Σύμφωνα με τον νέο κανονισμό της κυβέρνησης Μπάιντεν, που κυκλοφόρησε στις 25 Αυγούστου, οι αμερικανικοί ερευνητικοί οργανισμοί όπως το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (NSF) και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις πολιτικές τους για τη δημόσια πρόσβαση στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, το συντομότερο δυνατό και το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2025. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δημοσιοποιούν τις εργασίες του ερευνητικού τους προσωπικού άμεσα χωρίς το εμπάργκο των 12 μηνών που ισχύει από το 2013.
Στο σχετικό υπόμνημά του το Γραφείο του Λευκού Οίκου για την Πολιτική Επιστήμης και Τεχνολογίας (OSTP), υποστηρίζει ότι το εμπάργκο περιορίζει την άμεση πρόσβαση σε ερευνητικά αποτελέσματα που υποστηρίζονται από χρήματα Αμερικανών φορολογουμένων, καθιστώντας προνομιούχους μόνο όσες και όσους μπορούν να πληρώσουν ή έχουν πρόσβαση σε αυτά μέσω βιβλιοθηκών ή άλλων ιδρυμάτων, εμποδίζοντας ακόμη την πρόσβαση επιστημόνων και των ακαδημαϊκών τους ιδρυμάτων και σε δικά τους ευρήματα.
Η επικεφαλής του OSTP Αλόντρα Νέλσον σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «τα οικονομικά μέσα και η προνομιακή πρόσβαση δεν πρέπει ποτέ να είναι οι προϋποθέσεις για την αξιοποίηση από το αμερικανικό κοινό των πλεονεκτημάτων της έρευνας που χρηματοδοτείται από την ομοσπονδία. Μια ομοσπονδιακή πολιτική δημόσιας πρόσβασης που συνάδει με τις αξίες μας για ίσες ευκαιρίες πρέπει να επιτρέπει την ευρεία και ταχεία κοινή χρήση της χρηματοδοτούμενης έρευνας και να παρέχει τη δυνατότητα σε όλους τους Αμερικανούς να επωφελούνται από τις αποδόσεις των επενδύσεών μας σε έρευνα και ανάπτυξη χωρίς καθυστέρηση».
Αυτή είναι μια δύσκολη μάχη, καθώς οι επιστημονικές δημοσιεύσεις με κριτές έχουν διατηρήσει ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητές και το ευρύ κοινό σε «ομηρία», με γνώμονα το κέρδος για δεκαετίες. Οι ερευνητές δεν λαμβάνουν χρήματα για δημοσίευση (προφανώς, για να προστατεύσουν την ακεραιότητα της επιστημονικής διαδικασίας), αλλά συχνά πρέπει να πληρώσουν για να δημοσιεύσουν τα άρθρα τους μετά την αποδοχή τους από το περιοδικό, εάν θέλουν να προχωρήσουν στην καριέρα τους. Εν τω μεταξύ, οι επιστημονικές εκδόσεις χρεώνουν το πανεπιστήμιο και τα άλλα συστήματα βιβλιοθηκών με συνδρομή για την πρόσβαση στο υλικό τους, κάτι που αποκλείει τους μέσους πολίτες από τους καρπούς της έρευνας που πληρώνουν με τους φόρους τους.
Μια παρόμοια οδηγία είχε κυκλοφορήσει και επί Τραμπ στα τέλη του 2019 , αλλά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των εκδοτών επιστημονικών περιοδικών, είχαν εναντιωθεί δημόσια. Η νέα οδηγία Μπάιντεν απαιτεί επίσης από τους ερευνητικούς οργανισμούς καθιέρωση διαφανών διαδικασιών που διασφαλίζουν τη διατήρηση της επιστημονικής και ερευνητικής ακεραιότητας στις πολιτικές πρόσβασης του κοινού.
Τα NIH και NSF καλωσορίζουν την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου. «Είμαστε ενθουσιασμένοι να προχωρήσουμε σε αυτή τη σημαντική προσπάθεια για να κάνουμε τα ερευνητικά αποτελέσματα πιο προσιτά και ανυπομονούμε να συνεργαστούμε με το Γραφείο του Λευκού Οίκου για την Πολιτική Επιστήμης και Τεχνολογίας », δήλωσε ο αναπληρωτής διευθυντής του NIH, Lawrence Tabak.
Εκπρόσωπος του NSF δήλωσε με τη σειρά του ότι η ανοικτή πρόσβαση σε έρευνα και στα δεδομένα της που χρηματοδοτούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση «θα προωθήσει την καινοτομία και θα συμβάλει στην ενίσχυση της ισότητας». Το NSF σκοπεύει να εναρμονίσει την πολιτική πρόσβασης με την οδηγία έως τα τέλη Φεβρουαρίου 2023 και να την εφαρμόσει πλήρως έως τον Δεκέμβριο του 2024.
Πανεπιστήμια και βιβλιοθήκες στις ΗΠΑ εκφράζουν επίσης ενθουσιασμό για το σχέδιο. Για παράδειγμα, η Ένωση Ερευνητικών Βιβλιοθηκών (ARL) – ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός στις ΗΠΑ και τον Καναδά – χαιρέτισε την ανακοίνωση, αποκαλώντας την «ιστορική στιγμή για την επικοινωνία της επιστήμης» .
Εν τω μεταξύ, η Ένωση Αμερικανικών Πανεπιστημίων (AAU) δήλωσε ότι ήταν πάντα «σθεναρός υποστηρικτής» της δημοσιοποίησης των μελετών που χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση και πως η ανακοίνωση από το OSTP αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για την δημοσιοποίηση της έρευνας. Η ένωση αξιολογεί επί του παρόντος τις επιπτώσεις που θα έχει ο κανονισμός για τα ιδρύματά και τα μέλη ΔΕΠ της.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ανταπόκριση των εκδοτών δεν ήταν θετική. Υπήρξε μια αντίδραση από πολλούς επιστημονικούς εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι καλούνται να εφαρμόσουν τον νέο κανονισμό μέχρι το τέλος του 2025.
Η Ένωση Αμερικανών Εκδοτών (AAP) δηλαδή, η εμπορική ένωση της Αμερικάνικης εκδοτικής βιομηχανίας, για παράδειγμα, δήλωσε ότι η νέα πολιτική ανοιχτής πρόσβασης Μπάιντεν ανακοινώθηκε χωρίς επαρκή διαβούλευση, παρόλο που θα επιφέρει «σαρωτικές επιπτώσεις και σοβαρά οικονομικά προβλήματα» στον εκδοτικό κλάδο.
Ο αντιπρόεδρος της ΑΑΡ, Shelley Husband, επεσήμανε ότι πολλοί εκδότες έχουν επιταχύνει αποτελεσματικά τη διαδικασία δημοσίευσης εργασιών, έχουν κυκλοφορήσει νέα περιοδικά και έχουν υιοθετήσει διάφορα μοντέλα δημοσίευσης και πρόσβασης για να υποστηρίξουν τους ερευνητές. «Αυτό το σημαντικό έργο είναι μέρος μιας ανταγωνιστικής αγοράς προσανατολισμένης στην αριστεία και είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που επιβάλλει η κυβέρνηση σε επιχειρηματικά μοντέλα», δήλωσε ο Husband, διερωτώμενος πώς οι εκδότες, ειδικά οι μικροί, θα καταφέρουν να διατηρήσουν την ακρίβεια, την ποιότητα και την αποδοτικότητα που απαιτεί το δημόσιο συμφέρον στο πλαίσιο του νέου κανονισμού του OSTP.
Εκτός των συνόρων των ΗΠΑ, η νέα οδηγία Μπάιντεν υποστηρίζεται επίσης από το Coalition S, μια κοινοπραξία εθνικών ερευνητικών οργανισμών και χρηματοδοτών από δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες. «Αυτή η νέα πολιτική των ΗΠΑ αλλάζει το παιχνίδι στις επιστημονικές εκδόσεις. Εκτός από την έμφαση που δίνει στην άμεση ανοιχτή πρόσβαση, επιδιώκει τη μείωση των ανισοτήτων στις εκδόσεις. Μια τόσο ισχυρή κίνηση, από μια χώρα που κατέχει ηγετική θέση σε πολλούς τομείς έρευνας, θα ενισχύσει σημαντικά τις προσπάθειες για ανοιχτή πρόσβαση παγκοσμίως», δήλωσε ο Johan Rooryck, εκτελεστικός διευθυντής του Coalition S.
Πηγή: ChemistryWorld