Από τα στοιχεία της εν λόγω έρευνας, που πραγματοποιήθηκε σε 16 ευρωπαϊκές χώρες, προκύπτει ότι 7 στους 10 Έλληνες ζουν σε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, ενώ το 33% αυτών διαθέτει και ιδιόκτητη δευτερεύουσα κατοικία.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από εκείνους που διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία, η πλειοψηφία δηλώνει ότι ζει σε μονοκατοικία ή μεζονέτα και η μειοψηφία σε διαμέρισμα.
Όσοι διαθέτουν δεύτερη κατοικία δηλώνουν ότι αυτή βρίσκεται στην περιφέρεια και καλύπτει κυρίως τις ανάγκες τους για διακοπές.
Πάνω από τα 2/3 των ερωτηθέντων θα ήταν ικανοποιημένοι να ζήσουν σε σπίτι με 3-4 δωμάτια. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολύ μικρό ποσοστό πολιτών θα ήθελε να μένει σε ένα σπίτι με λίγα δωμάτια, δηλαδή κάτω από 2 αλλά και σε ένα σπίτι με πολλά δωμάτια, δηλαδή πάνω από 5.
Άτομα ηλικίας από 20 έως 59 ετών, που ρωτήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας για το πόσα δωμάτια θα έπρεπε να διαθέτει η ιδανική μονοκατοικία ή το διαμέρισμα που θα επέλεγαν για να ζήσουν, μόλις το 7,2% απάντησε από 6 έως 10 δωμάτια και μόλις το 8% απάντησε έως 2 δωμάτια.
Η πλειοψηφία (34,2%) απάντησε 4 δωμάτια και ακολούθησε ένα 33,6% με 3 δωμάτια και ένα 16,2% με 5 δωμάτια. Πάνω από 10 δωμάτια απάντησε ότι θα επιθυμούσε να διαθέτει το σπίτι τους μόλις 0,8% των ερωτηθέντων.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο διεξαγωγής της έρευνας της RE/MAX, η επιφάνεια που θα ήθελε ο Έλληνας πολίτης κατά μέσο όρο είναι 120 τετραγωνικά μέτρα. Ο αντίστοιχος Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 131 τετραγωνικά και 5 δωμάτια αντί για 4 που δηλώνουν οι Έλληνες.
Εξαίρεση αποτελούν οι Πορτογάλοι που δηλώνουν ότι το ιδανικό σπίτι για αυτούς θα έπρεπε σε εμβαδό να είναι 211 τετραγωνικά μέτρα, ενώ στην αντίπερα όχθη, οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου θα συμβιβάζονταν μία χαρά και με ένα ακίνητο 80 τετραγωνικών μέτρων.