Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές το κυριότερο σημείο της σημερινής απόφασης είναι η - για πρώτη φορά - σαφής δέσμευση του Eurogroup ότι θα υποστηριχθεί η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές και η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος, με τη δημιουργία, μάλιστα, ενός σημαντικού αποθέματος ρευστότητας για να στηριχθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές.
Όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές έγινε δεκτή η Γαλλική πρόταση για ρήτρα ανάπτυξης που αποτελούσε πάγια διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης από το 2015. Η γαλλική πρόταση ουσιαστικά, όπως τονίζουν, γεφυρώνει τις διαφορετικές εκτιμήσεις ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών και άρα διασφαλίζει έναντι των αγορών τη βιωσιμότητα του χρέους, αφού το Eurogroup δεσμεύεται ότι τα μέτρα για την απομείωση του χρέους, θα μεταβάλλονται ανάλογα με τη μεταβολή των ρυθμών ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, αυτό μετατρέπει τους ευρωπαίους εταίρους, σε συμμάχους στο στόχο της ανάπτυξης, αφού όσο περισσότερο μεγεθύνεται η ελληνική οικονομία, τόσο λιγότερο θα χρειαστεί να απομειώσουν το χρέος.
Επίσης όπως αναφέρουν, άποφασίστηκε περίοδος χάριτος και επέκταση της ωρίμανσης μέχρι 15 χρόνια σίγουρα, και ενδεχομένως για περισσότερο διάστημα, αν δεν επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. «Αυτό διασφαλίζεται από την υιοθέτηση της ρήτρας ανάπτυξης.» τονίζουν οι κυβερνητικές πηγές χαρακτηριστικά.
Όπως προβλέπει η συμφωνία καθορίστηκαν τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% από το 2023 και κατά μέσο όρο περίπου στο 2% ως το 2060. Επομένως, σχολιάζουν οι κυβερνητικές πηγές στον απόηχο της συμφωνίας ότι, προβλέπεται η σταδιακή μείωση των πλεονασμάτων και κάτω από το 2%. «Αυτή είναι μία πολύ σημαντική δέσμευση, καθώς προσδιορίζει το ύψος της απαιτούμενης απομείωσης χρέους, η οποία πλέον μπορεί να υπολογισθεί από αγορές και θεσμούς.» και συμπληρώνουν ότι με αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που θα βρίσκεται σε θετική εξαίρεση από το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς με βάση αυτό θα υποχρεούνταν να έχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,6% στο μακροπρόθεσμο διάστημα και όχι 2% όπως τελικά συμφωνήθηκε.
Επίσης τονίζουν ότι με την ύπαρξη δέσμευσης για ένα φιλόδοξο πακέτο αναπτυξιακών δράσεων από ευρωπαϊκά κονδύλια, θα δώσει προοπτική υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία στο μεσοπρόθεσμο διάστημα (2018-2022) ενώ έγινε αποδοχή απο το Eurogroup και του πάγιου - όπως το χαρακτηρίζουν - αιτήματος της κυβέρνησης για ίδρυση Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Τέλος σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, υπήρξε θετική εκτίμηση του ΔΝΤ σε σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους σε αντίθεση με την εκτίμηση της 22ας Μαΐου, όπου το ΔΝΤ θεωρούσε ότι το ελληνικό χρέος δεν βρίσκεται σε τροχιά βιωσιμότητας και αποφασίστηκε η δόση να είναι μεγαλύτερη από τις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου αφού δίνει την δυνατότητα για πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους περίπου 1,6 δις.