Με την ευκαιρία της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης σχετικά με τη δυνατότητα ίδρυσης μη κερδοσκοπικών, παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, άνοιξε μια ευρύτερη συζήτηση για το επίπεδο αλλά και τις αναγκαίες παρεμβάσεις, με στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης στη χώρα μας και την προσαρμογή της στις απαιτήσεις του καιρού μας. Θα ήταν όμως κατώτερος των περιστάσεων, ο περιορισμός του διαλόγου στα στενά όρια μιας επιχειρούμενης αλλαγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανεξάρτητα με την αξιολόγηση του καθενός αλλά και τα σοβαρά νομικά προβλήματα που ανακύπτουν, αφού άπτονται συνταγματικών δεσμεύσεων, οι οποίες μάλιστα expressis verbis φαίνεται να μην αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών.
Τα ούτως ή άλλως γνωστά χρόνια προβλήματα της εκπαίδευσης στη χώρα μας, ήλθαν να ταράξουν προσφάτως τα λιμνάζοντα ύδατα με τα δυσάρεστα αποτελέσματα του διαγωνισμού PISA των μαθητών μας για το 2022, που διοργάνωσε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και τα οποία παρουσιάζουν τη χειρότερη εικόνα της τελευταίας δεκαετίας και στις τρεις δεξιότητες που αξιολογούνται, δηλαδή στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην κατανόηση κειμένου. Η θέση που κατέλαβαν οι μαθητές μας δεν ήταν καθόλου τιμητική, 44η για τα δύο πρώτα πεδία και 43η για το τρίτο, μακράν του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ! Αξιοσημείωτο είναι επίσης το εύρημα στα ποιοτικά στοιχεία, ότι οι μαθητές που προέρχονται από εύπορες οικογένειες είχαν καλύτερες επιδόσεις από τα παιδιά που διαβιούν σε δυσμενέστερο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, κάτι που θέτει σε αμφισβήτηση την παρεχόμενη εκπαίδευση, που παρέχεται από το κράτους με σκοπό τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών στην έναρξη της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των νέων μας.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη και τα παραπάνω στοιχεία προβάλλει ως άμεση διαπίστωση, ότι η κοινωνία μας χρειάζεται ως πρώτη προτεραιότητα να οργανώσει μια μεταρρύθμιση που να αφορά το σύνολο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων από τον παιδικό σταθμό μέχρι και τα μεταπτυχιακά προγράμματα και όχι αποσπασματικές και εμβαλωματικές παρεμβάσεις αμφιβόλου ποιότητας και αποτελέσματος. Το νέο ξεκίνημα όμως θα πρέπει να γίνει από το σχολείο.
Απαιτήσεις για το σχολείο του αύριο
Το πρώτο και βασικό ερώτημα που προβάλλει ως αναγκαιότητα για να απαντηθεί σε μια ενδεχόμενη επεξεργασία μιας στρατηγικής για το μελλοντικό σχολείο, είναι η μορφή και το περιεχόμενο της σχολικής εκπαίδευσης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, η οποία θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αυριανής κοινωνίας και οικονομίας. Οι βασικές κατευθύνσεις που προβάλλουν, τόσο σε θεσμικό όσο και σε οργανωτικό επίπεδο, που καθορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η εκπαιδευτική διαδικασία του μέλλοντος, πηγάζουν μέσα από τις διαφαινόμενες αλλαγές, οι οποίες εμπεριέχουν προκλήσεις και ριζική επανεξέταση της δομής, του περιεχομένου σπουδών, των μεθόδων διδασκαλίας και της διαδικασίας αξιολόγησης και ανατροφοδότησης του έργου των εκπαιδευτικών μονάδων.
Ζητείται ένα όραμα για τους σημερινούς και αυριανούς μαθητές και δασκάλους, που θα ανταποκρίνεται σε αρχές και αξίες, αδιαμφισβήτητες μέσα στο χρόνο, αλλά και σε ένα σύνολο γνώσεων προσαρμοσμένο στις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία, της οποίας αναπόσπαστο μέλος και συνεχιστής είναι η νέα γενιά. Τα μεγάλα γεγονότα, όπως είναι οι πολεμικές συγκρούσεις, η κλιματική αλλαγή, η εξάντληση των φυσικών πόρων, η ψηφιακή μετάβαση, η ευρεία χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ChatGPT), οι μετακινήσεις πληθυσμών για οικονομικούς λόγους, αλλά και ο αυξανόμενος ατομικισμός, η ετερογένεια στον μαθητικό πληθυσμό, το φαινόμενο του πολιτικού λαϊκισμού κλπ. πρέπει να βρουν έκφραση σε ένα αναμορφωμένο πρόγραμμα σπουδών με διαφορετικό περιεχόμενο. Το βέβαιο όμως είναι, ότι το σημερινό σχολείο βρίσκεται πολύ μακριά από τις σύγχρονες αναγκαιότητες και συνεπώς αδυνατεί να ανταποκριθεί σ΄ αυτές.
Η αδυναμία του εκπαιδευτικού μας συστήματος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών, έγινε σε όλους μας ορατή, όταν κατά τη διάρκεια της πανδημίας η διαχείριση της εκπαιδευτικής μας διαδικασίας έφτασε στα όριά της, εκτός και αν πιστεύει κανείς ότι με την προμήθεια απλά ενός smartboard λύσαμε το πρόβλημα. Εκείνο που δοκιμάζεται είναι οι παρωχημένες μέθοδοι διδασκαλίας, η πιεστική απαίτηση αποστήθισης γνώσεων χωρίς την ανάπτυξη προσωπικών ικανοτήτων καθώς και η συντήρηση ενός σχολείου της μάθησης και όχι της επεξεργασίας. Ενός σχολείου χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και όραμα. Ενός σχολείου που δεν είναι σε θέση να μπολιάσει τους αυριανούς πολίτες με αρχές και αξίες και ταυτόχρονα να τους εφοδιάσει με γνώσεις και δεξιότητες που θα απαιτούνται για τη συμμετοχή στην αυριανή κοινωνία. Ένα σχολείο που αδυνατεί εν τέλει να συμβάλλει στη εγκαθίδρυση ίσων ευκαιριών για όλους τους νέους μας.
Νέα μαθησιακά πεδία ή τα “21st Century Skills”
Η επόμενη μέρα, αν θέλουμε πράγματι να ξεπεράσουμε την πεπατημένη μετριότητα, θα πρέπει να βρει τους νέους μας εμπλουτισμένους με βασικά χαρακτηριστικά τη δημιουργία, το κριτικό πνεύμα, τη συνεργατικότητα καθώς και την επικοινωνία.
Ο κόσμος αλλάζει και μαζί εμπλουτίζεται η συνολική γνώση με μεγάλη μάλιστα ταχύτητα. Το συμπέρασμα, ότι η απλή αποστήθιση ενός μέρους των γνώσεων, είναι ο λάθος τρόπος για την εκπαίδευση των νέων μας, κυρίως μετά την ανάπτυξη της ChatGPT, το γνωρίζουν και αποδέχονται οι πάντες. Η απλή αποθήκευση γνώσεων, αποτελεί μια περιορισμένη ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου, την οποία μάλιστα μπορεί να αντικαταστήσει αποτελεσματικά μια μικρότερη ή μεγαλύτερη βάση δεδομένων (blockchain). Εκείνο που καλείται να επιστρατεύσει ο εκπαιδευόμενος είναι η δημιουργική χρήση των γνώσεων και η αναζήτηση σύνθετων και συνεργατικών λύσεων στα πολυεπίπεδα προβλήματα της εποχής.
Αυτές τις αλήθειες έλαβαν υπόψη και οι συντάκτες μελέτης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), όταν διατύπωναν την πρότασή τους για τα Future Skills, τα οποία πρέπει να διαθέτουν οι μαθητές του μέλλοντος. Μεταξύ αυτών την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, τη δημιουργικότητα, την κρητική σκέψη, την ευελιξία, τις τεχνικές ικανότητες, την ικανότητα προσέγγισης διαφορετικών πολιτισμών κ.α.
Το ζητούμενο τελικά είναι μια ολιστική κατανόηση του κόσμου μας με τις διαφορετικότητες, τη φάση εξέλιξης και με τη χρήση όλων των διεπιστημονικών εργαλείων. Τα επιμέρους αντικείμενα, το περιεχόμενο της ύλης, η επιμόρφωση δασκάλων και καθηγητών στις νέες δεξιότητες, είναι θέματα που πρέπει να προκύψουν από τη μελέτη και τις προτάσεις παιδαγωγών, ψυχολόγων, επικοινωνιολόγων και άλλων ειδικών επιστημόνων. Εκεί που αδιαμφισβήτητα υπάρχει εξόφθαλμη ανάγκη για άμεση και ριζική προσαρμογή είναι ο τομέας της ψηφιακής προσαρμογής καθώς και οι βασικές γνώσεις οικονομικών και χρηματοοιοκονομικής.
Ο ψηφιακός κόσμος, το νέο μάθημα του μέλλοντος, χωρίς αμφιβολία θα αποτελέσει τον πολιορκητικό κριό για τη μεγάλη αλλαγή. Βασικός στόχος η συνεισφορά της ψηφιακής τεχνολογίας στην επίλυση οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντολογικών προβλημάτων. Η κατανόηση των οικουμενικών προκλήσεων του καιρού μας, όπως η παγκοσμιοποίηση, η προστασία των φυσικών πόρων, η σωστή χρήση των ψηφιακών δεξιοτήτων, ο προγραμματισμός και ο ρόλος των αλγορίθμων, αποτελούν την απαραίτητη βάση για τον εξοπλισμό των νέων στο ρόλο τους ως ερευνητές αλλά και επαγγελματίες του μέλλοντος. Επιπρόσθετα θα πρέπει να οπλισθούν με γνώσεις γύρω από θέματα, όπως η προστασία των δεδομένων, η ψηφιακή εγκληματικότητα ή η σωστή χρήση των μαζικών μέσων ενημέρωσης.
Οικονομία και αγορές. Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση που βιώσαμε τα τελευταία 15 χρόνια, αποκάλυψε και τη γύμνια σε βασικές γνώσεις γύρω από μακροοικονομικά φαινόμενα, χρήμα, φόροι, επιτόκια, δάνεια και χρηματιστηριακές συναλλαγές όχι μόνο στους απλούς πολίτες, αλλά και στους πολιτικούς, δημοσιογράφους, εκπαιδευτικούς ακόμη και σε μερίδα των επενδυτικών συμβούλων. Οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές γνώσεις παρέχουν τα εχέγγυα για τη λήψη κρίσιμων για τη ζωή αποφάσεων, όπως είναι οι επενδύσεις, η ανάληψη ρίσκου ακόμη και στην καταναλωτική συμπεριφορά. Βοηθούν στο σχηματισμό περιουσιακού χαρτοφυλακίου, στη διαχείριση δανειακών υποχρεώσεων, κατανόησης ασφαλιστικών συμβολαίων, συμμετοχής στις οργανωμένες αγορές (μετοχών, ομολόγων κλπ).
Χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις διακυβεύεται τόσο η υπευθυνότητα αλλά κι η οικονομική ανεξαρτησία του ατόμου. Η άγνοια ενισχύει την ανασφάλεια, την απροθυμία για ανάληψη του όποιου ρίσκου επενδύοντας σε τίτλους και την προτίμηση σε τοποθετήσεις καταθέσεων όψεως, με αποτέλεσμα να μειώνεται η περιουσία τους λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Πρόκειται συνεπώς για πολύ χρήσιμες γνώσεις σε σημαντικά για τη ζωή θέματα, οι οποίες πρέπει να παρέχονται από το σχολείο προς όλους.
Η αναφορά σε δύο μόνο τομείς δε σημαίνει, ότι η ανανέωση του σχολείου του μέλλοντος πρέπει να περιοριστεί μόνο σ΄αυτούς. Υπάρχουν ακόμη πολύ σημαντικά θέματα, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η βελτίωση των υγειονομικών υπηρεσιών, οι γεωπολιτικές μεταβολές, η προώθηση των δημοκρατικών θεσμών, η πολιτιστική κληρονομιά και η προβολή της κ.α. Εκείνο που δεν πρέπει να συμβεί είναι, να περιμένουμε απλά μέχρι να γίνει η επόμενη αξιολόγηση της PISA και να ψάχνουμε πάλι για δικαιολογίες, αντί να σκύψουμε στα θέματα, να προτείνουμε και να εφαρμόσουμε λύσεις, αντάξιες των προβλημάτων και της ιστορίας μας.
(Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς)