Kάθε φορά που ανακοινώνονται τα αποτελέσματα του διεθνούς προγράμματος PISA, της μεγάλης έρευνας που κάνει ο ΟΟΣΑ σε 15χρονους μαθητές από τα κράτη-μέλη του και από δεκάδες άλλες χώρες στην κατανόηση κειμένου, στα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες, οι επιδόσεις των Eλλήνων μαθητών βαίνουν συνεχώς μειούμενες. Η έρευνα που διαξάγεται ανά τριετία αποτυπώνει ξεκάθαρα την μαθησιακή εικόνα των μαθητών μας και τα ευρήματα κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι για το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Στην 44η θέση του διαγωνισμού για τις μαθητικές επιδόσεις η Ελλάδα – «Πάτωσαν» οι Έλληνες μαθητές
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα (2022) που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων του 2022 στην Ελλάδα μειώθηκε σε σύγκριση με το 2018 στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Και στα τρία πεδία, η μέση επίδοση ήταν χαμηλότερη το 2022 απ' ό,τι σε οποιαδήποτε προηγούμενη εκτίμηση: σύμφωνα με την έρευνα, η απότομη πτώση ανάμεσα στο 2018 και το 2022 επιβεβαίωσε και ενίσχυσε μια μείωση η οποία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Οι μαθητές στην Ελλάδα είχαν χαμηλότερες επιδόσεις από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες.
Υπενθυμίζεται ότι προβληματικές είναι και οι επιδόσεις που κατέγραψαν οι Έλληνες μαθητές στην ελληνικ΄ή PISA. Ενδεικτικά στις εξετάσεις του 2022 αποδείχθηκε ότι τα Μαθηματικά αποτελούν το "αδύναμο σημείο" των μαθητών των ελληνικών σχολείων ενώ παράλληλα καταγράφηκε και ένα σημαντικό ένα εκπαιδευτικό "χάσμα" στην κατανόηση της διδακτέας ύλης από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο.
Τα Ελληνόπουλα σκίζουν στην θεωρία αλλά....αδυνατούν στην πράξη
Θέλοντας να αποκωδικοποιήσουμε τα αίτια που οι Έλληνες μαθητές είναι κάτω από την βάση στο διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης της PISA 2022 μιλήσαμε με την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών και Εθνική Διαχειρίστρια του Προγράμματος PISA του Ο.Ο.Σ.Α. Χρύσα Σοφιανοπούλου.
Η κα Σοφιανοπούλου μας εξήγησε την αλήθεια πίσω από τα ψυχρά νούμερα που καταγράφει η έρευνα του ΟΟΣΑ, έθεσε επί τάπητος άβολες αλήθειες για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και έδωσε την δική της απάντηση στο γιατί τα Ελληνόπουλα είναι εξαιρετικά καλοί μαθητές σε ό,τι αφορά τη θεωρία όμως πατώνουν στην εφαρμογή των θεωρητικών εννοιών.
Γιατί είναι σημαντική η συμμετοχή της χώρας μας το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών PISA του ΟΟΣΑ;
Επειδή πρόκειται για τη μεγαλύτερη διεθνή έρευνα στο χώρο της εκπαίδευσης, τα δεδομένα της οποίας κανένας μεμονωμένος ερευνητής ούτε και χώρα μπορεί να συγκεντρώσει. Κάθε χώρα έχει στη διάθεσή της ένα μεγάλο πλήθος ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν είτε από τους υπεύθυνους χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής, είτε από ερευνητές, είτε και από εκπαιδευτικούς. Και επειδή, αν μη τι άλλο, αξιοποιώντας τα δεδομένα φτιάχνουμε καλύτερα σχολεία.
Τις πταίει και το απαιτητικό πρόγραμμα μαθημάτων και μελέτης που ακολουθούν τα περισσότερα Ελληνόπουλα δεν φαίνεται να αποτυπώνεται και στις διεθνείς έρευνες για το μορφωτικό επίπεδο, τις επιδόσεις και τις δεξιότητες των μαθητών;
Δώσατε τον σωστό χαρακτηρισμό: «απαιτητικό». Αυτό θέλουμε για τους μαθητές μας; Να βγάζουμε από την Γ’ Λυκείου πχ μαθηματικούς και φυσικούς; Η θέλουμε πολίτες του κόσμου με καλό θεωρητικό υπόβαθρο αλλά και με δεξιότητες για να ζουν και να προσφέρουν σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον, σε μια σύγχρονη κοινωνία; Αυτά είναι που ανιχνεύει το PISA και , προς το παρόν, δεν αποτυπώνονται. Εδώ θα ήθελα να επισημάνω και κάτι άλλο που προκύπτει από τα δεδομένα του PISA και αφορά ένα προσφιλές αντικείμενο. Οι πρωτοβουλίες για την παροχή αξιόπιστου διαδικτύου και ποιοτικών ψηφιακών συσκευών είναι πολύ σημαντικές, αλλά η παροχή πρόσβασης από μόνη της φαίνεται ότι δεν βελτιώνει τα μαθησιακά αποτελέσματα και δεν επιλύει τις ανισότητες.
Γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτό που εξετάζει το Πρόγραμμα PISA για να καταλήξει στα εκάστοτε συμπεράσματα για τις σχολικές επιδόσεις των μαθητών είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που προσφέρει το ελληνικό σχολείο, γιατί συνεχίζουμε να μην προετοιμάζουμε κατάλληλα τους μαθητές που θα πάρουν μέρος σε αυτήν την αξιολόγηση; Αλλά και γιατί δεν θέτουμε ως προτεραιότητα ένα πλέγμα μεταρρυθμίσεων που θα αλλάξει ριζικά και ουσιαστικά τον τρόπο διδασκαλίας που εφαρμόζεται στα σχολεία μας;
Καταρχάς πρέπει να αποφασίσουμε αν μας ενδιαφέρει η προσέγγιση του PISA. Αν, δηλαδή, θέλουμε οι μαθητές μας να μπορούν να αξιοποιούν τις θεωρητικές γνώσεις σε ένα αυθεντικό πλαίσιο. Δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζουμε με αυτή τη φιλοσοφία. Αρκεί όμως να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Διάβασα αυτές τις μέρες ίσως την ωραιότερη σκέψη σχετικά με το θέμα: “Πέρασαν 40 περίπου χρόνια με τις Πανελλαδικές εξετάσεις και στο όνομα του αδιάβλητου θυσιάζουμε την δημιουργική σκέψη γενεών”. Αυτό ακριβώς συμβαίνει. Εκτιμώ κι εγώ ότι οι Πανελλαδικές εξετάσεις έχουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Από την άλλη δεν πρέπει να μπούμε στη λογική του να προετοιμάζουμε τους μαθητές για τις εκάστοτε αξιολογήσεις διεθνείς ή εθνικές. Εχουμε όλοι, και οι ερευνητές και εκείνοι που χαράσσουν εκπαιδευτική πολιτική, την γνώση για να δοθεί μία συγκεκριμένη –αλλά και ευέλικτη- κατεύθυνση στο εκπαιδευτικό σύστημα. Παράλληλα θέλω να επισημάνω ότι οι όποιες αλλαγές/μεταρρυθμίσεις είναι γνωστό ότι θα αργήσουν να αποδώσουν. Πχ για τις ενδιαφέρουσες αλλαγές που έγιναν ήδη στα νέα Προγράμματα Σπουδών θα έχουμε μετρήσιμα αποτελέσματα μετά από μερικά χρόνια.
Πώς αξιολογείτε τον θεσμό των Εθνικών Εξετάσεων Διαγνωστικού Χαρακτήρα (‘Ελληνική PISA’);
Θα ήθελα, καταρχάς, να αποσαφηνίσω ότι οι δύο τύποι αξιολόγησης (PISA και ΕΕΔΧ) δεν έχουν σχεδόν τίποτα κοινό. Εκτός, ίσως, από τον τρόπο δειγματοληψίας και το απόρρητο των συμμετεχόντων. Ο στόχος, όμως, όπως και το είδος των θεμάτων στα οποία εξετάζονται οι μαθητές είναι εντελώς διαφορετικός. Στις ΕΕΔΧ στόχος είναι η εξαγωγή πορισμάτων αναφορικά με τις γνώσεις που έχουν αποκτήσει οι μαθητές και τα μαθησιακά αποτελέσματα όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τα Προγράμματα Σπουδών μας, τα σχολικά βιβλία και τον τρόπο που διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί. Αξιολογούμε λοιπόν τις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών μας, όπως αυτές τις προσφέρει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, στο τέλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Και βεβαίως είναι πολύ σημαντική αυτή η αξιολόγηση για να μπορούμε να διερευνήσουμε αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι μας και να κάνουμε τις σχετικές βελτιωτικές κινήσεις κυρίως σε επίπεδο επιμόρφωσης εκπαιδευτικών.
Ένα από τα ευρήματα που προβληματίζουν είναι το τίμημα που πλήρωσε η εκπαίδευση υπό το βάρος της πανδημίας. Μάλιστα ακόμα και το πρότυπο εκπαιδευτικό σύστημα της Φιλανδίας δεν έμεινε ανεπηρέαστο. Οι επιδόσεις στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά μειώθηκαν στην πλειονότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων μεταξύ 2018 και 2022, με τις ανεπτυγμένες οικονομίες να έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο. Ποια είναι η δική σας άποψη επ΄ αυτού; Πώς θα αντιστραφεί ο αρνητικός αντίκτυπος και πώς οι Έλληνες μαθητές θα κερδίσουν το χαμένο μαθησιακό έδαφος;
Πράγματι από τα αποτελέσματα του PISA καταγράφηκε διεθνώς, αυτό που όλοι περιμέναμε, ο αντίκτυπος της πανδημίας στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι. Μάλιστα κάποια στιγμή στο Governing Board του ΟΟΣΑ προβληματιστήκαμε για τη μορφή της έκθεσης των αποτελεσμάτων του PISA 2022 και τη συγκρισιμότητά της με τους προηγούμενους κύκλους. Επί της ουσίας τώρα, τόσο οι διεθνείς έρευνες όσο και οι εθνικές (στις χώρες που γίνονται συστηματικά) έδειξαν ότι η post-covid εποχή βρίσκει τους μαθητές με μαθησιακά, και όχι μόνο, κενά. Αναμενόμενο. Οσο καλές διαδικτυακές πλατφόρμες κι αν χρησιμοποιήθηκαν, η δια ζώσης εκπαίδευση δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση τουλάχιστον. Στην Ελλάδα όταν άνοιξαν τα σχολεία δόθηκαν από το ΙΕΠ οδηγίες στους εκπαιδευτικούς τόσο για να διαγνώσουν τις μαθησιακές αδυναμίες των μαθητών και να τις αντιμετωπίσουν, όσο και για να προσέξουν τις συναισθηματικές και κοινωνικές συνέπειες που προκλήθηκαν από τα κλειστά σχολεία. Προφανώς αυτά δεν αρκούν. Αν η παγκόσμια εκπαιδευτική κοινότητα συνεργαστεί θα βρεθούν από κοινού καινοτόμες λύσεις και εκπαιδευτικές πρακτικές έτσι ώστε κάθε μαθητής να προοδεύσει και να κατακτήσει το ευζην στην post-covid εποχή.