Σύμφωνα με έναν βρετανικό αστικό μύθο, η Margaret Thatcher, όταν ρωτήθηκε ποιο είναι το μεγαλύτερό της επίτευγμα, απάντησε «ο Tony Blair και οι Νέοι Εργατικοί. Αναγκάσαμε τους αντιπάλους μας να αλλάξουν άποψη».
Η Margaret Thatcher, η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, ανέλαβε την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος το 1975 και την πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας το 1979. Αποχώρησε από την πρωθυπουργία και την προεδρία του κόμματος το 1991, ενώ οι Συντηρητικοί ήταν ακόμα κυβέρνηση και κέρδισαν και πάλι τις εκλογές που ακολούθησαν. Ηττήθηκαν εν τέλει το 1997 από τους (νέους) Εργατικούς του Tony Blair και του περιβόητου Τρίτου Δρόμου.
Η ίδια η Thatcher το 1993 δήλωσε ότι «η οικονομία είναι η μέθοδος˙ ο στόχος είναι να αλλάξουμε την καρδιά και το μυαλό». Δέκα χρόνια πριν, στοχαζόμενη σχετικά με την πρώτη της θητεία, δήλωνε ότι «όλοι θέλαμε ισχυρή άμυνα, περισσότερους πόρους για τον νόμο και την τάξη, χαμηλότερη φορολογία, περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, λιγότερο κυβερνητικό έλεγχο».
Πράγματι η Thatcher πολιτεύθηκε με αυτό το πνεύμα και οδήγησε τη Βρετανία στην αναθεώρηση του μεταπολεμικού της μοντέλου. Επιδίωξη της Thatcher ήταν να σπάσει τη λεγόμενη μεταπολεμική συναίνεση επί της οποίας χτίστηκαν οι πολιτικές του κράτους πρόνοιας, της αναδιανομής και του κράτους δικαίου όχι μόνο της Βρετανίας αλλά των περισσότερων δυτικο-ευρωπαϊκών κρατών. Η Ελλάδα δεν ανήκε σε αυτές ούτε ακολούθησε αυτό το παράδειγμα, καθώς μετά από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα, ως γνωστόν, ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος τον οποίο ακολούθησαν τα γνωστά πέτρινα χρόνια και η δικτατορία των ετών 1967-1974. Η χώρα καθυστερημένα υιοθέτησε τη λογική της συναίνεσης με τη Μεταπολίτευση για κάποιες, λίγες δεκαετίες και μέχρι πρόσφατα.
Η Thatcher κατάφερε να αναιρέσει αυτή τη μεταπολεμική συνθήκη της συναίνεσης η οποία αποτυπωνόταν
· στην ενίσχυση του κράτους πρόνοιας
· στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, στην αναδιανομή του πλούτου από τα πάνω προς τα κάτω μέσω της ενίσχυσης των αμοιβών των εργαζομένων και της φορολογίας των πλουσίων
· στη διαμόρφωση σωφρονιστικών πολιτικών με βάση την αρχή της επιείκειας
· στην ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους στη λειτουργία τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα ώστε να διασφαλίζονται οι όροι της κοινωνικής αναπαραγωγής και να μειώνονται οι κοινωνικές ανισότητες
· στην ενίσχυση και ενδυνάμωση των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων
· στην ενίσχυση της σχέσης της Βρετανίας με την τότε ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση από την οποία αποχώρησε η Βρετανία υπό την πρωθυπουργία ενός άλλου Συντηρητικού Πρωθυπουργού, ενώ για την αποχώρηση αυτή ουσιαστικά θεωρείται ότι οι βάσεις είχαν τεθεί ήδη από την εποχή της Thatcher.
Στη θέση αυτής της συνθήκης της πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης και των πολιτικών αναδιανομής και μείωσης των ανισοτήτων η Thatcher έφερε
· την ιδιωτικοποίηση όλων των δημόσιων αγαθών συμπεριλαμβανομένου μέχρι και του νερού και των υπηρεσιών υγείας
· την απόσυρση του κράτους από στεγαστικές πολιτικές
· την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και την αποδυνάμωση των συνδικάτων μέσω της θεσμικής υπονόμευσης της αναγνώρισής τους και μέσω της αύξησης της ανεργίας προς όφελος των εργοδοτών
· την ένταση της αστυνόμευσης και της καταστολής μέσω του γνωστού δόγματος του νόμου και της τάξης
· την ένταση των φυλετικών ανισοτήτων και διαχωρισμών
· περικοπές στην εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες—ενδεικτικά η Οξφόρδη αρνήθηκε να την ανακηρύξει επίτιμη διδάκτορα
· τη βίαιη αποβιομηχανοποίηση της χώρας και της μετατροπής της από οικονομία παραγωγής σε οικονομία παροχής υπηρεσιών
· τη συντηρητικοποίηση της βρετανικής κοινωνίας σε τέτοιο βαθμό ώστε τα λεγόμενα «παιδιά της Thatcher» να είναι η πρώτη γενιά που είναι πιο συντηρητική από την προηγούμενη
· τις περικοπές στην υποστήριξη αδύναμων και ευάλωτων κομματιών της κοινωνίας
· την αύξηση εν τέλει των κοινωνικών ανισοτήτων: ενδεικτικά ο αριθμός εκείνων που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας αυξήθηκε από 5 εκ. το 1979 σε 14.1 εκ το 1992, το ποσοστό των οικογενειών που δεν είχαν έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της από το 29% στο 37%, παρ’ όλο που αυξήθηκε το ποσοστό των οικογενειών στις οποίες και οι δύο ενήλικες δούλευαν, ενώ, αφού αφαιρεθεί το κόστος στέγασης, το πραγματικό εισόδημα του πιο φτωχού 10% μειώθηκε κατά 18% και του πιο πλούσιου 10% αυξήθηκε κατά 61%. Το 1979, τη χρονιά δηλαδή που η Thatcher εκλέχθηκε πρωθυπουργός, το πιο πλούσιο 10% του πληθυσμού κατείχε το 20,6% του εθνικού πλούτου και το φτωχότερο 10% το 4,3%. Το 1991, τη χρονιά που η Thatcher αποχώρησε από την προεδρία των Συντηρητικών και από την πρωθυπουργία, οι αναλογίες ήταν 26,1% και 2,9% αντίστοιχα.
Η Thatcher εφάρμοσε μια νεοφιλελεύθερη και κοινωνικά συντηρητική ατζέντα και πολιτεύθηκε, όπως και πολλοί υπουργοί της, με έναν διχαστικό λόγο ο οποίος ενσωμάτωνε στοιχεία ειρωνείας, περιφρόνησης και προκλητικού ύφους έναντι των πολιτικών της αντιπάλων. Ασφαλώς πέτυχε τον πολιτικό της σκοπό να σπάσει τη μεταπολεμική συναίνεση, να μετατρέψει σε σημαντικό βαθμό τη βρετανική κοινωνία σε κοινωνία εξατομίκευσης και ακραίου ανταγωνισμού, να εμπεδώσει ως μοναδική μέθοδο αστυνόμευσης την καταστολή, να απονομιμοποιήσει κοινωνικά και πολιτικά την οποιαδήποτε εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Έχοντας στο πλάι της το σύνολο σχεδόν των ΜΜΕ της χώρας που ήταν τουλάχιστον φιλικά έναντι της ίδιας προσωπικά αλλά και της πολιτικής της αλλά και έχοντας απέναντί της την ίδια στιγμή μια κατακερματισμένη αντιπολίτευση που αδυνατούσε για χρόνια να βρει πολιτικό βηματισμό, η Thatcher κατάφερε να συκοφαντήσει, να υπονομεύσει και να καταστείλει βίαια όπου χρειάστηκε κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης του πολιτικού της οράματος και να καταστήσει κάθε διαφορετική ερμηνεία και προσέγγιση της πολιτικής ως αναξιόπιστη και αναποτελεσματική.
