Η ΝΔ, με αφορμή και τη συζήτηση που γίνεται για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, επιδιώκει με κάθε ευκαιρία να μας “υπενθυμίζει” πόσο φιλοευρωπαϊκό κόμμα είναι. Εδώ, όμως, αναδεικνύεται μία προκλητική υποκρισία και, ταυτόχρονα, μια αλήθεια που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εξηγούμαι:
Υπάρχουν τρεις τομείς με βάση τους τους οποίους κρίνεται η πολιτική της όποιας κυβέρνησης για τα δημόσια πανεπιστήμια: η πρόσληψη νέου καθηγητικού προσωπικού, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και οι μισθοί καθηγητών.
Όλοι αυτοί οι δείκτες για τη χώρα μας έχουν μία σαφή απόκλιση από όσα γίνονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και σε όλα, είμαστε τελευταίοι. Μάλιστα κάθε χρονιά που περνάει, η σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες γίνεται ακόμη πιο δυσμενής.
Την κατάσταση που χειροτερεύει σε σχέση με το τι γινόταν πριν 15 χρόνια την καυτηριάζει το Συμβούλιο του ΕΜΠ, με μία τεκμηριωμένη ανακοίνωση του.
Με άλλα λόγια η κατάσταση στα δημόσια πανεπιστήμια είναι χειρότερη σήμερα από ότι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν και σε διευρυνόμενη απόκλιση από όσα γίνονται στα δημόσια πανεπιστήμια της Ευρώπης.
Η συζήτηση, λοιπόν, για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι πρωτίστως μία συζήτηση για τα δημόσια πανεπιστήμια και η κυβέρνηση αυτήν ακριβώς τη συζήτηση θέλει να αποφύγει. Και αναρωτιέται κανείς πόσο αξιόπιστη μπορεί να είναι δηλώνοντας με κάθε τρόπο ότι ενδιαφέρεται για τα δημόσια πανεπιστήμια, όταν:
Η χρηματοδότησή τους δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις ανελαστικές δαπάνες των πανεπιστημίων.
Η άρνηση της κυβέρνησης να δημιουργήσει νέες θέσεις καθηγητών μας κάνει να είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη ως προς την αναλογία καθηγητών προς φοιτητές –με μεγάλη διαφορά από τον προτελευταίο.
Μένουν χιλιάδες παιδιά εκτός πανεπιστημίου ώστε να αναγκαστούν να φοιτήσουν είτε στα ιδιωτικά κολλέγια είτε στα ΙΕΚ.
Η ίδια κυβέρνηση που ψήφισε έναν νόμο για τη διοίκηση των πανεπιστημίων ο οποίος ενίσχυσε τη διαπλοκή και γιγάντωσε τη γραφειοκρατία, τώρα δηλώνει πως θα πατάξει τη γραφειοκρατία.
Η πανεπιστημιακή αστυνομία διαφημίστηκε με ένα τρόπο ώστε η κοινωνία να θεωρήσει πως τα πανεπιστήμια είναι χώροι συνεχούς και ακραίας παραβατικότητας, προσλήφθηκαν περισσότεροι από 1000 αστυνομικοί και κυριολεκτικά πετάχτηκαν στον αέρα εκατομμύρια ευρώ για κάτι που ακυρώθηκε λίγους μήνες μετά.
Δυστυχώς για τη ΝΔ, τα παραπάνω είναι προβλήματα που επιδέχονται λύσεις στο πλαίσιο του δικού της ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου. Στην Ευρώπη η μεγάλη πλειοψηφία των συντηρητικών κυβερνήσεων καταφέρνουν και συντηρούν αξιοπρεπώς τα πανεπιστήμια της χώρας τους. Δεν συνιστά εξ’ όρισμού αριστερή πολιτική να ενισχύονται οικονομικά τα πανεπιστήμια, να προσλαμβάνονται καθηγητές και να μην μένουν χιλιάδες παιδιά εκτός πανεπιστημίων ως πελατεία για τα ιδιωτικά κολέγια. Δεν είναι παράλογα όλα αυτά, απλώς η δικιά μας δεξιά είναι αξιοθρήνητη και εφαρμόζει παντού θατσερικές πολιτικές όταν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη οι αντίστοιχες κυβερνήσεις έχουν συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο αυτών των πολιτικών και αναζητούν διαφορετικές λύσεις.
Η πηγή του κακού: οι Πανελλαδικές εξετάσεις
Αν, όμως, θέλουμε να είμαστε πειστικοί και αξιόπιστοι όχι μόνον ως προς την αντίθεση μας στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αλλά και στην υπεράσπιση του δημόσιου πανεπιστημίου, θα πρέπει να μην αποφεύγουμε τις διάφορες παθογένειες που συνεχίζουν να φέρνουν εμπρός σε αδιέξοδα δεκάδες χιλιάδες παιδιά και οικογένειες κάθε χρόνο. Κανείς δεν αμφισβητεί την ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας στα πανεπιστήμια μας. Οι πανεπιστημιακοί μαζί με όσες και όσους εργάζονται στα ερευνητικά κέντρα, έχουν υψηλότατους δείκτες επιτυχίας στα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα, οι καθηγητές στην τεράστια πλειοψηφία τους έχουν πολύ καλές σπουδές και σταθερή παραγωγή ερευνητικού έργου, οι σχέσεις και συνεργασίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού είναι ουσιαστικές και σε ανοδική πορεία τα τελευταία δέκα χρόνια και οι απόφοιτοι και κάτοχοι διδακτορικών σε όποια χώρα συνεχίσουν τις σπουδές τους ή σταδιοδρομήσουν, δεν μειονεκτούν καθόλου σε σχέση με τους υπόλοιπους. Αυτή, όμως, η κατάσταση έχει ημερομηνία λήξης σε μία χώρα, η οποία ανάμεσα στα άλλα έχει και το πιο γερασμένο εκπαιδευτικό προσωπικό σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Όμως...
Είμαστε –αριστεροί, συντηρητικοί και κεντρώοι— πολίτες μίας κοινωνίας που συναινεί πως η είσοδος στο πανεπιστήμιο δεν (θα) γίνεται μέσω των σχολείων αλλά από έναν άλλον θεσμό, την ονομαζόμενη παραπαιδεία, με αποτέλεσμα την πλήρη ακύρωση του Λυκείου. Υπάρχει, άραγε, οικογένεια ή παιδιά που να μην το έχουν βιώσει αυτό; Αν είναι έτσι γιατί δεν καταργούμε το Λύκειο; Ειδικά δε την Γ΄ Λυκείου; Γιατί, αλήθεια, όλοι μαζί υποκρινόμαστε ότι έχουμε Λύκειο, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουμε και, κυρίως, κάνουμε το παν για να μην έχουμε;
Η παθογένεια αυτή έχει και άλλα χαρακτηριστικά: το μέσο κόστος της προετοιμασίας κάθε υποψηφίου για τις Πανελλαδικές είναι τουλάχιστον 15,000 ευρώ. Και αν ο υποψήφιος εισαχθεί σε ένα Τμήμα μακρυά από το σπίτι, το συνολικό κόστος είναι εντυπωσιακό: τουλάχιστον 40,000 ευρώ μέχρι να λάβει το πτυχίο. Με άλλα λόγια, προετοιμασία και κόστος διαβίωσης μακριά από το σπίτι είναι περίπου 55,000 ευρώ.
Με δεδομένη την επαγγελματική αναγνώριση των πτυχίων μετά τις ρυθμίσεις της κ.Κεραμέως και την αποδοχή αυτών των ρυθμίσεων από το Συμβούλιο Επικρατείας, πολλοί γονείς αναρωτιούνται γιατί να μην στείλουν τα παιδιά τους σε κολλέγια που λειτουργούν στις πόλεις που κατοικούν μιας και το συνολικό κόστος των διδάκτρων δεν θα υπερβαίνει τα 25,000 ευρώ.
Αυτή, λοιπόν, είναι μία πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Δωρεάν κατά το Σύνταγμα η δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, πανάκριβη στην πράξη. Αν δεν αλλάξει αυτή η κατάσταση με έναν ριζικό τρόπο, οι ελληνικές οικογένειες, θα αρχίσουν σιγά σγά (ήδη γίνεται) να εγκαταλείπουν τα δημόσια πανεπιστήμια.
