Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο Νο 39Α έξω από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Χαϊδελβέργης και με κατεύθυνση δυτικά και μετά από έξι στάσεις, σε ένα πραγματικά μαγευτικό φυσικό τοπίο στο βουνό έφτασα στην είσοδο του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒL), εκεί όπου χτυπάει η “καρδιά” της Μοριακής Βιολογίας στην Ευρώπη.
Το εμβληματικό εργαστήριο της Ευρώπης για βασική έρευνα στη μοριακή βιολογία ιδρύθηκε το 1974 βάσει μιας διακυβερνητικής συνθήκης 9 ευρωπαϊκών χωρών και του Ισραήλ.
Έκτοτε, ο αριθμός των κρατών μελών αυξήθηκε προοδευτικά, με την Εσθονία να γίνεται το 28ο μέλος το 2023. Ιδρυτής του EMBL και ο 1 ος Γενικός Διευθυντής ήταν ο John C. Kendrew, ενώ 3 ος ήταν ο αείμνηστος Φώτης Χ. Καφάτος (1993-2005).
Από τον Ιανουάριο του 2019, η δρ. Edith Heard είναι η 5 η Γενική Διευθύντρια, η οποία σήμερα με περιμένει στο γραφείο της…
Το ζεστό χαμόγελο, το παρουσιαστικό και η έντονη εκφραστικότητά της μαρτυρούν αμέσως την ελληνική της καταγωγή. Γεννήθηκε στο Λονδίνο από ελληνίδα μητέρα και από Βρετανό πατέρα, είναι παντρεμένη με Γάλλο και εργάζεται στη Γαλλία από την αρχή της καριέρας της.
«I am very European!(Είμαι πολύ ευρωπαία) και ως εκ τούτου οφείλω να κάνω κάτι για την Ευρώπη!», εξηγεί τον ενθουσιασμό της να αναλάβει την ηγεσία του ΕMBL για να υπερασπιστεί τη βασική έρευνα χωρίς περιορισμούς ή φυσικά όρια.
«Επίσης όταν μια τέτοια ευκαιρία προσφέρεται σε μια γυναίκα, πιστεύω ότι είναι σημαντικό να την αποδεχτεί. Αν εμείς οι γυναίκες δεν κινητοποιηθούμε, με όποιο κόστος, τότε τα πράγματα δεν θα αλλάξουν ποτέ!».
Η ίδια διεύθυνε για περισσότερα από 10 χρόνια τη Μονάδα Γενετικής και Βιολογίας της Εμβρυϊκής Ανάπτυξης στο Ινστιτούτο Curie του Παρισιού και δίδαξε στο College de France, κατέχοντας την Έδρα Επιγενετικής και Κυτταρικής Μνήμης. Στο EMBL εργάζονται 60-70 ανεξάρτητες ερευνητικές ομάδες (περίπου 1700 άτομα) σε διαφορετικούς τομείς, όπως είναι η κυτταρική βιολογία και η βιοφυσική, η αναπτυξιακή βιολογία, η γενετική και η γενωμική, η δομική και η υπολογιστική βιολογία, κ.ά. Εκτός Χαϊδελβέργης λειτουργούν ακόμη 5 σταθμοί του Εργαστηρίου (Βαρκελώνη, Αμβούργο, Γκρενόμπλ, Ρώμη και Χίνξτον στη Βρετανία).
Οι περισσότεροι ερευνητές δεν είναι μόνιμοι στο EMBL, φτάνουν εκεί με αξιοκρατικά κριτήρια, παραμένουν το πολύ μέχρι 9 χρόνια και επιστρέφουν στις χώρες τους ή μετακινούνται αλλού για να υποστηρίξουν την επιστήμη.
Επιστήμη χωρίς σύνορα στην Ευρώπη
Η κα. Χέρντ μού λέει πως εξαιτίας του Brexit ανησύχησε για το μέλλον της ευρωπαϊκής έρευνας στη Μ. Βρετανία, ωστόσο το EMBL είναι ανεξάρτητο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και έτσι η χώρα συνεχίζει να είναι κομμάτι του. Για την ίδια το ΕMBL δεν αντιπροσωπεύει μόνο έναν ευρωπαικό οργανισμό, αλλά ένα μοντέλο για την διενέργεια επιστήμης με τη δική του φιλοσοφία, η οποία συνοψίζεται στη φράση: “science without frontiers” ( επιστήμη δίχως σύνορα) και το θεωρεί έναν ιδανικό χώρο για να εργαστεί: «Νομίζω ότι το EMBL είναι σχεδόν μοναδικό στον κόσμο ως τόπος διενέργειας βιολογικής έρευνας σε μοριακό επίπεδο με τον πιο φιλόδοξο δυνατό τρόπο.
Η αποστολή του είναι να προσελκύσει νέους έξυπνους ανθρώπους, να τους επιτρέψει να εξερευνήσουν ό,τι τους ενδιαφέρει και ό,τι είναι δυνατό και συναρπαστικό εκείνη τη στιγμή, και να τους παρέχει τους πόρους για να αναπτύξουν τις τεχνολογίες που θα υποστηρίξουν τη δουλειά τους.
Αυτό, εκτός από την εκπαίδευση της επόμενης γενιάς επιστημόνων, παρέχει τη δυνατότητα για σημαντικές ανακαλύψεις». Δείχνοντάς μου έναν τόμο 250 σελίδων με τίτλο: “Molecules of Ecosystems” η επιστήμονας μου λέει πως είναι αποτέλεσμα ενός brain storming με τους συνεργάτες της όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της:
«Πρόκειται για ένα πρόγραμμα “Open to natural world” αλλά με αναφορά τη μοριακή βιολογία.
Μας ενδιαφέρει η κατανόηση της μοριακής βάσης κάθε μορφής ζωής στον πλανήτη, όχι μόνο σε επίπεδο μεμονωμένου κυττάρου ή οργανισμού, αλλά και σε επίπεδο πληθυσμών και οικοσυστημάτων. Η ιδέα είναι να παρακολουθήσουμε όλη τη διαδρομή από το μόριο στον οργανισμό μέσα στο περιβάλλον του, μέσα από μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και με ερευνητικά εργαλεία που διαθέτουμε. Η μοριακή εξέλιξη, η επίδραση του μικροβιώματος, η κατανόηση της απόκρισης των οργανισμών σε περιβαλλοντικές αλλαγές, είναι τομείς ενδιαφέροντος».
Η ίδια προσπαθώντας να κατανοήσει πώς τα γονίδια αλλάζουν την έκφρασή τους και πώς αυτές οι αλλαγές σταθεροποιούνται και αναπαράγονται οδηγήθηκε στην επιγενετική, για αυτό και δηλώνει επιγενετίστρια. Μοντέλο της σε αυτή την πολύχρονη αναζήτηση, είναι ο φυσιολογικός μηχανισμός απενεργοποίησης του ενός αντιγράφου του χρωμοσώματος Χ στα κύτταρα των θηλυκών ατόμων.
Focus στο Χ χρωμόσωμα…
Ακούγεται παράδοξο αλλά η επικεφαλής του EMBL δεν παρακολούθησε ποτέ μάθημα βιολογίας μέχρι να φτάσει στο Κέιμπριτζ για να σπουδάσει φυσική και αστρονομία. Αλλά στο πλαίσιο του μαθήματος των Φυσικών Επιστημών έπρεπε να παρακολουθήσει κάποια μαθήματα βιολογίας: «Δεν είχα ξαναδεί κύτταρο, δεν ήξερα τι είναι πυρήνας ή μιτοχόνδριο», λέει.
Τη δεκαετία του ’80 βρέθηκε στο εργαστήριο του Mike Fried στο Imperial Cancer Research Fund (ICRF) στο Λονδίνο, για να εργαστεί πάνω στη γονιδιακή ενίσχυση σε καρκίνους και αργότερα στου Phil Avner στο Παρίσι, ως μεταδιδάκτορας.
Εκεί ανακάλυψε και το πάθος της, την αδρανοποίηση των χρωμοσωμάτων Χ, μια διαδικασία που συμβαίνει κατά την ανάπτυξη θηλυκών θηλαστικών και που καθιστά ένα από τα δύο χρωμοσώματα Χ εντελώς ανενεργό. Είναι ένα φαινόμενο πάνω στο οποίο εξακολουθεί να εργάζεται.
Πρώτη φορά η Βρετανίδα επιστήμονας Mary Lyon το 1961 παρατήρησε την αδρανοποίηση του χρωμοσώματος Χ, ως μια διαδικασία κατά την οποία ένα από τα Χ χρωμοσώματα μιας γυναίκας “κλείνει” κατά την ανάπτυξη (οι άνδρες διαθέτουν μόνο ένα Χ χρωμόσωμα). Αυτό είναι απαραίτητο για την επιβίωση και είναι ίσως ένα από τα πιο ξεκάθαρα παραδείγματα επιγενετικής.
Τα γονίδια παραμένουν όλα εκεί, άθικτα, με τη σωστή σειρά, αλλά τα μισά είναι απενεργοποιημένα και αυτή η αλλαγή παραμένει από τη μια κυτταρική διαίρεση στην άλλη.
Η δρ. Χέρντ έθεσε ως στόχο να ανακαλύψει την αιτία της αδρανοποίησης του ενός εκ των δυο χρωμοσωμάτων Χ παρόλο που μοιράζονται τον ίδιο κυτταρικό πυρήνα και αναρωτήθηκε αν η διαφορετική μεταχείρισή τους στον πυρήνα σχετίζεται με επιγενετικές αλλαγές.
Στο εργαστήριό της στο Παρίσι επινόησε νέες τεχνικές για την απεικόνιση του DNA με φθορίζουσες ουσίες και είδε για πρώτη φορά με ακρίβεια, πότε και πού γινόταν η απενεργοποίηση Χ, προχωρώντας σε σημαντικές ανακαλύψεις.
Μια εξ’ αυτών ήταν ότι η αδρανοποίηση του χρωμοσώματος Χ δεν συμβαίνει μία φορά, αλλά δύο κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, πρώτα σε όλα τα κύτταρα που προορίζονται για την δημιουργία του πλακούντα και μετά πάλι σε ορισμένα κύτταρα που αποστέλλονται για την δημιουργία του εμβρύου.
Το εύρημα επηρέασε σημαντικά την έρευνα βλαστοκυττάρων, μεγάλο μέρος της οποίας επικεντρώνεται στην επαναφορά κυττάρων, που έχουν ήδη χαρακτηριστεί ως λειτουργικά, στην αφελή, εμβρυϊκή τους κατάσταση.
Η «επανάσταση» της Επιγενετικής
Η κα.Χέρντ παραδέχεται ότι τελευταία ο όρος “Επιγενετική” χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να περιγράψει οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει, ακόμα και βραχυπρόθεσμα, την έκφραση των γονιδίων, και κυρίως το εξωτερικό περιβάλλον: «Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οποιαδήποτε περιβαλλοντική επιρροή που μπορεί να αλλάξει το μοτίβο έκφρασης των γονιδίων μας είναι επιγενετική. Ότι αυτά που τρώμε και πίνουμε, ή αυτά που αναπνέουμε, το άγχος ή η κατάθλιψη επηρεάζει στην πραγματικότητα όχι μόνο εμάς, αλλά ίσως και τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Διαγενεακή επιγενετική κληρονομικότητα μπορεί να συμβεί σε φυτά και σε ορισμένους άλλους οργανισμούς, αλλά στους ανθρώπους, δεν υπάρχουν καλές ενδείξεις για αυτή, μόνο εικασίες!».
Η επιστήμονας συμφωνεί με τον κλασικό ορισμό της επιγενετικής: “αλλαγές στην έκφραση των γονιδίων που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης ενός εμβρύου, οι οποίες όμως δεν επιφέρουν αλλαγές στην αλληλουχία του DNA, αλλά συνεχίζουν να αναπαράγονται και τελικά σταθεροποιούνται”. «Ίσως οι άνθρωποι ‘βολεύονται’ στην πεποίθηση ότι η επιγενετική θα λύσει όλα τα γενετικά μας προβλήματα, ότι μπορούμε με κάποιο τρόπο να αναιρέσουμε όσα μας έδωσαν οι γονείς μας όσον αφορά τα γονίδιά μας, αλλά πλανώνται», σχολιάζει. Σύμφωνα με την κα. Χέρντ σαφώς και υπάρχουν επιγενετικές επιδράσεις ανάμεσα σε γενιές, κληρονομήσιμοι φαινότυποι που δεν σχετίζονται με αλλαγές στο DNA σε πολλά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των θηλαστικών.
«Για παράδειγμα, ένα έμβρυο (ακόμα και η βλαστική του σειρά) μπορεί να υποφέρει εάν μια μητέρα υποσιτίζεται. Αλλά το να λέμε ότι αυτές οι αλλαγές μπορούν να μεταδοθούν σε πολλές γενιές δεν είναι φρόνιμο», συμπληρώνει. Από την άλλη πλευρά, είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν γονιδιωματικές αλληλουχίες που κατά κάποιο τρόπο αποφεύγουν τον επαναπρογραμματισμό. Το ερώτημα είναι αν αυτές έχουν κάποια φαινοτυπική επίδραση και γενικά αν έχουν σημασία. Τα πράγματα κινούνται γρήγορα στο πεδίο και γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι πολλές από αυτές τις μη πλήρως επαναπρογραμματισμένες αλληλουχίες στα θηλαστικά σχετίζονται με το λεγόμενο «άχρηστο» DNA και ότι μπορεί να υπάρχουν τόσο γενετικές όσο και επιγενετικές αλλαγές που προκαλούνται από το περιβάλλον.
Η κατανόηση των περίπλοκων διαδικασιών πίσω από την επιγενετική προσφέρει επίσης ελπίδα για τη θεραπεία ασθενειών, κυρίως του καρκίνου. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα στον καρκίνο είναι πόσες από τις αλλαγές είναι επιγενετικές.
Περισσότερες γυναίκες στην Επιστήμη
Η Δρ. Χέρντ ανήκει στους ανθρώπους που προσπαθούν να αλλάξουν ό,τι δε τους αρέσει.
Ωστόσο δεν βλέπει τον εαυτό της ως “role model” για τις γυναίκες στην Επιστήμη. Θεωρεί όμως ότι όπως εκείνη είναι ενεργή στην έρευνα, κατέχει μια θέση ευθύνης που πρέπει να παίρνει αποφάσεις και ταυτόχρονα έχει οικογένεια, παιδιά και φίλους και τα καταφέρνει, μπορούν και άλλες να τα καταφέρουν εξίσου: «Νομίζω ότι υπήρξα αρκετά τυχερή κατά τη διάρκεια της πορείας μου, καθώς περιτριγυρίστηκα από πολλούς υποστηρικτικούς ανθρώπους, ανάμεσά τους και άνδρες που στάθηκαν στο πλάι μου ακόμη πιο μαχητικά από ό,τι εγώ.
Ο τομέας του X inactivation, άνοιξε ουσιαστικά από μια γυναίκα και υπάρχουν πολλές εξέχουσες γυναίκες στην επιγενετική, τις οποίες είχα ως πρότυπα χωρίς να το σκέφτομαι συνειδητά. Δεν με πίεσε κανείς να μην προχωρήσω, αλλά καθώς αποκτούσα περισσότερες ευθύνες και πήγαινα σε συναντήσεις, παρατηρούσα ότι ήμουν η μόνη γυναίκα. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι όλα τα κλισέ είναι αληθινά. Δεν βρίσκω τον λόγο να μην υπάρχουν πολλές γυναίκες στην Επιστήμη και παρότι τα πράγματα αλλάζουν προς το καλύτερο, εξακολουθώ να βλέπω πολλές νεαρές γυναίκες να αποφεύγουν την έρευνα για ποικίλους λόγους».
Η Δρ. Έντιθ Χέρντ υπερασπίζεται την διαφορετικότητα. Μάλιστα, τον Ιούνιο του 2021 έγινε η πρώτη Γενική Διευθύντρια του Οργανισμού που ύψωσε τη σημαία Progress Pride στο EMBL που συνδυάζει τη σημαία του ουράνιου τόξου LGBTQ+ με τη σημαία transgender pride με συμβολικές ρίγες για έγχρωμους και ιθαγενείς αντιπροσωπεύοντας περιθωριοποιημένες κοινότητες. Ήταν μια συμβολική χειρονομία για να δείξει ότι οι αλλαγές είναι δυνατές και ότι εκτυλίσσονται:
«Σε πολλούς φάνηκε ως μια γενναία ακτιβιστική πράξη. Όμως το να υποστηρίζουμε όλους τους ανθρώπους εμένα μου φαίνεται αυτονόητο. Κάποιοι σήκωσαν λίγο το φρύδι αποδοκιμαστικά αλλά δεν με ένοιαξε. “Γιατί το έκανες;”, με ρώτησαν. “Γιατί να μην το κάνω;” απάντησα».
Η δρ. Χέρντ ηγήθηκε και του προγράμματος “PAUSE” στη Γαλλία, το οποίο δημιουργήθηκε για να βοηθήσει πρόσφυγες επιστήμονες από Συρία, Ιράκ, Τουρκία, κοκ. Η ίδια καθώς βοηθάει στην αξιολόγηση ερευνητικών προτάσεων, συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο πόσο εύκολα μια ανθρώπινη ζωή μπορεί να αλλάξει ή να καταστραφεί ολοκληρωτικά από τη μια μέρα στην άλλη.
«Εκτός από την διάλυση της επιστήμης εξαιτίας πολέμων, σε ορισμένες χώρες, επιστήμονες που μιλούν ανοιχτά για πολιτική συλλαμβάνονται ή διώχνονται από τα πανεπιστήμιά τους. Είναι άνθρωποι όπως εγώ και συ που καλούνται να μαζέψουν μαζί με τις οικογένειές τους και τα εργαστήριά τους και να μετακινηθούν, αφήνοντας πίσω τη στρωμμένη ζωή τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας, στην οποία με βοήθησε πολύ η κόρη μου, συνειδητοποίησα ότι με ενδιαφέρει πραγματικά η ελευθερία και πάνω από όλα με νοιάζουν οι άνθρωποι. Νομίζω ότι Επιστήμη χωρίς Ανθρωπισμό δεν είναι Επιστήμη!»…
Κρατώ αυτό από την Δρα. Χέρντ όπως και μερικές συμβουλές της για τις νέες και τους νέους ερευνητές: «Να θέτουν ερωτήματα, να μη φοβούνται το απροσδόκητο, αλλά να το χρησιμοποιούν για να θέσουν ακόμη μεγαλύτερα ερωτήματα, να έχουν πάθος για αυτό που κάνουν και να μη φοβούνται το ρίσκο. Ποτέ δεν ξέρει κάποια/ος τι θα βγει στον δρόμο της/του!»