Η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν, οι δηλώσεις των δύο ηγετών μετά την συνάντηση που είχαν στο Μέγαρο Μαξίμου, η Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας και οι 15 συμφωνίες που υπογράφησαν στο πλαίσιο του 5ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας, κατέδειξαν την αμοιβαία βούληση των δύο χωρών να δουν το μισογεμάτο μέρος του ποτηριού, όπως ειπώθηκε από τον Τούρκο Πρόεδρο κατά την συνομιλία που είχε με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Παράλληλα όμως αποτυπώθηκε με συγκεκριμένο τρόπο και ο οδικός χάρτης της επόμενης ημέρας, ο οποίος περιλαμβάνει νέες επαφές σε όλα τα επίπεδα, με ορόσημο μία επόμενη συνάντηση των δύο ηγετών, στην Τουρκία.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός γνωστοποίησε την πρόθεσή του να επισκεφθεί την Άγκυρα την άνοιξη του 2024, πριν οι δύο ηγέτες συναντηθούν εκ νέου, τον Ιούλιο του 2024, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με πληροφορίες της επίσκεψης του ΄Έλληνα πρωθυπουργού θα προηγηθεί επίσκεψη στην Αθήνα του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν.
Στην πορεία προς τις νέες συναντήσεις κορυφής αναμένεται να πραγματοποιηθούν νέες επαφές των δύο αντιπροσωπειών με στόχο την διεύρυνση της θετικής ατζέντας, την επέκταση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, αλλά και την εντατικοποίηση της οικονομικής συνεργασίας.
Σε ότι αφορά την τελευταία, ο «ρεαλιστικός» στόχος που τέθηκε από τους δύο ηγέτες είναι να αυξηθούν οι εμπορικές συναλλαγές από τα 5,5 δις, σε 10 δις ευρώ μέσα στην επόμενη πενταετία.
Όσον αφορά τον πολιτικό διάλογο, ο οποίος αφορά και στα ζητήματα που καταγράφονται οι διαφορετικές θέσεις των δύο χωρών και η πρώτη συνάντηση έγινε τον Οκτώβριο, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο προσανατολισμός που υπάρχει είναι να επαναληφθεί τον προσεχή Φεβρουάριο ή στις αρχές Μαρτίου.
Στις δηλώσεις του ο Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμισε εκ νέου ότι «η επόμενη φάση του πολιτικού διαλόγου, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, μπορεί να είναι η προσέγγιση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο». Ξεκαθάρισε όμως και από την δική του πλευρά πως για την Ελλάδα αυτή είναι «η μόνη διαφορά που θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας, με πυξίδα πάντοτε το Διεθνές Δίκαιο και ειδικά το Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί τον πιο ασφαλή πλοηγό στη διευθέτηση των διεθνών διαφορών.
Παρά το θετικό κλίμα που επικράτησε στις δηλώσεις των δύο ηγετών, υπήρξαν και διαφορετικές προσεγγίσεις, με τον Έλληνα πρωθυπουργό να μην αφήνει αναπάντητη την διπλή αναφορά του κ. Ερντογάν σε «τουρκική μειονότητα» στην Θράκη.
Ο κ. Μητσοτάκης πήρε τον λόγο μετά την δήλωση του Τούρκου Προέδρου και αφού επισήμανε πως η Θράκη αποτελεί ένα παράδειγμα αρμονικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων, πρόσθεσε: «Ο προσδιορισμός της ιδιότητας της μειονότητας ως μουσουλμανικής καθορίζεται από την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάνης. Χρέος δικό μας είναι αυτό το κλίμα της αρμονικής συνύπαρξης να το διασφαλίσουμε και να το ενισχύσουμε.Και θέλω να σας διαβεβαιώσω, και να διαβεβαιώσω βέβαια όλους τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας, ότι προς αυτή την κατεύθυνση η ελληνική κυβέρνηση θα εξακολουθεί να δουλεύει νυχθημερόν».
Ενδεικτικό του κλίματος είναι το γεγονός ότι ο κ. Ερντογάν δεν θέλησε να σχολιάσει και οι κοινές δηλώσεις ολοκληρώθηκαν με τον Τούρκο Πρόεδρο να χειροκροτεί επιδοκιμάζοντας προφανώς την τελευταία αναφορά του κ. Μητσοτάκη.
Ο πρωθυπουργός γνωστοποίησε επίσης ότι η Ελλάδα ζήτησε και εξασφάλισε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα Τούρκων πολιτών και των οικογενειών τους να επισκέπτονται όλο τον χρόνο, για επτά μέρες, δέκα ελληνικά νησιά, που είτε διαθέτουν προσφυγικές δομές είτε έχουν άμεσες πορθμειακές συνδέσεις με την Τουρκία.
Έκανε λόγο μάλιστα για "πρωτοβουλία με ισχυρό μήνυμα, που δηλώνει και μια μεγάλη αλήθεια: ότι τα ελληνικά νησιά αποτελούν γέφυρα επικοινωνίας και φιλίας μεταξύ των δύο λαών".
Στο Κείμενο της Κοινής Διακήρυξης των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας οι δύο χώρες αποτύπωσαν την βούλησή τους να "απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους".
Στο Κείμενο αναφέρεται πως οι δύο χώρες συμφωνούν «να συμμετέχουν σε συνεχείς εποικοδομητικές και ουσιαστικές διαβουλεύσεις» με βάση τους πυλώνες του πολιτικού διαλόγου, της θετικής ατζέντας και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.
Τονίζεται επίσης ότι έχουν αποφασίσει «να καλλιεργούν φιλικές σχέσεις, αμοιβαίο σεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη και κατανόηση και να επιλύουν κάθε διαφορά μεταξύ τους με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο», ενώ αναδεικνύουν και την σημασία των «αποτελεσματικών διαύλων και μηχανισμών επικοινωνίας σε κάθε επίπεδο για την επιτυχή διαχείριση των διμερών τους σχέσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποφυγή συγκρουσιακών καταστάσεων και δυνητικής κλιμάκωσης"
Στο ίδιο το Κείμενο επισημαίνεται βέβαια ότι «αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το Διεθνές Δίκαιο» και ότι «καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη». Η υπογραφή ωστόσο αυτού του Κειμένου συνιστά από μόνη της ισχυρή ένδειξη της βούλησης των δύο χώρων για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, παρά τις διαφωνίες που υπάρχουν και κάποιες από αυτές, όπως και στο Κυπριακό, αναδείχθηκαν σε ήπιους τόνους από τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου.
Η βούληση αυτή αποτυπώθηκε άλλωστε και στην φράση του κ. Ερντογάν ότι είμαστε αδέλφια, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα τόσο μεγάλο που δεν μπορεί να επιλυθεί και ότι Ελλάδα και Τουρκία θέλουν το Αιγαίο μία θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας και θέλουν να γίνουν παράδειγμα σε όλο τον κόσμο με τα κοινά τους βήματα.
Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν μεταξύ άλλων σχετικά με την Κοινή Διακήρυξη, ότι είναι μία δήλωση προθέσεων στην οποία και η Τουρκία δεσμεύεται για τους στόχους του Χάρτη του ΟΗΕ και τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και της φιλικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών.
Ο πρωθυπουργός έδωσε όμως και μία ιστορική διάσταση σημειώνοντας ότι τον Οκτώβριο του 1930 υπογράφηκε στην Άγκυρα το Σύμφωνο Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας μεταξύ των δύο χωρών και αφού υπενθύμισε τις δηλώσεις, τότε, του Ισμέτ Ινονού και του Ελευθερίου Βενιζέλου υπέρ της προσέγγισης των δύο χωρών, σχολίασε ότι «δυστυχώς γεγονότα και ιστορικά πάθη εμπόδισαν τη θέληση των δύο ηγετών από το να γίνει αυτό πραγματικότητα, η παρακαταθήκη τους, όμως, παραμένει ενεργή και σήμερα».
«Παραμένει, θα έλεγα, πιο επίκαιρη παρά ποτέ λόγω των κοινών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε, ώστε σήμερα, 100 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, συνάπτεται Διακήρυξη περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας», πρόσθεσε ο Έλληνας πρωθυπουργός.