Μετά από κάθε δολοφονία γυναίκας που έχει τα χαρακτηριστικά μιας «γυναικοκτονίας» ανοίγει συζήτηση για το αν ως έννομη τάξη και ως κοινωνία έχουμε κάνει ό,τι μπορούμε για να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο. Το κάνουμε ακριβώς τη στιγμή που ένα συνεχές βίας, που έχει για καιρό έως τότε εξελιχθεί «άδηλα» και «σκοτεινά» προσλαμβάνει πια φανερά την πλέον έντονη και αποκρουστική μορφή του, φτάνοντας στην αφαίρεση του ύψιστου αγαθού της ζωής.
Είναι εκ προοιμίου σίγουρο ότι δεν έχουμε κάνει όσα πρέπει, όταν αυτή η γυναίκα δολοφονείται ακριβώς μπροστά σε ένα αστυνομικό τμήμα, λίγο αφότου είχε καταφύγει σε αυτό για να βρει προστασία. Είναι επίσης σίγουρο ότι θα συνεχίσουμε να μην το κάνουμε όσο εγκλωβιζόμαστε σε αποσπασματικές συζητήσεις χωρίς να προτάσσεται το αίτημα μιας επιστημονικά σχεδιασμένης, συνολικής πολιτικής αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών και της γυναικοκτονίας, που δεν θα έχει μόνο διάσταση καταστολής, αλλά και πρόληψης της εγκληματικότητας και πρόνοιας και υποστήριξης για τα θύματα.
Το τι κοινωνικές ρίζες χτυπάει το ζήτημα φαίνεται, άλλωστε, από τις ιδιαίτερες αντιδράσεις που προκαλεί και μόνο η χρήση του όρου «γυναικοκτονία». Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι εγκληματολογικά η γυναικοκτονία περιγράφει ένα φαινόμενο το οποίο δικαίως καταλαμβάνει έναν διακριτό εννοιολογικό -και ορολογικό- χώρο, αφού είναι πράγματι κάτι ξεχωριστό σε σχέση με την κοινή ανθρωποκτονία και δεν εξαντλείται στην απλή αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας. Η δολοφονία μιας γυναίκας στο πλαίσιο λ.χ. μιας ληστείας δεν είναι γυναικοκτονία. Η γυναικοκτονία έχει ιστορική συγγένεια με τα λεγόμενα «εγκλήματα τιμής» και ιδιαίτερη σχέση με την αφανή εγκληματικότητα της ενδοοικογενειακής βίας. Συνδέεται μάλιστα ευθέως με την ύπαρξη στον δράστη -συνήθως σύντροφο ή σύζυγο του θύματος- αντιλήψεων κατά τις οποίες το θύμα πρέπει να έχει προσδιορισμένο κοινωνικό ρόλο ως γυναίκα, με περιεχόμενο ακριβώς το ίδιο με εκείνο που αυθαίρετα θεωρεί ότι εκείνη οφείλει να επιδεικνύει, δηλ. πως ακριβώς οφείλει «να στέκεται» απέναντί του και στους οικείους του και εν γένει μες στην κοινωνία.
Ο έλεγχος και η εξαναγκαστική υπαγωγή της σε αυτές τις αντιλήψεις είναι βασικό μέρος της συμπεριφοράς του. Η διατήρηση του ελέγχου επάνω της μπορεί να περιλαμβάνει από χειριστικές συμπεριφορές έως βία, απειλές, στερήσεις, κατακρατήσεις, παρακολουθήσεις, εκφοβισμούς. Μάλιστα, οι πρακτικές αυτές μπορεί να εκτραχύνονται και να φτάνουν και στις βαρύτερες μορφές τους ακόμη και μετά το χωρισμό τους, σε μια διαχρονική «ιδιοκτησιακή» αντίληψη επάνω στη γυναίκα. Ιδεολογίες της βίας και της επιβολής, της υπεροχής και της ενίσχυσης ανδρικών προτύπων που περιθωριοποιούν τη γυναίκα και την υποβιβάζουν ή υποτιμούν, ιδίως ηθικά με αναφορά στην ελευθερία της σεξουαλικής της ζωής συμμετέχουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της συνθήκης μέσα στην οποία αναπτύσσεται η συμπεριφορά. Επίσης, κουλτούρες και θρησκευτικές πρακτικές ιδιαίτερα παραδοσιακών κοινοτήτων χωρίς μακρά ιστορία στην κατοχύρωση γυναικείων ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων μπορεί να απομονώνουν κι άλλο το θύμα και να οδηγούν σε εντονότερο έλεγχο γυναικείους πληθυσμούς που ζουν σε καθεστώς μετανάστευσης και προσφυγιάς.
Αν έχει χώρο αυτή η έννοια εγκληματολογικά, τότε γιατί να μην έχει και ποινικά; Γιατί να μην προβλέπεται ξεχωριστή ποινή; Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστεί αν μπορεί να νοηθεί πως στο πλαίσιο μιας γυναικοκτονίας το έγκλημα που τελείται έχει βαρύτερο άδικο σε σχέση με την κοινή ανθρωποκτονία, αν δηλ. συμπροσβάλλεται και άλλο έννομο αγαθό πέραν της ανθρώπινης ζωής ή αν το εν λόγω αγαθό πλήττεται βαρύτερα όταν πρόκειται για γυναικοκτονία. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί αν ο δράστης έχει βαρύτερη ενοχή σε σχέση με την κοινή ανθρωποκτονία όταν διαπράττει μια γυναικοκτονία, αν δηλ. κατά το έγκλημα εκδήλωσε εντονότερη έλλειψη σεβασμού προς το έννομο αγαθό της ζωής. Συμβαίνουν και τα δύο και για αυτό είναι νοητή η πρόβλεψη επιβαρυντικής περίστασης. Αφενός μαζί με τη ζωή της γυναίκας προσβάλλεται σε αφηρημένο επίπεδο και η υλική διάσταση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα. Όπως γίνεται με το ρατσιστικό έγκλημα, εδώ η ζωή αφαιρείται γιατί το θύμα εκπροσωπεί ως ύπαρξη ένα διαφορετικό τρόπο του είναι, της ζωής. Αυτονόητα κάθε ανθρωποκτονία οδηγεί σε απώλεια και της προσωπικής ελευθερίας, μέρος της οποίας είναι η διαφορετικότητα. Εν προκειμένω, όμως, ο δράστης αρνείται ήδη την ελευθερία της γυναίκας να υπάρχει με διαφορετικό, σε σχέση με τις αυθαίρετες αντιλήψεις του, τρόπο, κι έτσι φτάνει στην ανθρωποκτονία. Το «βέλος» του συνεχούς της βίας κινείται από πολλές μικρές απαγορεύσεις και ελέγχους, φτάνοντας στην καθολική αποστέρησή της από το να κάνει ή να είναι όπως θέλει. Αφετέρου, σε επίπεδο ενοχής, η επιλογή του θύματος εκδηλώνει ένα υπόστρωμα μιας παγιωμένης γενικής υποτίμησης του συνόλου του γυναικείου φύλου, μια αφηρημένη έκφραση έλλειψης σεβασμού προς τη γυναίκα.
Θα ήταν, λοιπόν, δικαιολογημένο να υπάρχει ξεχωριστή αντιμετώπιση της «γυναικοκτονίας», ως επιβαρυντικής περίστασης της ανθρωποκτονίας ενταγμένης στο άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα, όπου θα περιγράφονταν οι τρόποι τέλεσης που συνιστούν αυτό το «συνεχές της βίας» που οδηγεί στην ανθρωποκτονία λόγω φύλου. Σε αυτό προσιδιάζει, άλλωστε, και η πρόσφατη (2023) κατεύθυνση της EIGE (Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων) πως «τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η γυναικοκτονία αναγνωρίζεται ως ακραία μορφή βίας κατά των γυναικών με βάση το φύλο και ότι αντιμετωπίζεται με μέτρα που στοχεύουν ειδικά τη γυναικοκτονία».
Νόημα για κάτι τέτοιο, βέβαια, υπήρχε έως τον ν. 4855/2021. Πριν από αυτόν, με το νέο Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019) προβλεπόταν ότι η ανθρωποκτονία τιμωρούνταν με ποινή κάθειρξης από 10 έως 15 ετών ή με ισόβια κάθειρξη. Ο δικαστής ήταν ελεύθερος να εκτιμήσει ποια περίπτωση θα υπήγαγε σε ποια από τις δυο ποινές, ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης. Τότε, λοιπόν, η θέσπιση της γυναικοκτονίας θα μπορούσε να συνδέεται με μια επιβάρυνση που θα λάμβανε χώρα μέσα σε αυτό το ελαστικό πλαίσιο ποινής, μετά από εξατομικευμένη επιμέτρηση της ποινής. Βέβαια, στο μεταξύ το 2021 επήλθε τροποποίηση της ως άνω διάταξης και πια προβλέπεται σε κάθε περίπτωση η επιβολή της ισόβιας κάθειρξης, η οποία είναι ανελαστική και δεν παίρνει διαβάθμιση, μη καταλείποντας έτσι καν οποιοδήποτε περιθώριο άσκησης μιας πολιτικής ανάδειξης της περίπτωσης της γυναικοκτονίας μέσω του ποινικού δικαίου.
Δεν πρέπει πάντως τώρα που προβλέπεται η ανώτερη δυνατή ποινή το αίτημα για ανάδειξη του φαινομένου μέσω του ποινικού δικαίου να συνεχίσει να διατηρεί την ίδια ένταση, γιατί αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα τη γέννηση νέων φαινομένων αυστηροποιήσεων στο έδαφος άλλων θεσμών του ποινικού δικαίου, όπως λ.χ. θα γινόταν με την πρόβλεψη γενικής κατάργησης ελαφρυντικών περιστάσεων ή επιβάρυνσης της υφ’ όρον απόλυσης καταδικασθέντων. Ήταν άλλης τάξης ζήτημα η κατοχύρωση μιας λογικής επιβάρυνσης της ποινής μέσα σε ένα σύστημα ορθολογικών ποινών, όπως αυτό που εισήγαγε ο νέος Ποινικός Κώδικας, και είναι άλλης τάξης ζήτημα, τώρα που ο νομοθέτης έχει εκ νέου γυρίσει στην πολιτική των παραδειγματικών αυστηροποιήσεων, να ζητείται αυστηροποίηση πάνω στην αυστηροποίηση. Οι τελευταίες πρέπει να απορριφθούν γιατί όπως είναι γνωστό η αύξηση των ποινών από ένα σημείο και μετά δεν έχει γενικοπροληπτική αντεγκληματική λειτουργία, δηλ. δεν αποτρέπει τους πιθανούς δράστες από το να το τελέσουν -απόδειξη τα σχετικά εγκλήματα που τελούνταν πριν το 2019 και που τελούνται από το 2021- ενώ συμβάλει και στην αύξηση της υποτροπής μέσω της αποκοινωνικοποίησης του κρατούμενου. Άρα, μια τέτοια πρωτοβουλία θα συνιστά μια αντεγκληματικά αναποτελεσματική έκφραση αυστηρότητας.
Οι αυστηροποιήσεις είναι, άλλωστε, ό,τι έχει να δώσει ένα σύστημα, που έχει πάψει να στηρίζεται στην πρόληψη και στην κοινωνική πρόνοια. Τώρα πρέπει να πέσει βάρος και στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή μιας αντεγκληματικής πολιτικής που συνίσταται από τα στοιχεία μιας γρήγορης εξιχνίασης του εγκλήματος, της προστασίας και της υποστήριξης του θύματος. Απαιτείται, λοιπόν, άμεσα να διεκδικηθεί η γενναία χρηματοδότηση και συγκρότηση ενός διαθεματικού προγράμματος μακράς διάρκειας (λ.χ. 4ετίας) που θα τελεί υπό τον έλεγχο διακομματικής επιτροπής της Βουλής, με τίτλο «Πρόγραμμα αντιμετώπισης των γυναικοκτονιών και της βίας κατά των γυναικών». Κύρια σημεία του πρέπει να είναι η καταγραφή δεδομένων και η επιστημονική παρακολούθηση και μελέτη της πορείας του φαινομένου, ο εντοπισμός των κυριότερων αναγκαίων σημείων παρεμβάσεων και η δημιουργία συγκεκριμένων και μετρήσιμων στόχων η πορεία των οποίων θα ελέγχεται βήμα-βήμα και θα δημοσιοποιείται. Στους στόχους αυτούς θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να ενταχθούν η διαρκής ειδική εκπαίδευση των αστυνομικών και η στελέχωση ειδικών τμημάτων αντιμετώπισης της βίας κατά των γυναικών, η πρόβλεψη και εφαρμογή ειδικού πρωτοκόλλου διαχείρισης υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας από νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα και άλλες κρατικές δομές, η αρωγή του θύματος, μέσω της δημιουργίας υποδομών φιλοξενίας του ή η δημιουργία προγράμματος επιδότησης της αλλαγής στέγης, η νομική συνδρομή του θύματος και η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του συστήματος νομικής βοήθειας, η ψυχολογική υποστήριξη και η αποζημίωση του θύματος, η εισαγωγή στα προγράμματα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης ύλης σχετικά με τη διαφορετικότητα και την ισότητα για τις σχέσεις και τη συνύπαρξη των φύλων και για αρχές όπως η κοινωνική αλληλεγγύη, η αυστηρή εφαρμογή πολιτικής εξοβελισμού από τον δημόσιο λόγο σεξιστικών αναφορών και υποτιμητικής παρουσίασης της γυναίκας, η δωρεάν υποστήριξη από το δημόσιο σύστημα υγείας υπηρεσιών ψυχολογικής συμβουλευτικής και θεραπείας για όσους αντιμετωπίζουν προβλήματα διαχείρισης θυμού και συναφή προβλήματα επιθετικής συμπεριφοράς ή προβλήματα σχέσεων με το άλλο φύλο, αλλά και η επιτάχυνση των δικών με τη δημιουργία ειδικών πινακίων, η ένταξη στο σύστημα της υφ’ όρον απόλυσης υποχρέωσης παρακολούθησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων συμβουλευτικής για τις έμφυλες σχέσεις, η παιδαγωγικού χαρακτήρα παροχή υπηρεσιών κοινωφελούς εργασίας σε δομές υποστήριξης θυμάτων, η απαγόρευση απόκτησης και η αφαίρεση άδειας οπλοφορίας από δράστες οποιουδήποτε βαθμού και είδους ενδοοικογενειακής βίας και μόνο με την εναντίον τους καταγγελία, κλπ.
Η αντιμετώπιση των «γυναικοκτονιών» δυστυχώς δεν συνδέεται μόνο με μια απλή νομοθετική κατοχύρωση ενός όρου. Απαιτεί ριζοσπαστικές πολιτικές παρέμβασης στην κοινότητα και πάλη κατά των βαθιά ριζωμένων πατριαρχικών πρακτικών και αντιλήψεων, με πολυετή παιδαγωγική και πολιτισμική δουλειά που θα αναιρέσει τα αποτελέσματα της επικράτησης τοξικών προτύπων συμπεριφοράς, και θα αφαιρέσει το υπόβαθρο που στηρίζει απαξιωτικές για τη γυναίκα αντιλήψεις και συμπεριφορές.
(Ο Γεώργιος Σάρλης είναι Δικηγόρος, τ. ΓΓ Υπ. Δικαιοσύνης, ΔΑΔ)