Η κλιμάκωση της ρητορικής αντιπαράθεσης μεταξύ Βερολίνου και Ουάσιγκτον, ελάχιστα 24ωρα μετά την αδιέξοδη σύνοδο των G7 και την τουλάχιστον προβληματική σύνοδο του ΝΑΤΟ, με πρωταγωνιστές μάλιστα τον ίδιο τον Ντόναλντ Τραμπ, που ξαναφέρνει στο προσκήνιο τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα ως στρέβλωση της ευρωατλαντικής σχέσης, και την Άνγκελα Μέρκελ, που ανακαλύπτει την κρυφή γοητεία της ευρωπαϊκής «αυτονομίας», φαίνεται ότι δεν είναι συγκυριακή.
Ακόμη κι αν οι προκλήσεις από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου έχουν έναν χαρακτήρα επικοινωνιακού «αντάρτικου» με χαοτικά στοιχεία, από την πλευρά της γερμανικής ηγεσίας αποκαλύπτουν μια βαθύτερη στρατηγική που αλλάζει τις γεωπολιτικές ισορροπίες και το ειδικό βάρος των ευρωατλαντικών σχέσεων.
Το γεγονός ότι η Μέρκελ, παρά τις αντιδράσεις που προκάλεσε σε Λονδίνο και Ουάσιγκτον, επανέλαβε την ανάγκη «οι Ευρωπαίοι να πάρουν στα χέρια τους τις τύχες τους» αποκαλύπτει ότι η γερμανική ηγεσία είδε στην ευρω-αμερικανική ένταση των τελευταίων ημερών την ευκαιρία να προωθήσει έναν εδώ και καιρό αποφασισμένο σχεδιασμό. Η προσθήκη του επικεφαλής των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς στο μέτωπο κατά Τραμπ, με οξύτατες αναφορές περί καταστροφής των «δυτικών αξιών», ενισχύει την αίσθηση ότι η γερμανική ελίτ είναι συντεταγμένη, ανεξαρτήτως διαφορών, σ’ αυτόν τον σχεδιασμό.
Τρία πεδία «αυτονόμησης»
Τα πεδία στα οποία η γερμανική ηγεσία έχει επιλέξει τα επόμενα βήματα ευρωπαϊκής «χειραφέτησης» έχουν λίγο πολύ προσδιοριστεί: πρώτον, είναι το πεδίο της ασφάλειας και της άμυνας, στο οποίο έχουν ήδη δρομολογηθεί εξελίξεις με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη συγκρότηση αμυντικής ένωσης και αντίστοιχου ταμείου. Δεύτερον, αυτό της εμπορικής πολιτικής στην οποία η Ε.Ε. και κυρίως η ίδια η Γερμανία διεκδικεί τον ρόλο της λοκομοτίβας της παγκοσμιοποίησης μετά την «αποσκίρτιση» των ΗΠΑ υπό την προεδρία Τραμπ.
Και, τρίτον, αυτό της νομισματικής πολιτικής, στο οποίο η ίδια η Μέρκελ έδωσε το σήμα σημαντικής ενίσχυσης της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Μ’ αυτό το τελευταίο πεδίο ευρωπαϊκής – και κυρίως γερμανικής- «χειραφέτησης» διαπλέκεται και ο σχεδιασμός ευρύτερης αναμόρφωσης της Ευρωζώνης, ώστε να ενισχυθεί η δημοσιονομική και οικονομική της διακυβέρνηση με έναν μοτίβο αρκετά διαφορετικό απ’ αυτό που προβάλλουν η Κομισιόν ή νέα γαλλική ηγεσία, μερικές λεπτομέρειες του οποίου παρουσιάζονται σήμερα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως μια «Λευκή Βίβλος» ειδικά για την Ευρωζώνη, σε συνέχεια της «Λευκής Βίβλου» για την Ε.Ε.. Κεντρικό στοιχείο του γερμανικού σχεδιασμού, που δεν ενστερνίζεται καθόλου τις γαλλικές ιδέες για υπουργείο Οικονομικών και για αμοιβαιοποίηση μέρους του χρέους της Ευρωζώνης, αποτελεί η μετεξέλιξη του ESM σε ένα «ανεξάρτητο» Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, με πλήρεις εξουσίες δημοσιονομικής επιτήρησης των κρατών, που ήδη από τις αρχές του έτους προπαγανδίζει με κάθε ευκαιρία ο Β. Σόιμπλε. Βασικό στοιχείο αυτού του σχεδίου είναι και η «χειραφέτηση» από το ΔΝΤ , του οποίου οι καλοδεχούμενες μέχρι σήμερα από τη γερμανική ηγεσία υπηρεσίες τώρα καθίστανται προβληματικές και λόγω της ισχυρής και απρόβλεπτης αμερικανικής επιρροής στο Ταμείο.
Η κλιμάκωση με το ΔΝΤ…
Η ένταση στις σχέσεις Βερολίνου – ΔΝΤ στη διαχείριση του ελληνικού χρέους, όπως εκδηλώθηκαν και στην τελευταία αδιέξοδη συνεδρίαση του Eurogroup πρέπει να «διαβαστεί» και υπό αυτό το πρίσμα. Μάλιστα, ενόψει της επόμενης συνεδρίασης του Eurogroup στις 15 Ιουνίου η ένταση αυτή δεν αποκλείεται να κλιμακωθεί ως αντανάκλαση της παράλληλης έντασης στις αμερικανο-γερμανικές σχέσεις και να οδηγήσει ένα βήμα παρακάτω τη πρόταση – γέφυρα του Β. Σόιμπλε για ετεροχρονισμό του δανεισμού από το ΔΝΤ προς την Ελλάδα στο τέλος του τρίτου Μνημονίου, όταν οι Ευρωπαίοι δανειστές θα είναι σε θέση να εξειδικεύσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Δηλαδή, να ανοίξει παράθυρο στην πλήρη απεμπλοκή του ΔΝΤ μια ώρα αρχύτερα, δίνοντας το έναυσμα για επίσπευση του σχεδίου μετεξέλιξης του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο.
…Και το αντιστάθμισμα της ΕΚΤ
Προφανέστατα ενδεχόμενη εκκίνησης της υλοποίησης της γερμανικής στρατηγικής θα περιπλέξει τα πράγματα με τις μείζονες εκκρεμότητες της αξιολόγησης ενόψει του Eurogroup της 15/6. Αν ο Β. Σόιμπλε θελήσει να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα στην αναμέτρηση με το ΔΝΤ αποκλείεται να προκύψει η οποιαδήποτε «καλή λύση» που προσδοκά η κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά ισχύει πράγματι η εκτίμηση του Ε. Τσακαλώτου ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν θέλει μια ελληνική χρεοκοπία τώρα- γιατί υπήρξαν πολλές στιγμές στο παρελθόν που και την ήθελε και την επιδίωξε -.
Άρα, ακόμη κι αν η γερμανική ηγεσία βλέπει στην παρούσα συγκυρία την ευκαιρία «απογαλακτισμού» από το ΔΝΤ, θα πρέπει να αντισταθμίσει τις παρενέργειές της με συγκεκριμένα «αντίμετρα» που αφενός εξασφαλίζουν τη δόση των 7 δισ. και την αποπληρωμή αντίστοιχου ποσού ομολόγων που λήγουν τον Ιούλιο, αφετέρου θα δίνουν μια απάντηση στον γρίφο της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, έστω και κραυγαλέα «δημιουργική». Κι αυτή η απάντηση πρέπει να ικανοποιεί την ΕΚΤ και να της δίνει τα προσχήματα για να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι το ελάχιστο που υποχρεούται να κάνει η γερμανική ηγεσία για να απαντήσει στις αμερικανικές πιέσεις με μια εικόνα συνοχής και ενότητας της Ευρωζώνης. Έστω κι αν αυτό απαιτεί συναίνεση με τον άσπονδο φίλο της, την ηγεσία της ΕΚΤ.