Αμέσως μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2023, που οδήγησαν στη δεύτερη θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και στην καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ (με τα γνωστά επακόλουθα στο επίπεδο της ηγεσίας του), ξεκίνησε μια συζήτηση ότι δεν είναι δυνατόν το αστικό πολιτικό σύστημα να στηρίζεται σε μια κατάσταση “ενάμιση κόμματος”, δηλαδή να εμφανίζεται η δυνατότητα κυβερνητικής λύσης μόνο από τον ένα πόλο του, τον λεγόμενο “κεντροδεξιό-φιλελεύθερο” και ο άλλο πόλος, ο “σοσιαλδημοκρατικός” ή ο λεγόμενος “κεντροαριστερός”, να “χωλαίνει” απελπιστικά.
Ο προβληματισμός αυτός – στο βαθμό που τροφοδοτείται κι από κέντρα του κατεστημένου (π.χ. μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα, Ινστιτούτα κλπ) – αποτυπώνει πάνω από όλα την αγωνία για την ίδια τη σταθερότητα του συστήματος και κατ’ επέκταση της κυρίαρχης πολιτικής. Μια σταθερότητα που έχει ως απαραίτητες προϋποθέσεις, αφ’ ενός την “εξισορρόπηση” ανταγωνιστικών συμφερόντων εντός της ίδιας της άρχουσας τάξης, τα οποία διαπλέκονται και με τα αστικά κόμματα, αφ’ ετέρου την ικανότητα του αστικού πολιτικού συστήματος να απορροφά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ώστε αυτή να μην συνδέεται με την ταξική πάλη και τελικά να μεταγγίζεται πότε στον ένα, πότε στον άλλο αστικό πόλο, μέσα από ένα σύστημα κυβερνητικής εναλλαγής, αλλά και αναζήτησης ευρύτερων πολιτικών συναινέσεων.
Άλλωστε, η σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος και των κυβερνήσεών του δεν είναι δια παντός δεδομένη, όχι φυσικά ως αποτέλεσμα της πίεσης από οργανωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα (όπως είπε πρόσφατα ο Μητσοτάκης χαρίζοντας άφθονο γέλιο), αλλά εξαιτίας διεθνών και εσωτερικών εξελίξεων που είναι εξαιρετικά σοβαρές και σύνθετες.
Η πορεία της διεθνούς οικονομίας, που κινείται μεταξύ ύφεσης και αναιμικής ανάκαμψης οδεύοντας προς ένα νέο γύρο κρίσης, η συνακόλουθη όξυνση των ανταγωνισμών, που πυροδοτεί το ξέσπασμα ιμπεριαλιστικών πολέμων, ειδικά στη γειτονιά μας, με την ενεργό συμμετοχή της Ελλάδας, η πορεία διευθέτησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και πολλά ακόμη, είναι βασικά ζητήματα που ήδη επηρεάζουν τις πολιτικές εξελίξεις και πυροδοτούν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Στο πλαίσιο αυτό μια σειρά φαινομενικά “τυχαία” γεγονότα, που όμως αποκαλύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, όπως για παράδειγμα το τραγικό έγκλημα των Τεμπών, (που είναι το αποτέλεσμα της διαχρονικής πολιτικής στην εμπορευματοποίηση κρίσιμων υποδομών), μπορούν να αποτελέσουν τη “θρυαλλίδα” για την λαϊκή διαμαρτυρία και -υπό προϋποθέσεις- να οδηγήσουν στην ενίσχυση του εργατικού-λαϊκού κινήματος κι ενός ριζοσπαστικού ρεύματος αμφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής. Για το ΚΚΕ αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα κι όχι φυσικά πως θα δώσει “σωσσίβιο” ή πως θα “μπαλώσει” τις ρωγμές στο σάπιο αστικό πολιτικό σύστημα και τις κυβερνήσεις του.
Άλλωστε, οι σημερινές δυσκολίες στη διαμόρφωση ενός “αξιόπιστου” σοσιαλδημοκρατικού-κεντροαριστερού πόλου δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις ιδιοτέλειες ή τις φιλοδοξίες των επιμέρους κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά) για την πρωτοκαθεδρία στο χώρο αυτό. Κυρίως έχουν να κάνουν με τα πολιτικά αδιέξοδα που βιώνουν αυτά τα κόμματα (κι όχι μόνο στην Ελλάδα), εξαιτίας των πολιτικών τους επιλογών και της κυβερνητικής πολιτικής που εφάρμοσαν, αποτελώντας σε κρίσιμες περιόδους “σανίδα σωτηρίας” για την διαχείριση των στρατηγικών επιδιώξεων του κεφαλαίου και απογοητεύοντας λαϊκά στρώματα με τα οποία είχαν δεσμούς.
Ένα πλήθος πρωτοβουλιών (ημερίδες, συζητήσεις, αρθρογραφία κλπ) για το μέλλον του συγκεκριμένου χώρου δεν μπορεί να κρύψει το πραγματικό πολιτικό του πρόβλημα, ότι, δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό αυτά τα αδιέξοδα σχετίζονται με την εξόφθαλμη σύγκλισή του σε κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα με τη ΝΔ, όχι μόνο τώρα, αλλά την τελευταία τουλάχιστον 15ετία.
Αυτή η σύγκλιση ήταν που οδήγησε τα πρώτα χρόνια των μνημονίων στη συγκυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ (και μάλιστα δύο φορές), αλλά και με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Πώς μπορεί να πείσει το ΠΑΣΟΚ ότι αποτελεί αντίπαλο της ΝΔ, όταν έχει συγκυβερνήσει μαζί της και με τον Μητσοτάκη ως κορυφαίο υπουργό, ενώ ουκ ολίγα απ’ τα σημερινά στελέχη της κυβέρνησης της ΝΔ έλκουν την καταγωγή τους απ’ το ΠΑΣΟΚ; Πώς μπορεί να πείσει το ΠΑΣΟΚ ότι είναι αντίπαλος των ακροδεξιών υπουργών της ΝΔ, όταν αυτοί -από το «περιθωριακό» ΛΑΟΣ- έγιναν κυβερνητικοί παράγοντες και με τη σφραγίδα του ΠΑΣΟΚ;
Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ, που υποκατέστησε το ΠΑΣΟΚ στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, συγκυβέρνησε μ’ ένα ακροδεξιό κόμμα, ψήφισε (μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ) ένα ακόμη μνημόνιο, οδηγούμενος κι αυτός σ’ έναν ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό εκφυλισμό και στη σημερινή κατάσταση που κάθε άλλο παρά θυμίζει κόμμα που έχει την παραμικρή σχέση με την “αριστερά”.
Άλλωστε, οι δυνάμεις που συσπειρώθηκαν γύρω από την ηγεσία Κασσελάκη ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκαίο να βγει με ένα πιο καθαρό διαχειριστικό πρόσωπο, χωρίς “αριστερό” καμουφλάζ, για να αποτελέσει δύναμη κυβερνητικής εναλλαγής, προκρίνοντας ένα στίγμα κόμματος ανάλογο με αυτό των “Δημοκρατικών” των ΗΠΑ.
Σήμερα, τα όρια έχουν γίνει ακόμη πιο δυσδιάκριτα. Η πρόσφατη τοποθέτηση Κασσελάκη για την “ιερή αμυντική συμμαχία” του ΝΑΤΟ (θυμίζοντας βουλευτή της ΕΡΕ στη δεκαετία του ‘50 και του ‘60), οι αναφορές του στον ΣΕΒ, ότι οι εργαζόμενοι και το κεφάλαιο είναι “συνεργάτες” και ότι “δεν πρέπει να διαχωρίζουμε ταξικά τους Έλληνες”, οι συχνές-πυκνές αναφορές βουλευτών του για την ανάγκη ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα απολιτίκ lifestyle στοιχεία μαζί με τα μέλη – followers που καμία σχέση δεν έχουν με το κίνημα ή τους αγώνες, είναι σημεία αυτής της προσαρμογής.
Ακόμη και η Νέα Αριστερά που φιλοδοξεί να εμφανιστεί ως συνεχιστής της “αριστερής ψυχής” του ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία καλεί σε επανάληψη του ίδιου “έργου” που οδήγησε ως εδώ. Από τη μια καταγγέλλει τις θέσεις του Κασσελάκη κι από την άλλη απευθύνει κάλεσμα συμπόρευσης σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Όλα τα παραπάνω αντανακλούν μια συνολικότερη ιδεολογική και πολιτική αντιδραστικοποίηση, όπου “θολώνουν” οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των αστικών κομμάτων και κυριαρχεί η λογική ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική – ούτε καν ως ψευδαίσθηση – το θέμα είναι η διαχείριση της καπιταλιστικής πραγματικότητας”. Τροφοδοτούν αντικειμενικά μια αντίληψη, της οποίας αυθεντικός εκφραστής είναι η ΝΔ, ανεξάρτητα από το πως θα διαμορφωθούν στο μέλλον οι εκλογικοί συσχετισμοί. Άλλωστε, και η κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε τη δυνατότητα στη ΝΔ να εμφανιστεί “δικαιωμένη” για την αντιλαϊκή της πολιτική, που άσκησε ως “υπεύθυνη” δύναμη ενάντια στον “λαϊκισμό”. Συνολικότερα, η άσκηση αντιπολίτευσης αυτών των κομμάτων στην κυβέρνηση της ΝΔ προσκρούει αντικειμενικά στις δεσμεύσεις τους στην πολιτική της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, σε βασικούς στόχους του κεφαλαίου. Δυσκολεύει επίσης το γεγονός ότι η ΝΔ καταφέρνει να διεμβολίζει το χώρο του λεγόμενου “Κέντρου” και “Κεντροαριστεράς”, όχι μόνο αντλώντας στελέχη, βουλευτές και υπουργούς από αυτόν, αλλά υιοθετώντας και μέρος των πολιτικών τους θέσεων.
Το ΚΚΕ απευθύνεται θαρρετά σε εργατικές – λαϊκές δυνάμεις που στο παρελθόν εντάχθηκαν ή ψήφισαν τα κόμματα της λεγόμενης «κεντροαριστεράς». Με πολλούς από αυτούς δίνουμε μαζί τη μάχη σε μέτωπα πάλης, χώρους δουλειάς και κλάδους, εκλογικές αναμετρήσεις κλπ., κόντρα στην παραίτηση και την αποστράτευση. Αυτή η συμπόρευση βασίζεται και σε μια βαθύτερη συζήτηση συμπερασμάτων απ’ όλη την πορεία της σοσιαλδημοκρατίας, με βασικό τη χρεοκοπία της λογικής της φιλολαϊκής διαχείρισης και της σωτήριας κυβερνητικής “λύσης” μέσα από το ίδιο το σύστημα, την ΕΕ, το σημερινό σάπιο κράτος.
Αυτό που απαιτείται είναι ο λαός να αξιοποιεί τις όποιες δυσκολίες του συστήματος για να ισχυροποιεί τον αγώνα του, την αποτελεσματικότητα της πίεσης και της διεκδίκησης του, να αλλάζει τον συσχετισμό υπέρ του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Να δυναμώνει η προοπτική που – αντίθετα με τις διάφορες σοσιαλδημοκρατικές οπτικές – φωτίζει την ανάγκη σύγκρουσης με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, τη δυνατότητα ανατροπής της.
Μπροστά στη μάχη των ευρωεκλογών μπορεί να δυναμώσει παραπέρα αυτό το ρεύμα αμφισβήτησης, απέναντι τόσο στην κυβέρνηση της ΝΔ, που ζητά επιβράβευση της πολιτικής της, όσο όμως και σε εκείνες τις δυνάμεις που διεκδικούν την «αναπαλαίωση» της χρεοκοπημένης σοσιαλδημοκρατίας, για να συνεχίσουν την ίδια πολιτική.
Η ενίσχυση του ΚΚΕ είναι ο αποφασιστικός και κρίσιμος παράγοντας σε αυτή την κατεύθυνση.
Γιάννης Γκιόκας Βουλευτής του ΚΚΕ Υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της ΚΕ