Η στάση μας για την νομοθετική παρέμβαση της Κυβέρνησης στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θεμελιώνεται σε τρεις βασικές αρχές:
Καταρχήν, στην ανάγκη διεξαγωγής ενός οργανωμένου διαλόγου μεταξύ των κομμάτων και των εκπαιδευτικών φορέων, ώστε να διαμορφωθεί ένα μίνιμουμ συναίνεσης. Ο προσφορότερος θεσμικός χώρος για την ανάπτυξη ενός τέτοιου διαλόγου θα ήταν οι σχετικές συνταγματικές ρυθμίσεις και η επικαιροποίηση τους.
Στη συνάφεια του μοντέλου που επιλέγεται με την διαχρονική και διακηρυγμένη θέση του ΠΑΣΟΚ ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται από μη κερδοσκοπικά ιδρύματα, δημόσια ή μη κρατικά.
Στην ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστήμιου σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση, την αύξηση του εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού και την ουσιαστική κατοχύρωση της αυτοτέλειας και του αυτοδιοίκητού του.
Υπηρετούνται οι παραπάνω αρχές από την νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης;
Σε ό,τι αφορά την θεσμική διάσταση, το νομοσχέδιο διαμορφώθηκε χωρίς κανένα απολύτως διάλογο. Η ακαδημαϊκή κοινότητα , τα κόμματα και κοινωνία γίνονταν αποδέκτες σταγονιδίων πληροφόρησης με επιλεκτικές διαρροές και non paper μεταμφιεσμένα σε ρεπορτάζ. Η συναίνεση δεν επιδιώχθηκε να σφυρηλατηθεί στη βάση θέσεων και συνθέσεων αλλά να επιβληθεί εκβιαστικά υπό το βάρος μίας ασύμμετρης επικοινωνιακής ισχύος.
Σε ό,τι αφορά το μοντέλο που η Κυβέρνηση επιχειρεί να εισάγει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παρά την ύπαρξη των συνταγματικών απαγορεύσεων του άρθρου 16, εντοπίζονται σειρά παραδόξων. Παράδοξο πρώτο, η προϋπόθεση του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα εισήχθη από την Κυβέρνηση αιφνιδιαστικά στον δημόσιο διάλογο λίγες εβδομάδες πριν, ερχόμενη σε αντίθεση με τις προγραμματικές θέσεις της ΝΔ, τις προεκλογικές εξαγγελίες του Πρωθυπουργού, τις διακηρύξεις του αρμόδιου Υπουργού και τις σχετικές γνωμοδοτήσεις τις οποίες η ίδια η Κυβέρνηση επικαλείται.
Ο λόγος αποκαλύφθηκε στην παρουσίαση του νομοσχεδίου από τον Υπουργό Παιδείας: εκεί ομολογήθηκε ότι η ΝΔ εξαναγκάστηκε να υιοθετήσει τον όρο “μη κερδοσκοπικά" για να μπορέσει να περάσει το σκόπελο της αντισυνταγματικότητας θεωρώντας ότι τα μη κερδοσκοπικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων αποτελούν έναν συγκερασμό της συνταγματικής απαγόρευσης και του ενωσιακού δικαίου. Παράδοξο δεύτερο, η επιλογή των παραρτημάτων, που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι πρόκειται για επιχειρηματικά σχήματα υψηλού ρίσκου με κεντρικό στόχο την αύξηση των κερδών των μητρικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Για αυτό άλλωστε και η συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκεται σε αναδυόμενες οικονομίες με μεγάλους πληθυσμούς, υψηλή ζήτηση και μικρή προσφορά από εγχώρια ιδρύματα, όπως η Κίνα, η Μαλαισία και τα Η.Α.Ε., χώρες που καμία σχέση δεν έχουν με την δική μας. Παράδοξο τρίτο, ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία πρόνοια για την θωράκιση του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα των νεοεισαγόμενων μη κρατικών φορέων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιτρέποντάς τα στην ουσία να λειτουργούν ως κερδοσκοπικά μέσω του μητρικού κερδοσκοπικού ιδρύματος ή συνεταίρων - κερδοσκοπικών fund. Τα τρία αυτά παράδοξα αποκαλύπτουν και τον πραγματικό σχεδιασμό της Κυβέρνησης: κερδοσκοπικά ιδιωτικά πανεπιστήμια μέσα σε ένα εγχώριο “μη κερδοσκοπικό” κέλυφος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την ενίσχυση του δημοσίου πανεπιστημίου, αυτή εξαντλείται σε ένα άθροισμα υφιστάμενων ήδη χρηματοδοτήσεων δίκην τιμοκαταλόγου, την παράθεση ασαφών και αβέβαιης αποτελεσματικότητας ρυθμίσεων.
Δεδομένου ότι το νομοσχέδιο της κυβέρνησης δεν ανταποκρίνεται στις βασικές ιδεολογικές και προγραμματικές μας αρχές, το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής θα προσέλθει στη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή με τις θέσεις και τις προτάσεις του. Αν η κυβέρνηση επιλέξει έστω και καθυστερημένα να ανοίξει μια συλλογική συζήτηση για τη διαμόρφωση και όχι για την υφαρπαγή συναινέσεων ένας είναι ο δρόμος. Το Σύνταγμα.
(Ο Στέφανος Παραστατίδης είναι βουλευτής ΠΑΟΚ του νομού Κιλκίς -Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Τα Νέα")