Ως κοινωνία, δημοσιογράφοι και πολιτικό σύστημα μοιάζει να έχουμε αποδεχτεί μια νοσηρή κατάσταση που συμβαίνει εδώ και χρόνια και έχει αποκτήσει πάγια χαρακτηριστικά σε ένα θεμελιώδη θεσμό της δημοκρατίας, τα μέσα ενημέρωσης. Συνεχώς κατρακυλάμε σε θέματα ελευθερίας και αξιοπιστίας, η τελευταία έρευνα έδειξε ότι βρισκόμαστε στην 107η θέση σε σύνολο 108 χωρών παγκοσμίως και τίποτα δεν δείχνει ότι αυτή η συνθήκη μπορεί να αλλάξει. Οι Έλληνες δεν εμπιστεύονται τα μέσα τα οποία τους ενημερώνουν. Μοιάζει να το συνηθίσαμε αυτό, σαν να μη μας αφορά, να μη μας ενδιαφέρει. Ακόμα και όσοι λίγοι το αναδείκνυαν ως πρόβλημα όχι μόνο της δημοσιογραφίας αλλά και της ίδιας της λειτουργίας της Δημοκρατίας, δεν ακούγονται πολύ πια, εθιστήκαμε με μια σχεδόν βουβή παραδοχή ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Αυτή η αποδοχή και ο εφησυχασμός αποτελούν την ιδανική συνθήκη για όσους θέλουν να ασκούν εξουσία χωρίς έλεγχο και να μεταφέρουν αλλοιωμένη εικόνα της πραγματικότητας σε πολλά επίπεδα. Και αυτοί δεν είναι μόνο όσοι βρίσκονται στην πολιτική εξουσία αλλά πολλοί περισσότεροι. Αποτελεί ψευδαίσθηση η ιδέα ότι στις σύγχρονες κοινωνίες μόνο οι εκλεγμένες κυβερνήσεις επηρεάζουν τις τύχες μας, υπάρχουν και αφανείς και συνήθως πιο αποτελεσματικοί παράγοντες αν και αυτό είναι μια διαφορετική ιστορία που δεν απασχολεί αυτό το σημείωμα.
Στη χώρα μας συμβαίνει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον αν και όχι ιδιαίτερα αισιόδοξο, η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της ενημερώνεται από το διαδίκτυο και ανάμεσα σε αυτό συμπεριλαμβάνονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα χρόνο πριν, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών δημοσιοποιούσε μια μέτρηση που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι εννέα στους δέκα Έλληνες επιλέγουν το διαδίκτυο για την ενημέρωση τους. Το ποσοστό συγκριτικά με το 2019 είχε αυξηθεί με θεαματικό τρόπο. Και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης τα ποσοστά εκείνων που επιλέγουν τα διαδικτυακά μέσα και τις μεγάλες πλατφόρμες έχουν αυξηθεί, ωστόσο υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά, οι πολίτες αρκετών τουλάχιστον από τις χώρες αυτές έχουν πιο αξιόπιστα μέσα και παράλληλα εναλλακτικές εξίσου αξιόπιστες πηγές ενημέρωσης (τηλεοράσεις, εφημερίδες, ραδιόφωνο). Θα έβαζε κάποιος στοίχημα ότι αυτό συμβαίνει και στη χώρα μας ;
Κάθε βράδυ εκατομμύρια Έλληνες, κυρίως μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, καθισμένοι στους καναπέδες τους ενημερώνονται για όσα συμβαίνουν στη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο αν και το τελευταίο αμφισβητείται έντονα, οι διεθνείς ειδήσεις σπάνια αξιολογούνται ως σημαντικές για να προβληθούν και συνήθως μεταδίδονται λίγο πριν τα δελτία καιρού. Πολλές έρευνες όμως δείχνουν ότι πολλοί παρακολουθούν τα νέα από τις τηλεοράσεις αλλά λίγοι από αυτούς δείχνουν και την ανάλογη εμπιστοσύνη για όσα ακούνε από τα δελτία. Η αξιοπιστία των ειδησεογραφικών προϊόντων των τηλεοράσεων βρίσκεται πολύ χαμηλά.
Οι υπόλοιπες επιλογές από όπου θα υπήρχε η δυνατότητα αξιόπιστης ενημέρωσης περιορίζονται κατά βάση στο διαδίκτυο. Άλλωστε τα ειδησεογραφικά ραδιόφωνα είναι λίγα και κάποια από αυτά ανήκουν σε όσους κατέχουν μεγάλους ομίλους ΜΜΕ ενώ οι εφημερίδες που πριν κάποια χρόνια επηρέαζαν με σχεδόν καθοριστικό τρόπο την ενημέρωση και τις εξελίξεις πολιτικά και κοινωνικά έχουν δραματικά χαμηλές πωλήσεις και ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης. Σε όλο τον κόσμο το ‘’χάρτι’’ έχει χάσει αναγνώστες, στη χώρα μας τους έχει χάσει σχεδόν όλους εκτός από λίγους που επιμένουν να αγοράζουν εφημερίδες από συνήθεια και κινούνται σε μεγάλες ηλικιακές ομάδες.
Σχεδόν αναγκαστικά οι περισσότεροι που αναζητούν ενημέρωση καταφεύγουν στο διαδίκτυο και αναζητούν δυο πηγές. Τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Στην πρώτη υπάρχουν επιλογές όπου δεν κυριαρχεί ο κιτρινισμός, η παραπληροφόρηση, η διακίνηση fake news, η χειραγώγηση. Όμως αριθμητικά αυτά τα μέσα είναι λίγα και οικονομικά αδύναμα, πολλές μεγάλης επισκεψιμότητας και επιρροής ιστοσελίδες ανήκουν σε μεγάλους μιντιακούς ομίλους οι οποίοι κατέχουν παράλληλα εφημερίδες, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς με ότι αυτό συνεπάγεται . Αυτή η υπερσυγκέντρωση των μέσων σε λίγους, αποτελεί μια ακόμα παθογένεια του χώρου.
Η δεύτερη επιλογή, αυτή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα οποία αποτελούν βασική πηγή πληροφόρησης για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού αποδεικνύεται συχνά χρήσιμη γιατί δημοσιοποιούνται πληροφορίες και γεγονότα τα οποία για λόγους σκοπιμότητας δεν φιλοξενούνται στα κυρίαρχα μέσα αλλά παράλληλα κρύβουν και μεγάλους κινδύνους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον μεγαλύτερο δίαυλο διακίνησης ψεύτικων πληροφοριών, διαστρέβλωσης των γεγονότων και προπαγάνδας τα οποία αποτελούν διεθνώς και το μεγάλο πρόβλημα της εποχής.
Σήμερα οι δημοσιογράφοι απεργούν με αναμφισβήτητα δίκαια αιτήματα, οι ιδιοκτήτεςτων ΜΜΕ αρνούνται το στοιχειώδες, την κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας μια πολύχρονη κατάσταση που αναγκάζει την πλειονότητα των εργαζόμενων να αμείβονται με χαμηλές, συχνά εξευτελιστικές αποδοχές κάτι το οποίο δεν συνεπάγεται απλά μεγάλα οικονομικά προβλήματα για τους ίδιους αλλά πολλά περισσότερα που συνδέονται με τις συνθήκες εργασίας και τις προϋποθέσεις ελεύθερης άσκησης του επαγγέλματος.
Θα ήταν ενδιαφέρον και εντυπωσιακό αν κάποια στιγμή οι δημοσιογράφοι αποφασίζαμε να διαμαρτυρηθούμε και να απεργήσουμε όχι για οικονομικά αιτήματα αλλά για τους λόγους που έχουν οδηγήσει την χώρα μας στην θέση 107. Μια απεργία για την ίδια την λειτουργία των ΜΜΕ, τελικά μια απεργία για τη Δημοκρατία…
(Ο Γιάννης Παντελάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας)