Ωστόσο, η εκτεταμένη συμφωνία για τον «ταξικό» χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής που ασκεί η ΝΔ και για την ανάλογη απάντηση που θα πρέπει να δώσουν οι προοδευτικές δυνάμεις, δεν αναίρεσε τους επιμέρους χρωματισμούς και διαφωνίες που κατέθεσαν οι τρεις ομιλητές, οι οποίες αντικατοπτρίζουν, εξάλλου, τις διακριτές ιδεολογικές αφετηρίες των κομμάτων από τα οποία προέρχονται
Συμφωνία για βασικές αρχές και πολιτικό πλαίσιο
Το περιεχόμενο της συζήτησης, εκτός από την ποιότητα της και το ενδιαφέρον που δημιούργησε στο κοινό, ήταν αξιοσημείωτο ως προς τα βασικά σημεία συμφωνίας των τριών ομιλητών:
- Υπάρχει ανάγκη να εκπροσωπηθεί πολιτικά η πλειοψηφία της κοινωνίας που πλήττεται από την πολιτική της κυβέρνησης, η οποία έχει στο επίκεντρο της την αναδιανομή υπέρ των επιχειρηματικών ελίτ.
- Αντίπαλος του προοδευτικού χώρου δεν είναι ο Μητσοτάκης, αλλά ένα σύστημα εξουσίας και συμφερόντων που συσπειρώνεται γύρω του.
- Η απάντηση του προοδευτικού χώρου δεν είναι ζήτημα εύρεσης κάποιου λαμπερού προσώπου ή μεσσία.
- Η ευρύτερη Αριστερά-Κεντροαριστερά πρέπει να βάλει επιθετικά διεκδικητική ατζέντα υπέρ των στρωμάτων που θέλει να εκπροσωπήσει, αλλά και να υπερασπιστεί τις ιστορικές της καταβολές και να δώσει ιδεολογικές μάχες.
- Η ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου περνά από την κοινωνία και από τις μετωπικές μάχες που θα δοθούν το επόμενο διάστημα σε τοπικό επίπεδο, σε κινήματα, σε μαζικούς χώρους, αλλά και στη βουλή.
- Ο προοδευτικός χώρος πρέπει να έχει συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη αντιπρόταση σε επιμέρους ζητήματα αλλά και συνολικά για την κοινωνία.
- Τα τρία κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά) οφείλουν να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους και οι προσωπικές στρατηγικές δεν διευκολύνουν τον διάλογο.
Η «αντιπαράθεση» Αχτσιόγλου-Χριστοδουλάκη
Από εκεί και πέρα, ωστόσο, εκφράστηκαν και ορισμένες «μπηχτές», ιδίως για τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί για τον μεσαίο χώρο και τη μεσαία τάξη, οι οποίες είναι ενδεικτικές των δυσκολιών που θα υπάρξουν στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, η Έφη Αχτσιόγλου υπογράμμισε τη σημασία να διατυπώνονται «σαφείς διαχωριστικές γραμμές και σαφείς πολιτικές και ταξικές επιλογές», καλώντας ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ σε πιο αντιπαραθετική και όχι τόσο συναινετική στάση έναντι της κυβέρνησης σε μια σειρά από ζητήματα, όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, την επιστολική ψήφο, τους εξοπλισμούς και την αντιμεταναστευτική υστερία.
Μάλιστα, επέκρινε τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και το σημερινό ΠΑΣΟΚ ότι «οδηγούνται συχνά σε τέτοιες συντηρητικές μετατοπίσεις έχοντας τη φαντασίωση ότι τη λύση θα δώσει ο μεσαίος χώρος», προειδοποιώντας ότι «ο πολιτικός χρόνος δεν υπακούει στη λογική του ώριμου φρούτου, αλλά ειδικά αυτή τη στιγμή κάθε παράταση της στασιμότητας οδηγεί στο σάπισμα». Σε αυτές τις αναφορές, ουσιαστικά απάντησε ο Μανώλης Χριστοδουλάκης, επισημαίνοντας μια σειρά από προϋποθέσεις για την επιτυχία του του προοδευτικού χώρου: «Να μπορεί να λέει καθαρά ότι το 2009 τη χώρα την χρεοκόπησε η ΝΔ και ο Καραμανλής (…) Να έχει κυβερνητική προοπτική. (…) Να μπορεί να είναι αξιόπιστος. (…) Να μπορεί να συνθέτει κοινωνικές δυνάμεις και πολιτικές αντιλήψεις από τη σύγχρονη Αριστερά έως το Προοδευτικό Κέντρο».
Στο τελευταίο ζήτημα, μάλιστα, επέμεινε μετ’ επιτάσεως υπογραμμίζοντας: «Να μην χαρίσει το Κέντρο και την αξιοπρέπεια της μεσαίας τάξης στη ΝΔ».
Το «Μέτωπο Δημοκρατίας» του Τεμπονέρα
Από τη δική του πλευρά, ο Διονύσης Τεμπονέρας, στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη δημιουργίας ενός «Μετώπου Δημοκρατίας», τονίζοντας τη σημασία να αποτελέσει η κοινωνία τη βάση της δημιουργίας αυτού του μετώπου των προοδευτικών δυνάμεων. Παράλληλα, επέμεινε στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων απέναντι στη δεξιά κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι αυτή την εντολή έχει, άλλωστε, πάρει από τη βάση του κόμματος ο Στέφανος Κασσελάκης, αλλά και στο να αποφευχθεί ο στείρος κομματικός ανταγωνισμός μεταξύ των τριών κομμάτων, ενώ επανέλαβε τη διαφωνία του για την αποχώρηση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που στη συνέχεια συγκρότησαν τη Νέα Αριστερά. Τέλος, φανερή ήταν η προσοχή και η επιμονή των Διονύση Τεμπονέρα και Μανώλη Χριστοδουλάκη στο να ξεκαθαρίσουν ότι η παρουσία τους στην εκδήλωση δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις ηγεσίες των κομμάτων τους.