Αυτό το κείμενο, δεν μπορεί παρά να είναι βιωματικό. Αλλιώς θα έχανε την αξία του. Όταν βιώνεις ένα συγκεκριμένο γεγονός, τρεις φορές μέσα σε λίγους μήνες, σαν με καρμπόν και είσαι δημοσιογράφος, οφείλεις να το καταθέσεις δημόσια.
Το κείμενο αυτό αποτελεί μία ας πούμε ανοικτή επιστολή. Πρώτα από όλους, προς τον πρωθυπουργό και μετά στο αρμόδιο υπουργό Υγείας. Είναι η απόλυτη και αληθινή μαρτυρία, ασθενών, γιατρών, νοσηλευτικού προσωπικού, φυλάκων και όσων εργάζονται στη δημόσια υγεία. Με σεβασμό στο ρόλο του καθενός. Και κυρίως για το μοναδικό δικαίωμα που αποζητούν οι άνθρωποι πριν φύγουν για το τελευταίο τους ταξίδι. Την αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η αλήθεια κ. Χρυσοχοΐδη.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή. Η Άννα είναι 85 ετών και ο άντρας της ο Παναγιώτης σχεδόν 90. Πέρασαν δύσκολα χρόνια, κατοχικά, αλλά ποτέ δεν τα παράτησαν. Έπεσαν αρκετές φορές, όπως πολλοί, αλλά κάθε φορά έβρισκαν τον τρόπο. Και έκαναν μία υπέροχη οικογένεια. Έζησαν τη ζωή, με όλες τις χαρές και τις λύπες. Τα χρόνια όμως πέρασαν και τώρα πια, τα προβλήματα υγείας είναι καθημερινά. Όπως για τους περισσότερους ηλικιωμένους.
Η Άννα τον τελευταίο καιρό, ταλαιπωρείται από ένα πρόβλημα, που της προκαλεί αιμορραγίες. Για αυτό και επισκέφτηκε τους τελευταίους μήνες 3 φορές, δημόσια νοσοκομεία, στην εφημερία τους.
Η τελευταία ήταν και η αφορμή για αυτό το κείμενο. Η μεταφορά, πριν μερικές ημέρες στα επείγοντα μεγάλου νοσοκομείου. Η «περιπέτεια», ξεκίνησε το πρωί και γύρω στο μεσημέρι, ζητήθηκε από το ΕΚΑΒ, η μεταφορά της. Η απάντηση «θα έρθουμε αλλά θα αργήσουμε γιατί σήμερα έχει στάση εργασίας», έδωσε γρήγορα τον τίτλο του τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Το ασθενοφόρο τελικά ήρθε περίπου στις 3:30 το μεσημέρι και η Άννα ξεκίνησε το δρομολόγιο για το νοσοκομείο. Εκεί τα γεγονότα εξελίχθηκαν ακριβώς όπως περιγράφονται παρακάτω.
Η Άννα αν και μπήκε στο νοσοκομείο, με αιμορραγία, περίμενε στην αναμονή. Χωρίς κανένα παράπονο. Ήξερε άλλωστε τη διαδικασία. Μαζί με την 85χρονη, την ίδια στιγμή υπήρχαν στο χώρο των επειγόντων περιστατικών, περίπου 30 φορεία στην αναμονή.
Εννέα μικρές αίθουσες εξέτασης, με κουρτίνες, προφανώς για εύκολη πρόσβαση. Στην είσοδο του κτιρίου, οι άνθρωποι της φύλαξης, όπως ορίζει φαντάζομαι το πρωτόκολλο, αφήνουν σωστά, μόνον έναν συνοδό να περάσει στα επείγοντα. Αν και ευγενικοί όμως, είναι παντελώς ανεκπαίδευτοι την ευαίσθητη θέση που πρέπει να καλύψουν. Μπορεί να σε υποχρεώσουν με την ευγένειά τους, ή να σε εξαγριώσουν με τη συμπεριφορά τους.
Οι γιατροί, έχουν το δικό τους αγώνα. Κανονικό αγώνα, με όπλα ή χωρίς, με νικητές και ηττημένους, με ένταση, αγωνία. Αλλά άνισο αγώνα. Είναι λίγοι. Και τα περιστατικά πολλά. «Στην base line, του παθολογικού, μπορεί να είναι και 700 άτομα που μπαίνουν κάθε φορά στην εφημερία», μας λέει μία γιατρός. 700 άτομα. Το πώς τα καταφέρνουν; Σίγουρα μόνο εκείνοι ξέρουν. «Έλα να μας δεις στο τέλος της εφημερίας, γεια» και εξαφανίζεται στο πλήθος.
Το μεγαλύτερο ίσως προσόν ενός συνοδού,(πέρα από υπομονή, κλπ κλπ), είναι η ικανότητα να «πιλοτάρεις φορείο». Αφού οι τραυματιοφορείς είναι ελάχιστοι και αποκαμωμένοι. Αστειευόμενος ένας από αυτούς χιούμορ λέει: «Θες νοσοκομείο; Μάθε να οδηγάς φορείο».
Η Άννα περιμένει λοιπόν σε εκείνη την αίθουσα. Όπου οι γιατροί τρέχουν να προλάβουν να τους εξετάσουν όλους, οι ασθενείς παραπονούνται, οι Ρομά μπουκάρουν από παντού και ζητούν ότι μπορείς να φανταστείς, κάποια φορεία με τραυματίες, ίσως από τροχαίο, μπαίνουν γρήγορα και όλοι παγώνουν, μάρτυρες αυτής της σκηνής.
Το βλέμμα της Άννας, καρφωμένο σε ένα σημείο. Εκεί που οι γιατροί έχουν στήσει ένα μικρό δεντράκι, με λαμπάκια που αναβοσβήνουν.
Η ώρα έχει πάει 8:26 το βράδυ και τα φορεία γίνονται πιο πολλά, ο κόσμος περισσότερος. Στις 8:50, η Άννα ακούει το όνομά της από τα μεγάφωνα. Να πάει στο εξεταστήριο επτά. Το φορείο λοιπόν και στην κουρτίνα με το νούμερο επτά. Η ευγενέστατη νεαρή γιατρός, παίρνει το ιστορικό και κοιτάει τις εξετάσεις που εν τω μεταξύ έχουν βγει. Η 85χρονη Άννα έχει μπει τρεις φορές τον τελευταίο χρόνο σε δημόσια νοσοκομεία και είναι η δεύτερη στο ίδιο νοσοκομείο, όπου βρέθηκε το Μάρτιο του 2023.
Η ηλεκτρονική καρτέλα ασθενούς, είναι το αστείο που κάνουν οι γιατροί μεταξύ τους. Η γιατρός λέει ότι πρέπει να γίνει εισαγωγή και κάποιος πρέπει να πάει να βγάλει τα χαρτιά. Η Άννα μένει μόνη σε έναν διάδρομο, «παρκαρισμένη». Ο συνοδός της, παίρνει το χαρτί και πάει στον γκισέ με τις εισαγωγές. Το νούμερο που έχει λέει 664 (πάλι καλά που δεν πήρε το 666) και στον γκισέ είναι το 644. Μετά από είκοσι λεπτά, δύο τεράστιους φακέλους από χαρτόνι και μία σφραγίδα, επιστροφή στην αίθουσα επτά. Η γιατρός βλέπει το φάκελο και λέει στην Άννα. «Όλα οκ καλή μου, τώρα μένει μόνο μία ακτινογραφία θώρακος». Στο μικρόφωνο ακούγεται το όνομα του επόμενου ασθενούς, που τον καλεί να πάει στο ιατρείο «Fast track» (ας το αφήσω ασχολίαστο).
Η 85χρονη Άννα και ο συνοδός της, στις 9:30 το βράδυ, εισέρχονται στην αίθουσα, όπου περιμένεις για την ακτινογραφία. Και εκεί παθαίνουν το μεγαλύτερο σοκ. Πάνω από 30 φορεία και δεκάδες καροτσάκια, περιμένουν για την ακτινογραφία. Συγχρόνως μπαίνουν μέσα στην αίθουσα και κάποια περιστατικά που έρχονται εκείνη τη στιγμή στο νοσοκομείο και είναι πολύ επείγοντα. Σωστά, εκείνα προηγούνται.
Οι ασθενείς δεν μπαίνουν για την ακτινογραφία με τη σειρά που έχουν πάει, μπαίνουν βάσει του επείγοντος κάθε περιστατικού. Και αυτό θα μπορούσαμε να πούμε είναι σωστό. Η 85χρονη Άννα όμως, με την αιμορραγία, έμεινε εκεί κάτι λιγότερο από δύο ώρες. Δύο ώρες. Για μία ακτινογραφία θώρακος και με την απόφαση για εισαγωγή ειλημμένη. Η ακτινογραφία θα μπορούσε να γίνει μετά, στο θάλαμο, το είπε και η γιατρός, όμως έπρεπε να ακολουθηθεί ο κανονισμός.
Στις 11:20 το βράδυ, σχεδόν δύο ώρες αργότερα, η Άννα μπαίνει για την ακτινογραφία θώρακος. Το προσωπικό ευγενέστατο. Κάνει τη δουλειά με πλήρη επαγγελματισμό. Ο συνοδός ρωτάει πόσες ακτινογραφίες θα βγάλουν κατά τη διάρκεια της εφημερίας και η απάντηση της ακτινολόγου σοκάρει. Πάνω από 1000 ακτινογραφίες σε κάθε εφημερία. Πάνω από χίλιες!
Η Άννα βγαίνει από την αίθουσα και αναμένει κάποιο τραυματιοφορέα, να την οδηγήσει στο θάλαμό της. Σύντομα όμως διαπιστώνει ότι θάλαμος, δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο τα φορεία στους διαδρόμους. Και οι διάδρομοι είναι γεμάτοι όμως. Την βάζουν λοιπόν στο σαλονάκι των επισκεπτών, δίπλα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Γιατροί και νοσηλευτικό την περιποιούνται με χαμόγελο και φροντίδα. Προσπαθούν να κάνουν στην Άννα μία «ένεση αισιοδοξίας». Και εκείνη τους δίνει την ευχή της.
Από το μεσημέρι μέχρι τώρα έχουν περάσει πάνω από οκτώ ώρες, για να βρεθεί ένας ασθενής από το σπίτι του, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Ακόμα και αν αυτός είναι το σαλονάκι των επισκεπτών.
Το επόμενο πρωί ο ήλιος «λούζει» το σαλονάκι και κουρτίνες δεν υπάρχουν. Μία πατέντα όμως, αλλοίμονο Έλληνες είμαστε, προσφέρει στην 85χρονη Άννα τη σκιά, για να μην «καεί», από τη ζέστη.
Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να έχει και άλλα περιστατικά, κατά τη διάρκεια αυτής της εφημερίας. Όπως και άλλες εικόνες. Την είσοδο του νοσοκομείου ας πούμε, με τον υπέροχο στολισμό για τα Χριστούγεννα. Αλλά εδώ, δεν είναι Gray’s Anatomy. Είναι η πραγματικότητα της απόλυτης απελπισίας.
Το ζήτημα του συστήματος υγείας, δεν είναι κάτι απλό. Και δεν λύνεται εύκολα. Πολύ δύσκολα και με μικρά βήματα κάθε φορά. Πρέπει όμως από κάπου να γίνει μία αρχή, που θα πάει προς τα μπροστά το θέμα. Ανεξάρτητα από ποια κυβέρνηση και ποιος υπουργός.
Το ανθρώπινο δυναμικό είναι λίγο, οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό παλεύουν καθημερινά, αντιμετωπίζουν κάθε είδους συμπεριφορές. Απαξιώνοντας τη δουλειά ενός γιατρού, απαξιώνεις το σύστημα, το κατεδαφίζεις. Το θέμα της υγείας, μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα για κάθε κυβέρνηση. Και είναι αληθινή η πρόθεση. Η υγεία όμως, όπως και ότι άλλο, δεν χτίζεται με προθέσεις.
Δεν φταίνε οι γιατροί, το νοσηλευτικό προσωπικό, οι προσπάθειες κάποιων διοικήσεων, οι ασθενείς, οι συνοδοί. Πρέπει να μπουν κανόνες, να χτιστεί η εμπιστοσύνη, να δομηθεί το σύστημα. Να ξεκινήσουμε από κάπου.
Η 85χρονη Άννα κ. υπουργέ, κάποια στιγμή, είπε στο συνοδό της: «Κάθε φορά που μπαίνω σε ένα νοσοκομείο, πεθαίνω κι από λίγο». Πρέπει να αγωνιστούμε όλοι για να της αφαιρέσουμε ένα από αυτά τα λίγο. Κι εκείνης και κάθε ασθενούς που μπαίνει σε ένα νοσοκομείο για να μπορέσει να γίνει καλά.
Αυτή είναι η αλήθεια κ. Χρυσοχοίδη.