Η αξιολογική οπτική των οικονομικών εξελίξεων του 2023 της ΤτΕ μπορεί να παρουσιασθεί συνοπτικά αλλά με ακρίβεια μέσω του το παρακάτω αποσπάσματος :
«Το 2023 η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό αν και επιβραδυνόμενο ρυθμό, αλλά σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο της ζώνης του ευρώ. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2%, χάρη κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, στις εξαγωγές και στις επενδύσεις. Ο γενικός πληθωρισμός σημείωσε σημαντική επιβράδυνση, πρωτίστως λόγω της υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών. Η αγορά εργασίας κατέγραψε θετικές επιδόσεις, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται περαιτέρω, αν και με πιο ήπιο ρυθμό. Κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους όμως, οι προσδοκίες των καταναλωτών επηρεάστηκαν από τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα, την άνοδο της διεθνούς αβεβαιότητας, αλλά και την εμμονή του πληθωρισμού των ειδών διατροφής. Παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε θετική τροχιά και προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με την ευρωζώνη, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω.
Η σημαντικότερη εξέλιξη το 2023, που επιδρά θετικά στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ήταν χωρίς αμφιβολία η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αποτέλεσμα των σταθερά βελτιούμενων δημοσιονομικών επιδόσεων και της εδραίωσης της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών. Ταυτόχρονα, παρά την αύξηση των επιτοκίων, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα. Εντούτοις, ο δρόμος που οδηγεί στην επίτευξη ισχυρής, βιώσιμης και ισόρροπης ανάπτυξης είναι δύσκολος και απαιτεί αποφασιστικές παρεμβάσεις πολιτικής για την επαλήθευση των θετικών προσδοκιών και την ανάσχεση των κινδύνων που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον. Η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και η έμφαση στη δημιουργία ικανών δημοσιονομικών αποθεμάτων διαχρονικά, σε συνδυασμό με την αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων για έρευνα, καινοτομία, πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις, η υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, καθώς και η ισχυροποίηση των θεσμών, αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής».
Νομίζω ότι το τελευταίο τμήμα του αποσπάσματος έστω και μέσα από προσπάθεια επισημαίνει τους κινδύνους που προέρχονται από το εξωτερικό (γεωπολιτική και γεωοικονομική αβεβαιότητα) αλλά και από το εσωτερικό ( μεταξύ άλλων : αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων και ισχυροποίηση των θεσμών).
Ίσως ένα σημαντικό σημείο που αναδεικνύει η έκθεση είναι η ύπαρξη στην Ελληνική οικονομία του «πληθωρισμού κερδών». Αρκετά καθυστερημένα, θα έλεγα, η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι ο πληθωρισμός της περιόδου 2021-2023 δεν οφείλεται μόνο στον εισαγόμενο πληθωρισμό αλλά και στον πληθωρισμό κέρδους. Πιο συγκεκριμένα, οι αυξήσεις στις τιμές των εισροών (π.χ. υψηλές τιμές ενέργειας) αυξάνουν το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν είτε να απορροφήσουν το επιπλέον κόστος, μειώνοντας έτσι το περιθώριο κέρδους τους, είτε να το μετακυλήσουν στους καταναλωτές δημιουργώντας, εφόσον οι συνθήκες στην αγορά το επιτρέπουν, παράλληλα και υψηλότερα περιθώρια κέρδους. Το Διάγραμμα Α απεικονίζει την ιστορική εξέλιξη και των δύο δεικτών μέτρησης των περιθωρίων κέρδους στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας. Παρατηρείται ότι και οι δύο δείκτες παρουσίασαν έντονα ανοδική μεταβολή τα έτη 2021 και 2022, φθάνοντας τις ιστορικά υψηλότερες τιμές τους. Πιο συγκεκριμένα, ο συνδυασμός της αυξημένης κατανάλωσης που παρατηρήθηκε μετά την πανδημία COVID-19 και το υψηλό κόστος παραγωγής, ιδίως της ενέργειας και των εισαγόμενων ενδιάμεσων αγαθών, συνετέλεσαν σε ισχυρές αυξήσεις τιμών και συνεπώς σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους.
Σε κλαδικό επίπεδο, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, τα περιθώρια κέρδους των ετών 2021 και 2022 εμφάνισαν υψηλούς ρυθμούς στον τομέα της βιομηχανίας αλλά και των υπηρεσιών. Στο βιομηχανικό τομέα τα περιθώρια κέρδους ξεπέρασαν κάθε υψηλό των τελευταίων δεκαετιών. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να αποδοθεί στο υψηλό ενεργειακό
κόστος, το οποίο φαίνεται ότι όχι μόνο μετακυλίστηκε στις τελικές τιμές αλλά και ότι οι τελευταίες αυξήθηκαν πολύ παραπάνω, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση που επικράτησε τη συγκεκριμένη περίοδο. Όσον αφορά τον τομέα των υπηρεσιών, ο θετικός ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους τα έτη 2021 και 2022 μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της ανάκαμψης της οικονομίας μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας του
COVID-19.
Οι εκτιμήσεις για το 2024.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,3% το 2024, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση (+1,7%) θα υποστηριχθεί από την αναμενόμενη άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, λόγω της αύξησης του εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία, της συνεχιζόμενης ανάκαμψης της απασχόλησης και της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Οι επενδύσεις (+11,1%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα, θα προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια.
Οι εξαγωγές (+3,7%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ελαφρώς αρνητική, καθώς η επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%).
Το 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να κινηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 6,0% του ΑΕΠ (από 6,3% του ΑΕΠ το 2023). (συνεχίζει να είναι πολύ υψηλό . Σημείωση δική μου)
Οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων παραμένουν θετικές. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όσο η ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή, οι τιμές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τάση τους στο υψηλών προδιαγραφών τμήμα της αγοράς, συμπαρασύροντας και τις τιμές στις δευτερεύουσες αγορές. (η παραπάνω εξέλιξη δύσκολα θα πρέπει να θεωρηθεί θετική. Σημείωση δική μου)
Πηγές κινδύνου και αβεβαιότητας
Σύμφωνα πάντα με την Έκθεση, οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν:
α) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, β) την αυξανόμενη αβεβαιότητα λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, γ) την τυχόν καθυστέρηση των δράσεων εφαρμογής του NGEU και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων, δ) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και ε) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση.
Η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό, με δυσμενείς αναδιανεμητικές επιδράσεις.
Η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων και η ενδεχόμενη διατήρηση της αυξητικής πορείας των τιμών κυρίως στα είδη διατροφής και τις δαπάνες στέγασης θα πλήξουν περισσότερο τα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα, τα οποία δαπανούν σχετικά υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους στις συγκεκριμένες ανάγκες
Σημαντικοί κίνδυνοι παραμένουν στην πορεία βελτίωσης του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών. Βασικότερος παράγοντας ανησυχίας είναι η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, ιδίως από τους κύριους προορισμούς των ελληνικών αγαθών, η οποία δεν συνηγορεί σε σημαντική βελτίωση των εξαγωγών το 2024.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, η ενδεχόμενη εκ νέου άνοδος των τιμών των καυσίμων και η επανεμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων αποτελούν πρόσθετους κινδύνους.
Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αυτή παρουσιάζει αυξημένη ανθεκτικότητα σε μια σειρά από αρνητικές επισφάλειες μεσοπρόθεσμα. Η εξέλιξη της πορείας του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε διάφορα δυσμενή σενάρια εμφανίζει περιορισμένες αποκλίσεις από το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρι τις αρχές του 2030. Εκτιμάται ότι η πιθανότητα αντιστροφής της καθοδικής πορείας του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ είναι περιορισμένη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως και η πιθανότητα υπέρβασης των ορίων 15% και 20% του ΑΕΠ για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες. Με βάση τα παραπάνω, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του συνόλου του χρέους, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swap),οι οποίες έχουν “κλειδώσει” τα ιστορικώς χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών.
Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδυτικών δράσεων.
(Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)