Κλειδί για την αντιστροφή αυτής της κατάστασης είναι τι θα αποφασίσουμε για τις Πανελλαδικές εξετάσεις. Ας αρχίσουμε με ένα ταμπού: Ελάχιστοι αναρωτιούνται για τον μορφωτικό ρόλο των Πανελλαδικών εξετάσεων. Η γνώμη μου είναι ότι δεν προσφέρουν τίποτα απολύτως και μόνον κακό κάνουν όταν η παπαγαλία πια έχει γίνει η κανονικότητα σε όλα σχεδόν τα μαθήματα. Οι Πανελλαδικές έχουν καταφέρει να είναι αδιάβλητες και σε μία κοινωνία που το αδιάβλητο είναι τόσο σπάνιο, η κοινωνία το έχει “μεταφράσει” ότι είναι και εκπαιδευτικά αξιόπιστο! Άλλο, όμως, αδιάβλητο άλλο αξιόπιστο.
Λύση υπάρχει: να καταργηθούν σταδιακά οι Πανελλαδικές εξετάσεις. Ο μόνος ρόλος που έχουν είναι διανεμητικός, δηλαδή να διανείμουν τους υποψηφίους στα διάφορα Τμήματα και να αποκλείουν έναν αριθμό υποψηφίων φοιτητών. Γιατί δεν μπορούν οι υποψήφιοι να εισάγονται χωρίς εξετάσεις σε εκείνα τα Τμήματα που όντως θέλουν να σπουδάσουν και πρέπει το “σύστημα” να τους στέλνει σε πόλη που δεν επιθυμούν και –το σοβαρότερο-- σε ειδικότητα που δεν τους ενδιαφέρει;
Θα υπάρχει ο αντίλογος πως τότε όλοι θα θελήσουν να εισαχθούν στην Ιατρική (κάτι για το οποίο δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη) ή στη Νομική ή, ενδεχομένως, στα Πολυτεχνεία (και για τα οποία πάλι δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη, ειδικά δε για Τμήματα όπως οι Μεταλλειολόγοι ή οι Τοπογράφοι). Ακόμη, όμως, και αν δεχτούμε ότι θα υπάρχει μία τεράστια ζήτηση για τους τρεις αυτούς τομείς, θα μπορούσε να συνεχίσει το υπάρχον σύστημα για αυτές τις ειδικότητες οι οποίες και αποτελούν ένα μικρό ποσοστό των ειδικοτήτων που προσφέρουν τα δημόσια πανεπιστήμια. Δεν θέλουν όλες και όλοι να γίνουν γιατροί, δικηγόροι και μηχανικοί. Ας διευκολύνουμε, λοιπόν, σε πρώτη φάση όσους θέλουν να σπουδάσουν τις άλλες ειδικότητες, ενισχύοντας με προσωπικό, και χρηματοδότηση τη λειτουργία των τμημάτων αυτών και για τα “περιζήτητα” τμήματα ας ισχύσει το υπάρχον καθεστώς μέχρι νεοτέρας.
Είναι απολύτως προφανές ότι το παραπάνω θέλει έναν στοιχειώδη προγραμματισμό και μία συζήτηση για να πειστεί η κοινωνία και να αρχίσει να αποκτά εμπιστοσύνη στο σχολείο. Θέλει μία κυβέρνηση που έμπρακτα θα δείξει ότι πρώτα από όλα ενδιαφέρεται για την ψυχική υγεία των νέων στα σχολεία και την καθημερινότητα τους η οποία είναι σχεδόν αβίωτη όταν ετοιμάζονται για τις Πανελλαδικές. Θέλει μία κυβέρνηση που θα πάρει πρωτοβουλίες να προσλάβει επιπλέον καθηγητές από τον τεράστιο αριθμό εξαιρετικών νέων επιστημόνων και ερευνητών. Χρειάζονται νέοι διορισμοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μαθήματα που να οδηγούν σε ένα αξιόπιστο και σοβαρά αναβαθμισμένο απολυτήριο και όχι, όπως το σημερινό που δεν πιστοποιεί τίποτα ουσιαστικό.
Οι δικοί μας υπολογισμοί για κάτι τέτοιο καταλήγουν ότι σε βάθος τετραετίας χρειάζονται περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ (περίπου 125 εκατομμύρια κάθε χρόνο) ώστε να διπλασιαστεί ο αριθμός καθηγητών στα πανεπιστήμια, να διπλασιαστεί η χρηματοδότηση τους, να διοριστούν μόνιμοι εκπαιδευτικοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Είναι αλήθεια τόσο μεγάλο το ποσό αυτό με το οποίο θα αντιστραφεί η σημερινή πορεία, ενισχυθούν τα δημόσια πανεπιστήμια, και θα αρχίσει το σχολείο να επιτελεί τον κοινωνικό και μορφωτικό του ρόλο;
( Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας)