες και να διασώσουν την κατοικία τους. Πρόκειται, εξάλλου, για μία προστασία που δεν χαρίζεται στο δανειολήπτη, αλλά την οποία, εντέλει, θα πρέπει ο ίδιος να κατακτήσει. Κι αυτό, καθώς, εκτός από τη βασική τριετή ρύθμιση για την απαλλαγή των χρεών, ο οφειλέτης θα πρέπει να αναλάβει την εξυπηρέτηση μίας οφειλής που ανέρχεται στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, προκειμένου να διασώσει την κύρια κατοικία του. Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη, ότι η αντικειμενική αξία συχνά υπερβαίνει και, μάλιστα, κατά πολύ, την εμπορική αξία των ακινήτων, είναι ωσάν να επιστρέφει την κατοικία του και συγχρόνως να την επαναγοράζει.
Είναι προφανές λοιπόν ότι η ισχύουσα ρύθμιση προστατεύει την κατοικία των υπερχρεωμένων με έναν τρόπο που δεν θίγει, σε καμία περίπτωση, τα συμφέροντα των πιστωτών. Ωστόσο, σήμερα αυτή η προστασία απειλείται με συρρίκνωση ή και κατάργηση, προκειμένου να διευκολυνθεί ο πλειστηριασμός των κατοικιών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας πολιτικής θα είναι αναπόφευκτα η περαιτέρω απαξίωση των ακινήτων και η εξαθλίωση των νοικοκυριών. Διευκολύνει δε την πώληση των δανείων σε κερδοσκοπικούς οργανισμούς, οι οποίοι, δίχως περιορισμούς, αναστολές και δεσμεύσεις από οποιαδήποτε δεοντολογία, θα μπορούν να επιδιώκουν την ικανοποίησή τους με κάθε τρόπο.
Τα κριτήρια που αξιώνονται για τη διάσωση της κύριας κατοικίας (μικρό εισόδημα, χαμηλή αντικειμενική αξία, όριο χρεών) δεν είναι κριτήρια εισόδου στην προστασία. Με τη σωρευτική, μάλιστα, εφαρμογή τους είναι, τελικά, κριτήρια αποκλεισμού και κατάργησης της προστασίας. Επιτρέπουν ουσιαστικά σε μία περιορισμένη μόνο κατηγορία οφειλετών, να λάβουν την προστασία - μάλιστα δε και σε αυτούς παρέχεται υπό όρους, που θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταφέρουν οι οφειλέτες να ανταποκριθούν. Για όσους δε, δεν θα εμπίπτουν στη ρύθμιση, το αποτέλεσμα θα είναι η περιθωριοποίησή τους, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό στη φτώχεια.
Η Ένωσή μας καλεί την κυβέρνηση να διαφυλάξει τους όρους και προϋποθέσεις προστασίας της κύριας κατοικίας των υπερχρεωμένων. Επισημαίνει δε ιδιαίτερα:
- Η αντικειμενική αξία της εξαιρούμενης από τη ρευστοποίηση κατοικίας του οφειλέτη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αξίες στις οποίες, στην περίοδο της πιστωτικής επέκτασης, αγόρασαν τα χαμηλά και μεσαία στρώματα την κατοικία τους.
- Οποιαδήποτε θέσπιση ορίου ως προς το ύψος των χρεών που θα πρέπει να έχει ο οφειλέτης, προκειμένου να διασώζεται η κατοικία του, είναι απαράδεκτη, καθώς, άλλωστε, η υπαγωγή στις ρυθμίσεις προϋποθέτει ότι αυτός περιήλθε χωρίς δόλο σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής.
- Αδικαιολόγητη είναι και η εισαγωγή εισοδηματικού κριτηρίου, καθώς αυτή λαμβάνεται ομοίως υπόψη στην αξιολόγηση της μόνιμης αδυναμίας, ενώ η ύπαρξη επαρκούς εισοδήματος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διασφαλίζεται η αποπληρωμή της ρύθμισης για την κατοικία.
Η κυβέρνηση έχει συνταγματική υποχρέωση στις ακραίες συνθήκες της οικονομικής κρίσης, να αποτρέψει τον πλειστηριασμό κατοικιών ανθρώπων που αποδεδειγμένα βρίσκονται σε μόνιμη αδυναμία, και όταν - ιδίως μάλιστα - με δικαστική ρύθμιση αναλαμβάνουν να αποπληρώσουν την αξία της στους πιστωτές» καταλήγει στην ανακοίνωσή της η Ένωση.