Σύμφωνα με την Ολομέλεια των προέδρων «τόσο η διαδικασία ψηφίσεως όσο και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διάταξης εγείρουν σοβαρότατες αντιρρήσεις θεσμικού και δικαιοκρατικού περιεχομένου, τις οποίες το δικηγορικού σώμα αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει».
Η επίμαχη ρύθμιση, αναφέρει η Ολομέλεια «διευρύνει (και μάλιστα σημαντικά) τα δικαιοκρατικά ελλείμματα, που ήδη καταγράφονται για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης της διαφθοράς».
Παράλληλα, οι δικηγόροι εκφράζουν το φόβο ότι «με την ψηφισθείσα διάταξη ανοίγει ο δρόμος για την ελεύθερη κυκλοφορία άγνωστης προελεύσεως λιστών, οι οποίες θα αξιοποιούνται αδιακρίτως σε βάρος δικαίων και αδίκων για την απόδειξη οικονομικών εγκλημάτων» και θεωρεί ότι «η καταπολέμηση της διαφθοράς οφείλει να διεξάγεται με τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων και σεβασμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν πρέπει να επιδιώκεται με οποιοδήποτε τίμημα».