Η παρούσα φάση του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από τη μερική παγκοσμιοποίηση, την άνοδο αυταρχικών κυβερνήσεων και την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ΗΠΑ από Κίνα και BRICS. Είναι εμφανής η αδυναμία των Ευρωπαίων να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό διεθνή ρόλο. Η υφεσιακή ΕΕ είναι η μεγάλη χαμένη των γεωπολιτικών, τεχνολογικών, ενεργειακών και οικονομικών διεθνών εξελίξεων.
Η ευρωπαϊκή κρίση εκφράζεται από την αδύναμη ανάπτυξη και τις μακροοικονομικές ανισορροπίες μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική τιθάσευσης του πληθωρισμού μέσω υψηλών επιτοκίων και λιτότητας ενισχύει τις ανισότητες και αυξάνει την κοινωνική δυσφορία στην ΕΕ. Το κοινωνικό αδιέξοδο ευνοεί τον λαϊκισμό με εργαλεία της Alt.Right και όχι μόνο στην Ευρώπη. Τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά ούτε στη Γερμανία.
Στο γερμανικό χτες
Στα τέλη του 20ου αιώνα, ο “μεγάλος ασθενής” ήταν η Γερμανία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, στο απόγειο της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, και παρά την κρίση του 2008, ο γερμανικός μερκαντιλισμός θριάμβευσε. Η γερμανική ελίτ βγήκε εκθετικά κερδισμένη, αλλά ισοπέδωσε τις οικονομίες και τις κοινωνίες της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης (μέσω dumping μισθών και τιμών), οξύνοντας τις ήδη μεγάλες ανισότητες στην ΕΕ, αλλά και στην ίδια τη Γερμανία, ελέω νεοφιλελευθερισμού. Η γερμανική ελίτ ήταν η μεγάλη κερδισμένη της παγκοσμιοποίησης μαζί με την Κίνα, συνδυάζοντας τον μερκαντιλισμό, που βασίζεται στη δημιουργία ενός δικτύου χωρών και ζωνών υπό γερμανική οικονομική επιρροή (κυρίως Β. Ιταλία, Αν. Ευρώπη), με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις Hartz του Σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ.
Όλα πήγαιναν «ρολόι» για τη γερμανική ελίτ έως το 2018. Η Γερμανία ισορροπούσε στο λεπτό σκοινί της «εμπορικής παγκοσμιοποίησής» της με την Κίνα, της ενεργειακής «Οστ Πολίτικ» με τη Ρωσία, παραμένοντας, ωστόσο, πιστή και στα νατοϊκά σχέδια των ΗΠΑ. Επιζητούσε την κοινή διαχείριση των γαλλικών πυρηνικών για κοινή αμυντική πολιτική και light οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ, ώστε να μην πληγούν τα γερμανικά συμφέροντα. Το πρώτο αρνητικό σήμα ήρθε με τη συρρίκνωση του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2018, (-0,2%). Η γερμανική οικονομία επιβράδυνε λόγω της λιτότητας και του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Η πανδημία, αλλά, κυρίως, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που προκάλεσε, επιβάρυναν ΕΕ και Γερμανία. Η ύφεση, σε τελική ανάλυση, είναι αποτέλεσμα των γερμανικών πολιτικο-οικονομικών επιλογών/εμμονών και όχι εξωγενών παραγόντων.
Και στο σήμερα
Η ισορροπία της Γερμανίας με τις 3 υπερδυνάμεις έχει ήδη διαρραγεί, ενώ οι χώρες της Αν. Ευρώπης δεν είναι πλέον γερμανικοί δορυφόροι. Ταυτόχρονα, οι δύο πόλεμοι (Ουκρανία, Γάζα) ενισχύουν την παγκόσμια και περιφερειακή ανασφάλεια. Μία νέα πιθανή κρίση (χρηματοπιστωτική, ενεργειακή, γεωπολιτική), σε αυτή τη συγκυρία, μπορεί να είναι καταστροφική.
Στο «σημείο καμπής» (Zeitenwende), ο Όλαφ Σολτς ανέλυσε την εξωτερική του πολιτική: H Δύση, το ΝΑΤΟ, το friend-shoring και η συνεργασία με το Global South είναι η λύση ενάντια σε Ρωσία και Κίνα, χωρίς, όμως, όρους Ψυχρού Πολέμου. Άποψη που βρίσκει καθόλα σύμφωνο τον Φρίντριχ Μερτς, ηγέτη της γερμανικής Δεξιάς (CDU).
Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ για την παγκόσμια οικονομία είναι αρνητικές (στο 2,7% για το 2024, όταν ο βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης είναι άνω του 3%), αλλά και για την Ευρωζώνη (0,9%). Η αποκλιμάκωση των επιτοκίων θα είναι αργή και δεν θα επηρεάσει θετικά τη χρονιά, δεδομένης της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της εξάρτησής της από τις αποφάσεις της αμερικανικής FED.
Το ΑΕΠ της Γερμανίας μειώθηκε κατά 0,3% το 2023. Οι κλάδοι με τις χειρότερες επιδόσεις ήταν η βιομηχανία (-2%) και οι κατασκευές, ενώ η γερμανική οικονομία αναμένεται να κινηθεί χαμηλά στο 0,4% για το 2024.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της Στατιστικής Υπηρεσίας (Destatis) Ruth Brand: «Το 2023, η συνολική οικονομική ανάπτυξη παραπαίει σε ένα πλαίσιο που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από πολλαπλές κρίσεις […] Συνεπώς, η γερμανική οικονομία δεν συνέχισε την ανάκαμψή της από την ισχυρή οικονομική κρίση που γνώρισε το πανδημικό έτος 2020». Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η διοχέτευση 60 δις στην πράσινη μετάβαση και στη σταθεροποίηση της οικονομίας, λόγω παραβίασης του συνταγματικού «Φρένου Χρέους», επιβαρύνει το υφεσιακό τοπίο και ανοίγει μια εσωτερική κρίση με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Το «φάντασμα» του πληθωρισμού, οι τεράστιες ανισότητες μεταξύ ανατολικών και δυτικών κρατιδίων και το ζήτημα της «γερμανικής ταυτότητας» ταράζουν το συλλογικό ασυνείδητο της γερμανικής κοινωνίας. Το έντονο δημογραφικό πρόβλημα παραμένει αγκάθι για τη μελλοντική πορεία της χώρας.
Στο πολιτικό πεδίο, η κυβέρνηση του Σολτς καταποντίζεται στις δημοσκοπήσεις, με πάνω από τα 2/3 των ψηφοφόρων να την αποδοκιμάζουν. Οι εθνικές εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2025, αλλά o δρόμος είναι αβέβαιος. Το SPD και οι Πράσινοι είναι αυτοί που υφίστανται τη μεγαλύτερη απαξίωση στη δεδομένη συγκυρία.
Οι δημοσκοπήσεις, λίγο πριν τις ευρωεκλογές, δείχνουν συντριπτική ήττα για το SPD (13,5-15%), πτώση για τους Πράσινους (12,5-13,5%) και στο όριο του 5% το νεοφιλελεύθερο FDP. Αντίθετα, αναμένεται νίκη της Δεξιάς (CDU/CSU: 30-31%) και της ακροδεξιάς (AfD: 20-23%). Η Αριστερά (Die Linke: 3-4%) είναι κάτω από το όριο εισόδου στην Ευρωβουλή (5%), ενώ η Συμμαχία της Zάρα Βαγκενκνέχτ (Bündnis Sahra Wagenknecht, Bsw) έχει ως βάση το 4%+. Στο 3% καταγράφεται το νέο δεξιό κόμμα των Ελεύθερων Ψηφοφόρων (Freie Wahler, FW).
Οι πολυπληθείς αντιφασιστικές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη τη Γερμανία (1,4 εκ. διαδηλωτές) και οι μεγάλες απεργίες ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά της γερμανικής κοινωνίας. Το AfD καταγράφει απώλειες 1,5%, μετά την αποκάλυψη της ναζιστικής συνεννόησης για μαζικές και δια της βίας απελάσεις και τις ογκώδεις διαδηλώσεις. «Η δημοκρατία αφυπνίζεται», γράφει το Spiegel. Προς το παρόν, η κυβέρνηση του Βερολίνου δεν φαίνεται διατεθειμένη να ακούσει.
Οι πολιτικές δυναμικές
Το SPD, με τα χειρότερα ποσοστά όλων των εποχών, ακολουθεί απτόητο την αμερικανική γραμμή και την πολιτική λιτότητας στην ΕΕ. Η υπόθεση πτώχευσης της Wirecard (2020) και η κατασκοπεία υπέρ της Ρωσίας από το στέλεχoς της Jan Marsalek επιβαρύνουν τη θέση του ήδη αδύναμου Ολαφ Σόλτς. Εντός SPD, υπάρχουν ήδη απόψεις που ζητάνε την αντικατάστασή του από τον «αποτελεσματικό» σημερινό υπουργό Άμυνας Μπόρις Πιστόριους.
Η ενεργειακή κρίση και οι συμβιβασμοί των Πράσινων ( χρόνοι και μέθοδοι απομάκρυνσης από τα ορυκτά καύσιμα και για το μέλλον της πυρηνικής ενέργειας) συνέτειναν στην απαξίωση τους. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τους έκανε ένθερμους υποστηρικτές του γερμανικού επανεξοπλισμού και μιας αμφίβολης στρατιωτικής λύσης στη σύγκρουση, πιστούς στο αμερικανικό σχέδιο. Ταυτόχρονα, στο μεταναστευτικό, δείχνουν πλήρη ανοχή στις «ασφαλείς χώρες» της Αν. Ευρώπης που δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα στο άσυλο. Η εγκατάλειψη πολλών από τις βασικές τους θέσεις απογοήτευσε τους ψηφοφόρους τους.
Εξίσου άβολη είναι η θέση των Φιλελεύθερων (FDP) του ΥΠΟΙΚ Λίντνερ, λόγω της αρνητικής απόδοσης της πραγματικής οικονομίας.
Η CDU/CSU απολαμβάνει την πρώτη θέση, όχι τόσο για τις πειστικές θέσεις της, αλλά λόγω έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας για την κυβέρνηση. Ο ηγέτης της, Μέρτς, προέρχεται από τη δεξιά τάση του κόμματος και δεν θα είχε πρόβλημα να κυβερνήσει ακόμα και με ένα «ξεπλυμένο» AfD και το FDP. Βάσει των σημερινών δημοσκοπήσεων μια τέτοια «μαύρη-μπλε» διακυβέρνηση θα είχε την απόλυτη πλειοψηφία εδρών και θεσμικών θέσεων (58-60%).
H Αριστερά (Die Linke), από τις 6 Δεκέμβρη 2023, δεν έχει πλέον κοινοβουλευτική ομάδα λόγω της αποχώρησης της ομάδας της Ζάρα Βάγκενκνεχτ. Θα παλέψει, όμως, για την είσοδο στην Ευρωβουλή, έχοντας πλέον ξεκάθαρες αριστερές γραμμές: ενάντια στο Φρένο Χρέους και το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας που παράγουν λιτότητα, για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την ευρωπαϊκή Γερμανία, για τις δημόσιες πολιτικές μείωσης των ανισοτήτων, για την ειρηνική λύση στους δύο πολέμους με τήρηση του Διεθνούς Δικαίου. Στόχος του Die Linke είναι να ξανακερδίσει τους χαμένους ψήφους στα ανατολικά και να προσελκύσει απογοητευμένους προοδευτικούς ψηφοφόρους στα δυτικά της χώρας.
Το BSW, η συμμαχία της Zάρα Βάγκενκνεχτ προχωρά σε συνέδριο (27 Γενάρη). Η Βάγκενκνεχτ είπε ότι το κόμμα δεν θα αποκαλείται αριστερό, αλλά ούτε δεξιό καθώς οι όροι έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα και στόχος της είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Το πρόγραμμα της είναι ένα εθνοκεντρικό μίγμα αριστερής οικονομικής πολιτικής και κοινωνικού συντηρητισμού. Προτείνει, αόριστα, διαδικασίες ασύλου στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ ή σε τρίτες χώρες, ενώ αντιτίθεται σε πράσινες πολιτικές όπως τη στροφή προς τις ΑΠΕ και τη σταδιακή κατάργηση των οχημάτων εσωτερικής καύσης. Προτείνει την αυτονομία της Ευρώπης, αλλά ζητά επιστροφή εθνικής κυριαρχίας στα κράτη-μέλη, τη μη αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ και την απόρριψη της περαιτέρω διεύρυνσής της. Ταυτόχρονα, ζητά επανέναρξη των εισαγωγών ενέργειας από τη Ρωσία και την πλήρη απαγόρευση των εξαγωγών όπλων στην Ουκρανία και ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων. Προσελκύει κυρίως ψηφοφόρους από ακροδεξιά (Afd), Δεξιά (CDU) και SPD.
Το ακροδεξιό AfD, με πολιτικές Alt.Right, κυριαρχεί στην Αν. Γερμανία (ειδικά σε Σαξονία και Θουριγγία), αλλά πλέον είναι υπολογίσιμη δύναμη και στα δυτικά κρατίδια. Επικεφαλής είναι η Alice Weidel, που προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δεξιό λαϊκίστικο προφίλ για το κόμμα, προκειμένου να γίνει αποδεκτό από την πολιτικοοικονομική ελίτ. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει τους πολλούς σκληρούς ναζιστές που αποκαλύπτουν την πραγματική εικόνα του κόμματος.
H Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ψευτοδίλημμα: να ακολουθήσει την πολιτική της Ουάσιγκτον (με ένα αβέβαιο μέλλον και σε καμία περίπτωση ευνοϊκό για την ΕΕ) ή να εισέλθει σε εσωστρέφεια, ασχολούμενη με το «Dexit» (την έξοδο της Γερμανίας από την Ε.Ε) της ακροδεξιάς (AfD). Και όμως, η συγκυρία αποτελεί ευκαιρία για τη Γερμανία να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα αυστηρά δόγματα σταθερότητας που μόνο ανισότητες και περιορισμό της δημοκρατίας προκαλούν. Και να δώσουν τη θέση τους σε μια ευρωπαϊκή Γερμανία, η οποία θα ασκεί τον ηγετικό ρόλο της στο εγχείρημα κοινωνικής ολοκλήρωσης και γεωπολιτικής αυτονομίας της Ευρώπης. Η γερμανική Ευρώπη απέτυχε ακόμα και για τους Γερμανούς.
(Ο Λευτέρης Στουκογεώργος είναι οικονομολόγος)