Το 1991 υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από την ηγεσία του κόμματος των Συντηρητικών και της χώρας όχι από τους Εργατικούς ή από κάποιο εκτεταμένο κύμα διαμαρτυρίας και διαδηλώσεων αλλά από το ίδιο της το κόμμα σε μια κίνηση που χαρακτηρίστηκε ως «πραξικόπημα» στο εσωτερικό του κόμματος. Οι Συντηρητικοί οδηγήθηκαν σε αυτή τη λύση, καθώς δεν άντεχαν πλέον ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και η κοινωνία όχι μόνο τις πολιτικές της αλλά και τον διχαστικό λόγο της Thatcher και θεώρησαν ότι η παρουσία της σήμαινε πολιτική ζημία στο ίδιο τους το κόμμα που κινδύνευε να χάσει τις εκλογές που θα ακολουθούσαν. Τη διαδέχθηκε ο John Mayor ο οποίος κέρδισε και τις επόμενες εθνικές εκλογές για να χάσει εν τέλει το 1997.
Οι Εργατικοί ήταν ένα κόμμα με μεγάλη πολιτική παράδοση στη Μεγάλη Βρετανία και με ισχυρούς δεσμούς τόσο με ευρεία κοινωνικά στρώματα όσο και με τα συνδικάτα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν κατάφεραν ούτε να αντικρούσουν τη ρητορική της Thatcher ούτε να διαμορφώσουν ένα συνεκτικό προοδευτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης το οποίο θα μπορούσε να πείσει ότι μπορεί να σταθεί απέναντι στις πολιτικές ιδιωτικοποίησης, φτωχοποίησης, καταστολής, επανανοηματοδότησης του εθνικισμού ως της «Βρετανικότητας» που αποκλείει αντί να περιλαμβάνει (ακόμα και Βρετανούς πολίτες) και νεοσυντηρητισμού που επιδίωξε και σε σημαντικό βαθμό πέτυχε η Thatcher.
Οι Συντηρητικοί δεν κυβέρνησαν εφαρμόζοντας κεντρώες πολιτικές προκειμένου να κερδίζει τις εκλογές κερδίζοντας την πλειοψηφία αλλά μετατόπισε το κέντρο προς τα δεξιά—έως πολύ δεξιά, ουσιαστικά σε μια εκδοχή της ακροδεξιάς και συγκεκριμένα τη λεγόμενη Νέα Δεξιά. Οι Εργατικοί κατάφεραν να επιστρέψουν στην εξουσία όχι όταν κάποιος ή κάποια θεωρήθηκε ότι μπορεί να σταθεί απέναντι στη Thatcher αλλά όταν αφ’ ενός έγινε επιτακτική η ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πολιτικής της και όταν αφ’ ετέρου οι Εργατικοί έγιναν αρκετά ακίνδυνοι για τις πολιτικές αυτές, αφού αποκήρυξαν αναδιανεμητικές, εξισωτικές, συλλογικές και άλλες τυπικές σοσιαλδημοκρατικές και προοδευτικές πολιτικές.
Οι Εργατικοί δεν έγιναν κυβέρνηση πριν από το 1997 γιατί δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν μια προοδευτική πρόταση που να αντικρούει τη θατσερική πολιτική και ρητορική και όχι γιατί δεν βρέθηκε στην ηγεσία τους ένα πρόσωπο που ήταν (ή νόμιζε ότι είναι) χαρισματικό, συγκροτημένο και αποφασισμένο. Έγιναν κυβέρνηση το 1997 όχι μόνο γιατί εκπειθάρχησαν στις νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές επιταγές του θατσερισμού αλλά και γιατί αυτή κατέληξε να είναι η αναγκαιότητα της εποχής, ακριβώς επειδή νωρίτερα δεν έθεσαν σωστά το ερώτημα όχι του ποιος αλλά του πώς και γιατί πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι η Thatcher ως πρόσωπο αλλά ο θατσερισμός.
(Η Δήμητρα Μαρέτα είναι Διδάκτωρ Πολιτικής Θεωρίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο)