Μιλώντας στην εκπομπή «Δύο στις Δώδεκα», με αφορμή την επικείμενη ανακοίνωση της σύνθεσης της Επιτροπής Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, την Πέμπτη και την έναρξη της διαβούλευσης, ο κ. Ματζούφας τόνισε ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι και μια «καλή ευκαιρία» για να επιτευχθούν συναινέσεις, αρχής γενομένης από θέματα στα οποία συμφωνούν οι πολιτικές δυνάμεις.
«Συμφωνώ, κατ’ αρχήν ότι πρέπει να υπάρξει μια αναθεώρηση του Συντάγματος, διότι η αναθεώρηση του Συντάγματος θα πρέπει να σκοπεύει στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους βασικούς θεσμούς του κράτους και στο να ενισχυθεί η αξιοπιστία της πολιτικής» είπε ο κ. Ματζούφας και συνέχισε:
«Το Σύνταγμα είναι ο βασικός εγγυητής της εθνικής ενότητας, είναι και το μόνο, αν θέλετε, φερέγγυο πεδίο, μέσα στο οποίο μπορεί να πραγματοποιηθούν συναινέσεις. Άρα είναι και μια καλή ευκαιρία να μην τσακωνόμαστε για πράγματα στα οποία συμφωνούμε. Και επίσης, σας θυμίζω, ότι εδώ έχουμε κάποια θέματα, στα οποία συμφωνούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Η γνώμη μου είναι να ξεκινήσουμε από αυτά. Κι αφού έχουμε συμφωνία σε αυτά, μετά να προχωρήσουμε σε εκείνα τα σημεία, στα οποία έχουμε διαφωνίες».
Ο κ. Ματζούφας ανέφερε ως τέτοια σημεία σύγκλισης των θέσεων των πολιτικών δυνάμεων, την αναθεώρηση του άρθρου 86 περί της ποινικής ευθύνης υπουργών, την κατάργηση της «αποσβεστικής» προθεσμίας «της δεύτερης συνόδου της Βουλής από την τέλεση του αδικήματος», την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, ώστε η αδυναμία εκλογής του να μην οδηγεί σε βουλευτικές εκλογές, κ.α.
Σημείωσε, επίσης, ότι προσωπική του άποψη, στην οποία επίσης υπάρχει συναίνεση από κόμματα είναι και η ιδέα να γίνει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος «πιο λειτουργική», δηλαδή να ολοκληρώνεται στα όρια μιας βουλευτικής περιόδου, χωρίς να είναι απαραίτητο να μεσολαβούν εκλογές και να χρειάζονται ως και πέντε χρόνια για μια συνταγματική αλλαγή.
Τόνισε ωστόσο, ότι αυτό θα πρέπει να προϋποθέτει «πολύ αυξημένη πλειοψηφία», ώστε να υπάρχουν οι απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες, δηλαδή, να απαιτούνται «τα δύο τρίτα, ή τα τέσσερα πέμπτα των βουλευτών». «Δηλαδή, να μην έχουμε διάλυση της Βουλής, νέες εκλογές και μια δεύτερη αναθεωρητική Βουλή, που δεν ξέρουμε εάν θα ακολουθήσει την πρόταση της πρώτης αναθεωρητικής (Βουλής)» διευκρίνισε ο κ. Ματζούφας.
Εξέφρασε επίσης τη διαφωνία του στην ιδέα να γίνει συνταγματικό δημοψήφισμα, υπό την έννοια ότι στο κείμενο «υπάρχει ένα κομμάτι πολιτικής απόφασης και ένα κομμάτι νομοτεχνικής διατύπωσης, όπου εμπλέκεται κυρίως η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου». Ο κ. Ματζούφας τόνισε, ως προς στο δεύτερο σκέλος, ότι «δεν διευκολύνει» ένα τέτοιο κείμενο να τεθεί στη βούληση του λαού, καθώς δεν είναι δυνατόν τέτοιες διατυπώσεις να απαντηθούν «με ένα ναι, ή με ένα όχι».
Αναφερόμενος στη σύνθεση της Επιτροπής Διαλόγου υποστήριξε ότι θα πρέπει «οπωσδήποτε να αποτελείται και από βουλευτές», σημειώνοντας ότι δε γίνεται να αποκοπεί το Κοινοβούλιο από αυτή τη διαδικασία, η οποία όπως είπε προαναγγέλθηκε το καλοκαίρι, από την κυβέρνηση, ως μια διαδικασία ευρύτερη, με διαβούλευση, με διάφορες επιτροπές στους Δήμους, κ.α.
«Αυτό συνιστά, αν θέλετε, μια πρωτοτυπία. Διότι όπως γνωρίζετε, η αναθεώρηση του Συντάγματος ξεκινά από το Κοινοβούλιο με πρόταση πενήντα βουλευτών. Επομένως, εδώ έχουμε μια διαδικασία διαβουλευτική, η οποία δεν ξεκινά από το Κοινοβούλιο, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά ξεκινάει από διάφορες επιτροπές που θα συσταθούν, κ.τ.λ.» είπε ο κ. Ματζούφας, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, αρκεί στην ολοκλήρωση της διαδικασίας να τηρηθούν οι συνταγματικές προβλέψεις.
«Εγώ, δε συμμερίζομαι την άποψη πολλών που λένε, ότι αυτή είναι μια γελοιοποίηση του Κοινοβουλίου, κλπ. Εφόσον, μοιραία και με βάση το Σύνταγμα, θα καταλήξουμε σε μια πρόταση βουλευτών αυτό δεν είναι κακό. Δεν είναι, δηλαδή, κακό ότι θα γίνει μια ευρύτατη συζήτηση πάνω σε αυτή τη βάση. Αρκεί βέβαια να γίνει σεβαστή η συνταγματική διάταξη του (άρθρου) 110 και αρκεί βέβαια, όταν θα καταλήξουν κάπου, αυτή η πρόταση να ανταμώσει αν θέλετε και με την πρόταση που θα κάνουν οι βουλευτές».
Προέβλεψε, τέλος, ότι θα απαιτηθούν επτά, οκτώ μήνες για να ολοκληρωθεί αυτός ο διάλογος και πρόσθεσε:
«Η διατύπωση των αναθεωρητικών προτάσεων έγινε σε επίπεδο κεφαλαίων, δηλαδή, δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός με νομοτεχνικές διατυπώσεις, με συγκεκριμένη συνοχή και ακρίβεια που να μας δίνουν ακριβώς που θα καταλήξουμε, απλώς διάφοροι άξονες διατυπώθηκαν, επομένως αντιλαμβάνεστε ότι βρισκόμαστε σε ένα πολύ πρώιμο στάδιο για να γνωρίζουμε που θα πάει το πράγμα».