Με το τηλεκοντρόλ κολλημένο στο χέρι μας, ή μάλλον -τώρα πια- με το τηλεκοντρόλ προέκταση του χεριού μας, ταξιδεύουμε παντού, γνωρίζουμε τους πάντες, μαθαίνουμε οτιδήποτε συμβαίνει προτού καν συμβεί. Γελάμε και κλαίμε, μαθαίνουμε και διασκεδάζουμε, απολαμβάνουμε και εκνευριζόμαστε. Η τηλεόραση έχει ριζώσει στην καθημερινή ζωή μικρών και μεγάλων και με εξαίρεση ίσως τις εκπομπές συζητήσεων, τα εορταστικά ή τα ψυχαγωγικά προγράμματα και τις κωμωδίες τα περισσότερα προγράμματα που προβάλλονται στις ώρες υψηλής τηλεθέασης, εμπεριέχουν κάποια μορφή βίας.
Σύμφωνα με τον W. Potter η τηλεόραση επιδρά στα παιδιά θετικά και αρνητικά. Η επίδραση αυτή μπορεί να είναι καλή ή κακή ανάλογα με το πως χρησιμοποιείται από τους μικρούς τηλεθεατές. Αυτό που κυρίως προβληματίζει τους ερευνητές και τους γονείς είναι ότι η επίδραση στους νέους σπάνια είναι απλή ή άμεση. Τα ερωτήματα που τίθενται σε σχέση με τα παιδιά και την τηλεοπτική βία πολλαπλασιάζονται και διογκώνονται, όταν βίαια γεγονότα εμφανίζονται στην κοινωνία και τα οποία φαίνεται ότι συνδέονται με τη βία που υπάρχει στις οθόνες. Για παράδειγμα στη Βρετανία, η συσχέτιση που επιχειρήθηκε να γίνει, κατά τη διάρκεια της δίκης, ανάμεσα στη δολοφονία του δίχρονου James Bulger το 1993 και του γεγονότος ότι οι δεκάχρονοι δολοφόνοι του φέρονται να είδαν στο βίντεο το Child’s Play 3, αναφέρεται συχνά ως παράδειγμα του πως τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μια «βίαιη βίντεο-κουλτούρα» μπορούν αν γίνουν βίαια και τα ίδια. Αν και είναι απίθανο οι δολοφόνοι να είδαν πράγματι το συγκεκριμένο βίντεο, η έκθεση των παιδιών σε παρόμοια τηλεοπτικά ή κινηματογραφικά προγράμματα έχει θεωρηθεί ως ένα είδος ηλεκτρονικής «παιδικής κακοποίησης».
Η άμεση σχέση αιτίας – αποτελέσματος, δηλαδή η σχέση ανάμεσα στη βία που υπάρχει στη μικρή οθόνη και στην εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί θέμα έντονων συζητήσεων. Τις περισσότερες φορές οι γνώμες που ακούγονται εντονότερα προέρχονται από ομάδες πίεσης, που στρέφονται κατά της τηλεόρασης και των οποίων τα εμπειρικά ευρήματα, αν και προβάλλονται από τα ΜΜΕ, σπάνια αντέχουν σε σκληρή κριτική. Μία από τις ουσιαστικότερες ανησυχίες τους βρίσκεται στην υπόθεση ότι τα παιδιά εκτίθενται σε τεράστιες ποσότητες τηλεοπτικής βίας στα χρόνια πριν την ενηλικίωσή τους και αυτή η εμπειρία μπορεί να τους εμφυσήσει μια νοοτροπία βίας ή έναν υπερβολικό φόβο για την ασφάλειά τους.
Τρεις είναι οι επικρατέστερες απόψεις όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στα παιδιά και τα ΜΜΕ. Είναι όλες αποτέλεσμα μιας απλοποιημένης εξήγησης των πιθανών κινδύνων της τηλεόρασης και έχουν διαμορφώσει αυτό που οι Barker & Petley ονόμασαν «κοινό νου» για τα ΜΜΕ. Οι απόψεις αυτές εστιάζουν την προσοχή τους στην επιρροή της τηλεόρασης στη συμπεριφορά, τις γνωστικές διεργασίες, τις πεποιθήσεις και τις νοοτροπίες και προσπαθούν να συνδέσουν τα ΜΜΕ με τα κοινωνικά κακώς κείμενα, βασιζόμενες συνήθως στα υποτιθέμενα αποτελέσματα της τηλεθέασης, παραβλέποντας τον σύνθετο τρόπο με τον οποίο οι ενήλικες και τα παιδιά κατανοούν τα τηλεοπτικά μηνύματα. Πολλές φορές μάλιστα, η ανησυχία που εκδηλώνεται για την επίδραση της τηλεόρασης, θεωρείται ως μέρος μιας ευρύτερης ανησυχίας για τις ολοένα και αυξανόμενες συγκρούσεις που παρατηρούνται στην κοινωνία.
Μια δεύτερη μείζονα ανησυχία αναφέρεται στην επίδραση της τηλεόρασης στις γνωστικές διεργασίες των παιδιών, με το βάρος της κριτικής να ασκείται όχι στο περιεχόμενο της τηλεόρασης αλλά στη φύση της ίδιας της δραστηριότητας της τηλεθέασης. Η τηλεόραση θεωρείται ως άλλος «δούρειος ίππος», που προσπαθεί να αλώσει την παιδική ηλικία. Μια δραστηριότητα, που με τη σειρά της σπρώχνει το μυαλό των παιδιών να δουλεύει σε χαμηλότερο επίπεδο, καταστρέφοντας έτσι την ικανότητά τους να εμπλέκονται σε έξυπνες γνωστικές διεργασίες. Η ανησυχία στην περίπτωση αυτή εστιάζεται στο γεγονός ότι τα παιδιά γίνονται παθητικοί αποδέκτες των τηλεοπτικών μηνυμάτων.
Επικροτώντας τις προηγούμενες θέσεις ο Postman υποστήριξε ότι η τηλεόραση είναι υπεύθυνη για την «εξαφάνιση της παιδικής ηλικίας», με αποτέλεσμα να γίνεται δύσκολη η διάκριση μεταξύ ενήλικης και παιδικής ηλικίας. Η έκθεση των νέων στην τηλεόραση σημαίνει ότι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να κρατούν τα παιδιά μακριά απ’ όσα οι ίδιοι γνωρίζουν. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, τα παιδιά που παρακολουθούν συστηματικά τηλεόραση αντιγράφουν τη συμπεριφορά των ενηλίκων σε βάρος του δικού τους αισθήματος ταυτότητας.
Τέλος, η τρίτη ανησυχία για την επίδραση της τηλεόρασης επικεντρώνεται περισσότερο στην επιρροή που ασκεί στις νοοτροπίες και στις πεποιθήσεις των παιδιών, παρά στη συμπεριφορά τους ή τις γνωστικές διεργασίες. Στην περίπτωση αυτή τα ΜΜΕ θεωρούνται ως ένας μηχανισμός μέσω του οποίου η άρχουσα τάξη συντηρεί την ιδεολογική της υπεροχή έναντι των αρχομένων. Ακόμα πιστεύεται ότι κάνουν προπαγάνδα, την οποία τα παιδιά μπορεί να υιοθετήσουν, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα. Οι συγκεκριμένες απόψεις βασίζονται στη ιδέα ότι το κοινό είναι ένα αθώο θύμα ενός πανίσχυρου εργαλείου προπαγάνδας όπου τα ΜΜΕ είναι σε θέση να επιβάλλουν συγκεκριμένες απόψεις και αξίες σε ένα παθητικό ακροατήριο. Μια άποψη αρκετά απλουστευτική, επειδή αγνοεί την ενεργή συμμετοχή των θεατών στην κατανόηση και αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων και δεν αναγνωρίζει τις πολύπλοκες διεργασίες που εμπλέκονται στην πολιτιστική κατανάλωση των προϊόντων των ΜΜΕ. Επιπλέον δεν λαμβάνει υπόψη τις άλλες, ενδεχομένως ισχυρότερες, πηγές επιρροής στα παιδιά όπως οι γονείς, το σχολείο και οι φίλοι τους.
Μολονότι οι απόψεις των ερευνητών που σκιαγραφήσαμε αγνοούν την πολυπλοκότητα του πως τα παιδιά κατανοούν τα τηλεοπτικά μηνύματα, εντούτοις οι ίδιοι οι ερευνητές διατυπώνουν υποθέσεις για την παθητικότητα της παιδικής τηλεθέασης βασιζόμενοι σε ελλιπή στοιχεία και δημιουργούν εντυπώσεις. Απόψεις που, παρ’ όλες τις διαφορές στους όρους που χρησιμοποιούν, επιδεινώνουν αντί να περιορίζουν την ανησυχία των γονέων και των επιστημόνων (ψυχολόγων, εκπαιδευτικών κ.ά.) όσον αφορά τη σχέση ανάμεσα στα παιδιά και την τηλεοπτική βία, με αποτέλεσμα να προβάλλεται ως επιτακτική η ανάγκη προστασίας των παιδιών. Παρόλα αυτά παρέχουν μια φαινομενικά πιθανή «εξήγηση» για τη σχέση μεταξύ παιδιών και τηλεόρασης.
Όπως ισχυρίζονται οι Hodge & Tripp, η τηλεόραση με τη δυνατότητα που παρέχει για γνωστική ανάπτυξη και νέες εκπαιδευτικές εμπειρίες στους μικρούς τηλεθεατές, μπορεί να έχει και θετικές επιδράσεις στα παιδιά. Με έρευνές τους απέδειξαν ότι τα παιδιά δεν κάθονται παθητικά να παρακολουθούν εικόνες στην οθόνη, απορροφώντας ότι τους παρουσιάζεται χωρίς ερωτήσεις ή ερμηνεία. Συχνά επιλέγουν ενεργητικά το τι θα παρακολουθήσουν κι επίσης βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα για το περιεχόμενο των προγραμμάτων και των διαφημίσεων.
Ορισμένα τηλεοπτικά προγράμματα είναι σχεδιασμένα για να πληροφορήσουν και να μορφώσουν, ενώ άλλα για να διασκεδάσουν. Όμως και τα ψυχαγωγικά προγράμματα μπορούν να συντελέσουν στην κατανόηση ορισμένων πλευρών της ζωής και των κοινωνικής προβλημάτων, όπως και τα ενημερωτικά προγράμματα μπορεί να είναι παράλληλα και διασκεδαστικά, ώστε να κρατούν το ενδιαφέρον του ακροατηρίου τους.
Οι Clifford κ.ά. υποστήριξαν ότι και οι θετικές και οι αρνητικές απόψεις για τη σχέση που έχουν τα παιδιά με την τηλεόραση περιέχουν στοιχεία αλήθειας. Η τηλεόραση μπορεί να αποτελέσει ένα θετικό εργαλείο για την εκπαίδευση των παιδιών και να τα βοηθήσει αποτελεσματικά στην απόκτηση της γνώσης. Αντίθετα, αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να παραπληροφορήσει, να παραπλανήσει και να ασκήσει κακή επιρροή στα παιδιά.
Το κλειδί για την κατανόηση της σχέσης παιδιών και τηλεόρασης βρίσκεται στο γεγονός ότι η γνωστική ανάπτυξη σχετίζεται με την ηλικία. Οι εξελικτικοί ψυχολόγοι, ιδίως ο Piaget, έχουν δείξει ότι το μυαλό των παιδιών αναπτύσσεται γνωστικά ανάμεσα στη γέννηση και την ηλικία των 12 ετών μέσω ενός αριθμού διακριτών σταδίων και κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων διάπλασης, τα παιδιά διαφορετικών ηλικιών έχουν διαφορετικές ικανότητες για την επεξεργασία του τηλεοπτικού περιεχομένου. Τα πολύ μικρά παιδιά και τα βρέφη δείχνουν ενδιαφέρον για την κίνηση και τον ήχο στην τηλεοπτική οθόνη, αλλά τα παιδιά δεν αναπτύσσουν την ικανότητα να κατανοούν ιστορίες πριν την ηλικία των 6 ετών. Μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών τα παιδιά είναι γνωστικά ώριμα. Υπάρχουν, όμως, ολοένα και περισσότερα στοιχεία, που δείχνουν ότι και οι ενήλικες συνεχίζουν να αναπτύσσονται γνωστικά. Έτσι, τα παιδιά μπορεί να προσέχουν την οθόνη της τηλεόρασης από την ηλικία των 6 μηνών και να παγιώνουν πρότυπα τηλεθέασης μέχρι τα 3 ή 4 χρόνια τους. Όμως τα μικρά παιδιά, κάτω των 8 ετών, δεν μπορούν να συνδέσουν τη βίαιη συμπεριφορά ενός ηθοποιού με τα κίνητρα τα οποία παρουσιάστηκαν νωρίτερα στην ιστορία. Μέχρι την ηλικία των 10 με 12 ετών, τα παιδιά έχουν αναπτύξει την ικανότητα κατανόησης των κινήτρων για τις πράξεις των ηθοποιών και είναι σε θέση να συνδέσουν τη δράση επί της οθόνης με τα γεγονότα που την προκάλεσαν.
Η γνωστική θεωρία έχει επικριθεί ως πολύ σχηματοποιημένη. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να είμαστε σε θέση να αποδεικνύουμε πάντοτε ότι τα παιδιά μιας συγκεκριμένης ηλικίας βρίσκονται στο ίδιο εξελικτικό στάδιο. Άλλοι παράγοντες, όπως η κοινωνικοοικονομική και οικογενειακή κατάσταση επηρεάζουν την ανάπτυξη του παιδιού. Ο Van der Voort απέδειξε ότι τα παιδιά χαμηλότερης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης είναι περισσότερο πιθανό να ταυτιστούν με βίαιους χαρακτήρες απ’ ότι τα παιδιά υψηλότερης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Επίσης έδειξε ότι όλα τα παιδιά της ίδιας ηλικίας δεν σχετίζονται με την τηλεόραση με τον ίδιο τρόπο. Προσδιόρισε ότι υπάρχουν διαφορές στο πως αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα καθώς και στο επίπεδο ταύτισής τους με τους διαφορετικούς χαρακτήρες. Ακόμη σημαντικές είναι και οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, με τα κακοποιημένα παιδιά να είναι πιθανότερο να παρακολουθούν βίαια τηλεοπτικά προγράμματα και να ταυτίζονται με τους δράστες. Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογενειακό περιβάλλον με εντάσεις ενδέχεται να έχουν λιγότερη στήριξη από τους γονείς και τα αδέρφια τους και συνεπώς, να είναι πιο ευάλωτα στην τηλεοπτική βία από αυτά που μεγαλώνουν σε ήρεμο και υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον.
Αν και οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά σήμερα περνούν πολύ περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο τους παρακολουθώντας τηλεόραση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι είναι και οι πιο αφοσιωμένοι τηλεθεατές. Οι ενήλικες (με εξαίρεση τις ηλικίες 18 με 24) παρακολουθούν τηλεόραση περισσότερες ώρες απ’ ότι τα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούν μια ποικιλία προγραμμάτων, με τα Pokemon, Power Rangers, κινούμενα σχέδια και Disney να είναι τα πιο δημοφιλή, αλλά επίσης τους αρέσει να παρακολουθούν και προγράμματα φτιαγμένα για ενήλικες. Πολλά απ’ αυτά είναι οικογενειακά σίριαλ χωρίς βία, πράγμα που δείχνει ότι η βία δεν είναι ο μόνος τρόπος για να γοητευτούν οι μικροί τηλεθεατές. Τα παιδιά όντως επιλέγουν μεταξύ πολλών και διαφορετικών τύπων προγραμμάτων, προτιμώντας να παρακολουθούν δραματικές σειρές και περιπέτειες περισσότερο από τα βίαια προγράμματα. Εξαίρεση σ’ αυτό αποτελούν τα προγράμματα (κυρίως κινούμενα σχέδια), που απευθύνονται ειδικά σε μικρούς τηλεθεατές, προβάλλονται τα πρωινά του Σαββατοκύριακου και βρίθουν από βίαιες σκηνές.
Το πότε τα παιδιά παρακολουθούν τηλεόραση είναι ένα σημαντικό θέμα και γίνεται ολοένα σημαντικότερο όσο οι ώρες προβολής συνεχίζουν να επεκτείνονται. Η ανησυχία βρίσκεται κυρίως στο ότι τα παιδιά μένουν ξύπνια ως αργά το βράδυ για να παρακολουθήσουν στην τηλεόραση, προγράμματα που θεωρούνται ακατάλληλα γι’ αυτά από τους νομοθέτες. Τα δεδομένα δείχνουν ότι 1 στα 24 εξάχρονα βλέπει τηλεόραση μεταξύ 10 και 11 μ.μ. και γύρω στο 1 στα 5 δεκάχρονα με δεκαπεντάχρονα είναι ακόμη ξύπνιο αυτή την ώρα σε μια μέση εβδομάδα. Τα παιδιά παρακολουθούν τηλεόραση κυρίως από τις 4 έως τις 11 μ.μ. Το Σαββατόβραδο, οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται.
Η έρευνα που αφορά στην επίδραση της τηλεοπτικής βίας στα παιδιά, χρειάζεται να λάβει υπόψη της τα προγράμματα που απευθύνονται ειδικά σ’ αυτά καθώς και τα προγράμματα που απευθύνονται σε ενήλικες και τα οποία μπορεί να βλέπουν και παιδιά. Τα πρώτα είναι αυτά που «ενοχοποιούνται» περισσότερο, γιατί οι έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά τείνουν να ταυτίζονται περισσότερο με χαρακτήρες που είναι πιο κοντά στην ηλικία τους.
Συμπεράσματα
Αν πιστέψουμε ότι: i) η ζήτηση για βίαια τηλεοπτικά προγράμματα είναι πραγματική και όχι πρόσκαιρη-ευκαιριακή και ii) η τηλεόραση είναι ο σημαντικότερος παράγοντας, που προκαλεί την εμφάνιση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στα παιδιά, τότε θα πρέπει να συνυπογράψουμε και την άποψη ότι το περιεχόμενο των τηλεοπτικών προγραμμάτων πρέπει να λογοκρίνεται, γιατί έτσι θα επιλύσουμε μιας και δια παντός το πρόβλημα της βίας στην κοινωνία μας. Ωστόσο, αν ακολουθήσουμε την παραπάνω άποψη, ελλοχεύει ο κίνδυνος να αποκλείσουμε και αρκετές άλλες κοινωνικές συνθήκες, όπως η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο αλκοολισμός, τα ναρκωτικά, το εκπαιδευτικό σύστημα και η κρίση που περνά ο θεσμός της οικογένειας, που, όπως ξέρουμε, έχουν μεγάλη ευθύνη για την παραγωγή της βίας.
Τελικά φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να οδηγήσουμε τα μικρά παιδιά μακριά από τα τηλεοπτικά προγράμματα, που είναι βασισμένα στη φαντασία και στη γρήγορη δράση, όπως το ίδιο δύσκολο, αν όχι απίθανο, είναι να πειστούν και οι παραγωγοί να αλλάξουν ένα επιτυχημένο είδος προγράμματος. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες, πολλά παιδιά θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τα αγαπημένα τους προγράμματα. Η λύση, κατά τη γνώμη μας, βρίσκεται στην περαιτέρω εκπαίδευση των παιδιών. Η παιδεία, μακριά από απαγορεύσεις και υποδείξεις, μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά να εξετάζουν τα κίνητρα και τις αξίες των δραστών και των θυμάτων και να κατανοούν τις επιπτώσεις των διαφόρων μορφών βίας που θα συναντούν στη ζωή τους.