Τι σημαίνουν αυτά τα δυο χρόνια για την ΕΕ και την ευρωπαϊκή άμυνα ειδικότερα; Η εισβολή της Ρωσίας, μιας βαριά οπλισμένης πυρηνικής δύναμης στην Ουκρανία και ο πόλεμος που συνεχίζεται ως σήμερα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση που μέχρι σήμερα έχει αντιμετωπίσει η Ένωση.
Έτσι, την ώρα που όλοι οι αμυντικοί προϋπολογισμοί των κρατών μελών εκτοξεύονται, την ώρα που η στρατικοποίηση επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη και η σκληρή ισχύς παίρνει το πάνω χέρι, η επιστροφή του πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο βάζει σε σκληρή δοκιμασία την ρητορική της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ένωσης.
Ο λόγος είναι απλός: η απειλή της Ρωσίας έστρεψε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες προς τις ΗΠΑ που εμφανίστηκαν ως η μόνη χώρα που έχει τις αναγκαίες στρατιωτικές υποδομές για την άμυνα της Ευρώπης. Το ΝΑΤΟ πήρε πάλι το «φιλί της ζωής» και παραδοσιακά ουδέτερες χώρες όπως η Σουηδία και η Φινλανδία εντάχθηκαν σε αυτό.
Οι αλλαγές αφορούν τρία επίπεδα:
- Αρχικά, εντός της ΕΕ. Η Γερμανία εγκατέλειψε τη θέση που ακολουθούσε για χρόνια, σύμφωνα με την οποία είχε δώσει ως «υπεργολαβία» την άμυνα της στο ΝΑΤΟ. Η ομιλία του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτζ το Φεβρουάριο του 2022, το Ζeitwende (κρίσιμη καμπή), κατά βάση αφορούσε την απόφαση της χώρας να επαναστρατικοποιηθεί αλλά και τη δημιουργία ενός νέου ταμείου 10δις ευρώ για δαπάνες για την άμυνα. Παράλληλα, ο άξονας των χωρών από τις Βαλτικές έως το Νοτο που είναι κοντά στη Ρωσία και την Ουκρανία, επέβαλαν τον τόνο στις συζητήσεις αλλά και τον σκληρά νατοϊκό προσανατολισμό της Ένωσης.
- Στο επίπεδο του διαπλαντικού δεσμού: η Αμερική επέστρεψε στην Ευρώπη ως το „αναγκαίο έθνος“, όρος της πρωην ΥΠΕΞ Μαντλίν Ολμπράιτ κατά τη δεκαετία 1990, ενώ το ΝΑΤΟ ενισχύθηκε ως ο μόνος αξιόπιστος φορέας συλλογικής ασφάλειας. Παράλληλα αυξήθηκε δραματικά η αμυντική εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Χωρίς την αμερικανική στήριξη, η Ουκρανία δεν θα είχε αντέξει.Το ίδιο αφορά και τις αμυντικές υποδομές. Οι Ευρωπαίοι στέλνουν όπλα στην Ουκρανία και στη συνέχεια ξοδεύουν για να τα αντικαταστήσουν με ότι είναι διαθέσιμο: συνήθως στρέφονται προς αμερικανικά οπλικά συστήματα.
- Στο επίπεδο των στρατιωτικών δυνατοτήτων: Έγινε πια σαφές από όλους ότι ο κατακερματισμός και οι αλληλοεπικαλύψεις στις στρατιωτικές προμήθειες κοστίζουν πολύ στην άμυνα της Ευρώπης. Σήμερα ακόμη, το 80% των εξοπλιστικών προγραμμάτων αποφασίζεται σε εθνική βάση ενώ η έλλειψη συνεργασίας και κοινού σχεδιασμού των αναγκών κοστίζει έως και 100 δις κάθε χρόνο. Έχει γίνει κοινός τόπος ότι απαιτείται ένας κοινός σχεδιασμός για τα αναγκαία αμυντικά συστήματα και για κοινά ευρωπαϊκά επενδυτικά προγράμματα. Σε καιρούς ακραίας πόλωσης και γεωπολιτικών εντάσεων η ανάπτυξη δυνατοτήτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί έναν προνομιακό χώρο για να αποκτήσει περιεχόμενο η έννοια της «στρατηγικής αυτονομίας».
Φυσικά, μια ενδεχόμενη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Στις 10 Φεβρουαρίου ο Τραμπ δήλωσε ότι τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ δεν συμβάλουν με επαρκείς πόρους στη Συμμαχία και ότι θα ενθάρρυνε την Ρωσία «να κάνει ότι θέλει». Το ερώτημα ανακύπτει πάλι και με ιδιαίτερη ένταση: για πόσο καιρό η ΕΕ θα εναποθέτει την συλλογική ασφάλεια και άμυνα της σε τρίτους; Αν με τον Τραμπ οι ΗΠΑ επιλέξουν έναν ιδιότυπο νέο-απομονωτισμό, η ΕΕ θα πρέπει πλέον να αναλάβει τις ευθύνες της μια και σήμερα, όπως έχουν τα πράγματα, χωρίς το ΝΑΤΟ είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει μια μεγάλη επίθεση.
Το μήνυμα δείχνει να έχει ληφθεί στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή όλοι προτάσσουν την ανάγκη ενότητας αλλά και ριζικών προσαρμογών στον αμυντικό τομέα. Είναι αναμφισβήτητα η ώρα των αποφάσεων. Μένει να δούμε πότε η συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει θα οδηγήσει σε κάτι χειροπιαστό.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)