Πέρσι, περίπου τέτοιο καιρό, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) ήταν κόκκινο πανί για τους (τότε) κυβερνητικούς βουλευτές. Βουλευτές ζητούσαν την παραίτηση ή αποπομπή του, η πρώην πρόεδρος της Βουλής τον απειλούσε με βίαιη προσαγωγή, ο νυν πρόεδρος της Βουλής (τότε υπουργός) τον αποκαλούσε «αντίπαλο», και γενικώς κάθε δημόσια τοποθέτησή του προκαλούσε μικρή θύελλα.
Τώρα, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας δημοσιολογεί επί παντός επιστητού χωρίς να προκαλεί αντιδράσεις. Αντιθέτως, ορισμένες παρεμβάσεις του αντιμετωπίζονται με προφανή εύνοια από την κυβέρνηση, όπως χαρακτηριστικά η τοποθέτησή του για μεγάλη ελάφρυνση του χρέους και μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2% από το 3,5%, πολύ κοντά στην αντίστοιχη θέση του ΔΝΤ. Πιθανότατα θεωρήθηκε δεδομένο ότι αυτή η «αποσκίρτηση» από τη γραμμή της ευρωπαϊκής τρόικας απηχεί κάποια αντίστοιχη θέση της ηγεσίας της ΕΚΤ, αν και αυτό δεν έχει μέχρι στιγμής αποδειχθεί.
Από την προχθεσινή ομιλία του σε εκδήλωση του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics προβλήθηκαν ιδιαίτερα οι απαξιωτικές αποστροφές κατά Βαρουφάκη - Θεοχαράκη, των επικεφαλής της προηγούμενης διαπραγμάτευσης, στους οποίους ούτε λίγο ούτε πολύ καταλόγισε τα 86 δισ. πρόσθετου δανεισμού και τα 45 δισ. εκροής καταθέσεων μέχρι τα capital control.
Οι ιδεώδεις οικονομικές πολιτικές
Λιγότερο προσέχθηκε το πιο ενδιαφέρον μέρος της παρέμβασής του, στο οποίο περιγράφει το ιδεώδες των οικονομικών πολιτικών του μέλλοντός μας (και πρακτικά του μνημονιακού παρόντος μας), που υπερβαίνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στην «τεχνογνωσία» και την «πολιτική» και βασίζεται στην εποικοδομητική τους σχέση.
Κατά τον κ. Στουρνάρα «η εξωτερική γνώση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών, οι οποίες εδράζονται σε θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί εκτός της πολιτικής σφαίρας και συγκεκριμένα στον τομέα της επιστήμης». Ως «εξωτερική τεχνογνωσία» περιγράφεται το απόθεμα των νεοφιλελεύθερων -κυρίως- δογμάτων και συνταγών, με σπάνιες πια νεοκεϊνσιανές πινελιές και αποκλίσεις, που έχουν κατακλύσει ακαδημαϊκά ιδρύματα, «ανεξάρτητα» οικονομικά ινστιτούτα, «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ κ.ά., διεθνή και εθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων, από την Κομισιόν και τη γραφειοκρατία της, μέχρι τους μετακλητούς ή μόνιμους κρατικούς αξιωματούχους.
Οι χιλιάδες άνθρωποι που πλαισιώνουν αυτούς τους προστατευμένους από τη «μόλυνση» της πολιτικής μηχανισμούς είναι κατά κανόνα εκφραστές της ίδιας οικονομικής «ορθοδοξίας» που διεκδικεί τη «συνταγματοποίηση» της λιτότητας εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, απεχθάνεται τα κοινωνικά δικαιώματα, απαιτεί άρση κάθε φραγμού στην «επιχειρηματικότητα» και στην κίνηση των κεφαλαίων και αποστρέφεται κάθε μορφής κρατική παρουσία στην οικονομία, από την πρόνοια και την υγεία μέχρι τα στρατηγικά δίκτυα ενέργειας, μεταφορών και τηλεπικοινωνιών. Κατά τον κ. Γ. Στουρνάρα και τους ομοδόξους του αυτή η «εξωτερική γνώση» έχει το αδιαμφισβήτητο κύρος μιας «επιστήμης», υπεράνω πολιτικών και κοινωνικών ανταγωνισμών.
Συνεπώς, κατά τον ταλαντούχο κ. Στουρνάρα, οι δημόσιες παρεμβάσεις του υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου, οι καταστροφολογικές του προβλέψεις ως εκπροσώπου της «ανεξάρτητης ΤτΕ», τα κηρύγματα υπέρ της υπογραφής τρίτου Μνημονίου δεν ήταν «εισβολές» στο πεδίο δράσης μιας εκλεγμένης κυβέρνησης κι ενός λαού με δικαίωμα επιλογής, ούτε αντισυνταγματικές εκτροπές από μια δημοκρατική, κοινοβουλευτική διαδικασία, αλλά επιβεβλημένες προβολές κάποιας αδιαμφισβήτητης «επιστημονικής αλήθειας».
Η… πολύτιμη παρακαταθήκη
Κάνοντας τον απολογισμό των τελευταίων χρόνων ο κ. Στουρνάρας καταλόγισε στις κυβερνήσεις – με εξαίρεση την κυβέρνηση Σημίτη!- απροθυμία να δεχθούν την «εξωτερική τεχνογνωσία». «Η προτίμηση σε "πολιτικές" αποφάσεις, σε αντιδιαστολή προς τις "τεχνοκρατικές", επικρατεί στην ελληνική πολιτική και αντανακλά ένα ιδεολογικό σύστημα που προτάσσει το "πολιτικό" σε σχέση με οτιδήποτε άλλο», είπε ο διοικητής της ΤτΕ.
Βεβαίως, την «απολίτικη, ανεξάρτητη τεχνογνωσία» του ο κ. Στουρνάρας την έχει υπηρετήσει επί μακρόν από αμιγώς πολιτικές θέσεις υπουργού ή συμβούλου υπουργών κι ο ίδιος είναι από κάθε άποψη γνήσιο τέκνο του δύστροπου πολιτικού συστήματος που επικρίνει. Ωστόσο, ετούτη η παρέμβασή του ίσως υπερβαίνει τον υπόρρητο πόθο που πολλοί του καταλογίζουν, να αλλάξει το κοστούμι του ανεξάρτητου τεχνοκράτη με αυτό του «υπερκομματικού» υπουργού ή πρωθυπουργού.
Ο Γ. Στουρνάρας περιγράφει ως πολύτιμη παρακαταθήκη των τριών μνημονίων το γεγονός ότι «η τεχνογνωσία και οι ακριβείς προβλέψεις δεν μπορούν να υποκατασταθούν από την πολιτική βούληση». Πράγματι, η πολιτική -και τελικά η λαϊκή- βούληση διασύρθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε το outsourcing της πολιτικής στους τεχνοκράτες του κουαρτέτου και η συγγραφή των νομοσχεδίων, που οι βουλευτές ψηφίζουν χωρίς να έχουν προλάβει να διαβάσουν, από «τεχνογνώστες» εξελίσσεται σε νέα κανονικότητα. Μπορεί μάλιστα βάσιμα να εκτιμήσει κανείς ότι το ιδεώδες του κ. Στουρνάρα για τη συμφιλίωση πολιτικής και τεχνογνωσίας, με το τρίτο Μνημόνιο κυριολεκτικά απογειώνεται: όταν έχεις αυτόματους «κόφτες» και εποπτικά συμβούλια εκποίησης της δημόσιας περιουσίας υπεράνω κοινοβουλευτικού ελέγχου και έγκρισης, όταν η λιτότητα και οι ιδιωτικοποιήσεις γίνεται «υπερκομματική» σταθερά που δεν τίθεται καν στην κρίση των πολιτών, τότε οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις τύπου Μόντι και Παπαδήμου φαίνονται ντεμοντέ και οι υπερκομματικές κυβερνήσεις περιττή και περίπλοκη πολυτέλεια.
Βεβαίως, ακόμη κι ένας ασυμβίβαστος τεχνογνώστης μπορεί να τρώγεται από το σαράκι της πολιτικής και να ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα κληθεί ως Μεσσίας να υπηρετήσει την «επιστημονική αλήθεια» του, διασώζοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα.