H διάταξη προβλεπόταν να ισχύσει αναδρομικά για μεταβίβαση συγκεκριμένου ακινήτου σε συγκεκριμένη επιχείρηση, η οποία έλαβε χώρα πριν το 2014! Είχε δε καταγγελθεί από κόμματα της αντιπολίτευσης ως "φωτογραφική" και είχε χαρακτηριστεί ως "νομοτεχνικώς αδόκιμη" από την επιστημονική υπηρεσία της Βουλής!
Το άρθρο 16, το οποίο απεσύρθη, προέβλεπε ειδικότερα τα εξής:
«Άρθρο 16
Τροποποίηση του άρθρου 13 του ν. 2238/1994
1. Στο τέλος της περίπτ. (α) της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2238/1994 (Α' 151), όπως αυτό ίσχυε, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η πώληση ή η μίσθωση ακινήτου, στο οποίο λειτουργούσε επιχείρηση, μετά του τυχόν υφιστάμενου εξοπλισμού, σε άλλη επιχείρηση, δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης για την επιβολή φόρου υπεραξίας.»
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνουν εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες έχει ήδη επιβληθεί φόρος υπεραξίας κατά το άρθρο 13 του ν. 2238/1994.»
Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρονταν τα εξής: «Με τις προτεινόμενες διατάξεις απαλλάσσεται από τον φόρο υπεραξίας του άρθρου 13 του ν.2238/1994 η πώληση ή η μίσθωση ακινήτου, στο οποίο λειτουργούσε επιχείρηση, μετά του τυχόν υφισταμένου εξοπλισμού, σε άλλη επιχείρηση, καθόσον δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης.»
Επί της "φωτογραφικής" αυτής διάταξης, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής είχε διατυπώσει την ακόλουθη γνώμη:
"Η ρύθμιση είναι νομοτεχνικώς αδόκιμη, δεδομένου ότι η τροποποιούμενη διάταξη, όπως και όλος ο ν. 2238/1994, έχει καταργηθεί, από 1.1.2014, δυνάμει του άρθρου 26 παρ. 11 του ν. 4223/2013. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν προτιμότερο να μην εισαχθεί η επιδιωκόμενη ρύθμιση ως τροποποίηση καταργηθέντος νόμου, αλλά αυτοτελώς, ως ερμηνευτική διάταξη, περίπτωση, πάντως, κατά την οποία, συμφώνως προς το άρθρο 77 του Συντάγματος, θα πρέπει, ως προς το ρυθμιζόμενο ζήτημα, να υφίσταται ασάφεια ή αμφιβολία, η οποία να δημιουργεί αβεβαιότητα που χρήζει αυθεντικής ερμηνείας. Σε διαφορετική περίπτωση, η ρύθμιση δεν ισχύει αναδρομικώς [ενδεικτικώς, ΣτΕ 894/1979 (Ολομ.), 489/1986, 64/1990, 1283/1990, 62/1991, 1161/1992, 1026/1996, 324/2003, 2011/2006, 2995/2009, 907/2012].
Επισημαίνεται, πάντως, ότι, όπως γίνεται γενικώς δεκτό (ΣτΕ 3672/1984, 2001/1976, βλ. και Κ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, 2014, σελ. 164-165 και Θ. Φορτσάκη - Κ. Σαββαΐδου, Φορολογικό Δίκαιο, 2013, σελ. 89-90), ο κανόνας της μη αναδρομικότητας των φορολογικών νόμων (άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος) δεν κωλύει την αναδρομική ισχύ διατάξεων που θεσπίζουν φορολογικές απαλλαγές ή μειώσεις. Συναφώς, σημειώνεται και το ότι με τη ΣτΕ 169/1990 έχει γίνει δεκτό ότι «σε περίπτωση χορηγήσεως αναδρομικώς φορολογικής απαλλαγής, η οποία, κατά την έννοια της απαλλακτικής διατάξεως, περιλαμβάνει και τους φόρους που έχουν ήδη καταβληθεί, η παραγραφή της αξιώσεως για την απόδοση των καταβληθέντων φόρων αρχίζει, εκτός αν ορίζεται άλλως στο νόμο, από το τέλος του έτους εντός του οποίου άρχισε να ισχύει η απαλλακτική διάταξη. Η ρύθμιση δε αυτή ισχύει είτε η καταβολή του φόρου έγινε βάσει δηλώσεως του φορολογουμένου ή του υποχρέου σε παρακράτηση, είτε βάσει καταλογιστικής πράξεως της αρμόδιας αρχής».
Περαιτέρω, παρατηρείται ότι, επειδή η μεταβατική διάταξη δεν προσδιορίζει ποιες είναι οι «εκκρεμείς υποθέσεις» που καταλαμβάνει, δεν είναι σαφές εάν περιορίζεται σε υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Φορολογικής Διοίκησης ή αφορά και υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των Δικαστηρίων.
Συναφώς, παρατηρείται ότι, ούτε από την, κατ’ άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγματος, έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αλλά ούτε και από την έκθεση αξιολόγησης συνεπειών της ρύθμισης, μπορεί να συναχθεί το εύρος της εφαρμογής της, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζονται, ούτε κατά προσέγγιση, τα οικονομικά της αποτελέσματα στον κρατικό προϋπολογισμό. Στο πλαίσιο αυτό, και λόγω της, κατ’ ανάγκη, στενής ερμηνείας εξαιρετικών διατάξεων, όπως η προτεινόμενη (πρβλ. ΣτΕ 3053/1977, 3660/1977), πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως είναι διατυπωμένη, η μεταβατική αυτή ρύθμιση δεν καταλαμβάνει υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των Δικαστηρίων. Επισημαίνεται, εξ άλλου, ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις αναδρομικών φορολογικών ρυθμίσεων, εφόσον ο νομοθέτης απέβλεψε στην εφαρμογή τους και επί εκκρεμών υποθέσεων ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων ή και του ΣτΕ, προέβλεψε τούτο ρητώς (βλ., ενδεικτικώς, άρθρο 41 του ν. 4465/2017, άρθρο 7 του ν. 4337/2015, άρθρο 72 παρ. 32-34 του ν. 4174/2013, άρθρο 45 του ν. 3763/2009, άρθρο 35 του ν. 3522/2006, άρθρο 40 παρ. 3-4 του ν. 3220/2004)."