Το ενδεχόμενο το Βρετανικό Μουσείο να καταλήξει σε συμφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, επανέλαβε σε συνέντευξή του στο podcast «political currency», ο Τζορτζ Όσμπορν, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου. Διευκρινίζοντας, ότι θα μπορούσε να είναι «μια συμφωνία που θα μας επιτρέπει να μοιραζόμαστε την έκθεση των Μαρμάρων, των σπουδαίων Γλυπτών που κάλυπταν περιμετρικά την Ακρόπολη στην αρχαία Ελλάδα, αλλά όχι με τρόπο που αμφισβητεί τις θεμελιώδεις αξιώσεις του καθενός».
Απαντώντας δε σε σχετική ερώτηση, για την απόφαση του πρωθυπουργού Σούνακ να μην συναντήσει τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στο Λονδίνο, ανέφερε ότι «ακόμα και αν η βρετανική κυβέρνηση δεν μιλά στον Έλληνα πρωθυπουργό, μιλά το Βρετανικό Μουσείο».
Αποκαλυπτικό είναι το σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας «Η Καθημερινή», για τις επιστολές που αντάλλαξαν οι πρώην πρωθυπουργοί Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας και Ελλάδας, Κώστας Σημίτης και Τόνι Μπλερ, το 2002, για το θέμα της επιστροφής των Μαρμάρων στην Ελλάδα. Οι απόρρητοι φάκελοι που περιέχουν τις επιστολές, αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα από την Βρετανική κυβέρνηση.
«Η πρότασή μας για την επιστροφή συνιστά πρόταση για μια κοινή καινοτομία στην πολιτιστική πολιτική, από την οποία θα επωφεληθούν τόσο η Βρετανία όσο και η Ελλάδα. Προτείνεται η επιστροφή των Μαρμάρων να πραγματοποιηθεί με τη μορφή μακροχρόνιου δανεισμού από το Βρετανικό Μουσείο στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, παρακάμπτοντας το ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων», σημείωνε ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, στον ομόλογό του, Τόνι Μπλερ, σύμφωνα με το δημοσίευμα.
Στην επιστολή, σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας που υπογράφει ο Βύρωνας Καρύδης, «o Έλληνας πρωθυπουργός υπογράμμιζε στον Βρετανό ομόλογό του ότι στο πλαίσιο ενός κοινού ελληνοβρετανικού σχεδίου, η Ελλάδα θα αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει νέες και σημαντικές περιοδικές εκθέσεις ελληνικών αρχαιοτήτων στο Βρετανικό Μουσείο, συμπεριλαμβανομένων εκθεμάτων που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ εκτός Ελλάδας και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είχαν ακόμη παρουσιαστεί εντός της ίδιας της χώρας».
Στην επιστολή – απάντηση προς τον Σημίτη, ο Βρετανός πρωθυπουργός, επικροτούσε το γεγονός ότι το θέμα είχε συζητηθεί σε επίπεδο υπουργών Πολιτισμών αλλά και σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων των δύο μουσείων, του Βρετανικού και της Ακρόπολης. Για την όποια απόφαση παρέπεμπε στο Βρετανικό Μουσείο. «Ξεκαθάρισε [η υπουργός Πολιτισμού Τέσα Τζάουελ] ότι το θέμα του δανεισμού των Γλυπτών αφορά τους διαχειριστές του Μουσείου. Αυτό δεν είναι ένα από τα θέματα για τα οποία η βρετανική κυβέρνηση θα επιδιώξει να παρέμβει. Ωστόσο, είμαι πολύ πρόθυμος να δω τη συνεχή επαφή σε πολιτιστικά θέματα μεταξύ των αρμόδιων αξιωματούχων των δύο υπουργείων Πολιτισμού, της Ελλάδας και της Βρετανίας».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα «το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε συζητηθεί για πρώτη φορά μεταξύ των δύο πρωθυπουργών το 2001. Τότε είχε γίνει προσπάθεια να ξεπεραστεί το σταθερό «αγκάθι» στις συνομιλίες των δύο πλευρών, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, από τον υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο. Ένα χρόνο αργότερα, το 2002, η χώρα μας εξακολουθούσε να κρατάει –και ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004) που θεωρούνταν σοβαρός μοχλός πίεσης και μεγάλη ευκαιρία για μια υψηλού συμβολισμού κίνηση εκ μέρους της Βρετανίας– το θέμα ψηλά. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος συναντήθηκε με τον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, ο οποίος αντιτασσόταν σε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών».
Σύμφωνα επίσης με το δημοσίευμα της «Καθημερινής», ένα χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ του Βρετανικού Μουσείου σε δημοσίευμα της κυριακάτικης έκδοσης των «Times» - οι οποίοι εκείνη την περίοδο φιλοξενούσαν σταθερά αρθρογραφία κατά της επιστροφής των Γλυπτών - ανέφερε ότι πλέον «η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία», με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να αντεπιτίθεται υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του μουσείου επί των Γλυπτών και ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεσή τους στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο».